Ψηφίστηκε η ρύθμιση για τον αναβαλλόμενο φόρο των τραπεζών που τους παρέχει μία κεφαλαιακή «στήριξη» ύψους 3 δισ. ευρώ. Ωστόσο, το ζήτημα δεν έχει τελειώσει.
Ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ Τζέρι Ράις ερωτηθείς για το ζήτημα και για το αν οι ελληνικές τράπεζες έχουν «πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες», επεσήμανε ότι πρόκειται για ένα θέμα που θα συζητηθεί στην επικείμενη αξιολόγηση η οποία ξεκινά την προσεχή Τρίτη σε επίπεδο κορυφής στην Αθήνα. Στην ίδια αξιολόγηση (που θα έχει στο επίκεντρό της το νέο προϋπολογισμό) το στέλεχος του Ταμείου ξεχώρισε και ένα ακόμη θέμα: τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών.
Ο υπουργός Οικονομικών ανέφερε στη Βουλή κατά τη συζήτηση για τον αναβαλλόμενο ότι ισχύει σε όλες τις χώρες του κόσμου, υπάρχει σε όλες τις οικονομικές καταστάσεις των εταιρειών, οι οποίες συντάσσονται βάσει των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (ΔΛΠ). Το 2012 λόγω της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογίας, που προέκυψε από το κούρεμα των ομολόγων, αποφασίστηκε με νομοθετική ρύθμιση να αποσβεστεί σε 30 έτη.
Πλέον, το συνολικό ποσό της αναβαλλόμενης φορολογίας (περίπου 10 δισ. ευρώ) προσμετράται κανονικά στο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Αυτό πλέον αλλάζει από 01/01/2014 με την εφαρμογή του νέου εποπτικού πλαισίου, γνωστού ως Βασιλεία ΙΙΙ. Βάσει των νέων κανόνων, προβλέπεται σταδιακή μείωση στην εποπτική αξία της αναβαλλόμενης φορολογίας κατά τα επόμενα 10 έτη.
Λόγω των επερχόμενων τεστ αντοχής και των επιπτώσεων της Βασιλείας ΙΙΙ στην εποπτική αξία της αναβαλλόμενης φορολογίας κυβερνήσεις των χωρών του Νότου θεσμοθέτησαν ώστε η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση να απεξαρτηθεί από την μελλοντική κερδοφορία των πιστωτικών τους ιδρυμάτων με σκοπό να συνεχίσει να προσμετράται στα ίδια κεφάλαια.
Πλέον και στην Ελλάδα θεσπίζεται μηχανισμός που προβλέπει ότι ο αναβαλλόμενος φόρος από τις ζημιές του PSI+, αλλά και αυτός που θα προκύψει από την ενεργητική αναδιάρθρωση δανείων θα αναγνωρίζεται στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα εξαρτάται από τη μελλοντική κερδοφορία τους.
Αυτό σημαίνει ότι «στην ακραία περίπτωση που για τα επόμενα 30 χρόνια οι τράπεζες δεν εμφανίσουν κέρδη, το Δημόσιο θα καταβάλει το ποσό που αντιστοιχεί στον αναβαλλόμενο φόρο» ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών. Ως «αντάλλαγμα» οι τράπεζες θα υποχρεωθούν να αποδώσουν δωρεάν μετοχές αντίστοιχης αξίας προς το Δημόσιο.
Η τροπολογία ψηφίστηκε από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ εν μέσω έντονων αντιδράσεων από την αξιωματική αντιπολίτευση. «Αν θέλετε να βάλετε τον αναβαλλόμενο φόρο στα κεφάλαια των τραπεζών, οφείλετε τουλάχιστον να μετατρέψετε αυτά τα 3 δισ. σε μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών στο όνομα του Δημοσίου», υποστήριξε ο ΣΥΡΙΖΑ.