Στην ετήσια έκθεσή της για την Οικονομία, την οποία παρουσιάζει σήμερα στο Τιτάνια η ΙΝΕ/ΓΣΕΕ τα στοιχεία σοκάρουν:
Η σημερινή διεθνής οικονομική κρίση και ύφεση, που ξεκίνησε ως κρίση ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου (χρηματοπιστωτική), μετεξελίχθηκε διεθνώς σε κρίση της πραγματικής οικονομίας (οικονομική κρίση και ύφεση) και εξελίσσεται σε κρίση απασχόλησης.
Η ανεργία στην Ευρώπη και τον κόσμο θα φτάσει το 2010 και 2011 στα υψηλότερα επίπεδα της μεταπολιτευτικής περιόδου, (τα τελευταία πενήντα χρόνια) στο 12% και 13,2% αντίστοιχα στην Ευρώπη και 12,1% και 14,3% στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Τη διετία 2009-2010 χάθηκαν στην Ευρώπη 8,5 εκατ. θέσεις εργασίας. Η ανεργία εκτιμάται ότι θα επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα το 2018 στις ΗΠΑ, και μετά το 2015 στην Ελλάδα. Η απασχόληση δε, θα αυξάνεται διεθνώς με πολύ μικρούς ρυθμούς.
Μπροστά σε αυτές τις δυσμενείς εξελίξεις για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, σημειώνεται στην Έκθεση, απουσιάζει παντελώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση ένα σχέδιο ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η ΕΕ προσανατολίζεται μονομερώς στο να σταθεροποιήσει τις αγορές και μέσω αυτής της προσπάθειας πλήττει τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, μειώνοντας μισθούς και εισοδήματα.
Εάν δεν ανατραπούν τα σημερινά δεδομένα, που έχουν δημιουργήσει η οικονομική πολιτική, το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ύφεση που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη στην Ελλάδα, θα μετατραπεί σε πολύπλευρη κρίση που θα βυθίσει τη χώρα σε παρατεταμένη περίοδο ύφεσης. Το δυσάρεστο, κατά την άποψη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, είναι ότι η προσφυγή στον «μηχανισμό στήριξης» της Τρόικας στοχεύει μονομερώς στην μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων, του δημοσίου χρέους. Η παντελής έλλειψη αναδιανεμητικών και αναπτυξιακών στοιχείων θα παρατείνει τις συνθήκες οικονομικής κρίσης και ύφεσης της ελληνικής οικονομίας κατά τα επόμενα χρόνια.
Τα μέτρα λιτότητας που θα γνωρίσουν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι την προσεχή τριετία θα επιδεινώσουν τουλάχιστον το βιοτικό τους επίπεδο κατά 30% και θα μειώσουν σημαντικά το επίπεδο ζήτησης και κατανάλωσης.
Η εφαρμοζόμενη πολιτική για τη δημοσιονομική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας έχει εισέλθει σε τροχιά αυτοϋπονόμευσης. Η απουσία προϋποθέσεων (ευνοϊκή διεθνής συγκυρία, μείωση επιτοκίων, αναδιανομή εισοδήματος, αύξηση δημοσίων εσόδων με την αποτελεσματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, αντιμετώπιση των υπερτιμολογήσεων στις κρατικές προμήθειες, αύξηση ζήτησης και κατανάλωσης, επενδύσεις, εναλλακτικό αναπτυξιακό σχέδιο, κλπ.) καθιστούν το πρόγραμμα προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας αδύναμο ως προς την επίτευξη των στόχων του, είτε επειδή η προκαλούμενη ύφεση μειώνει σε μεγαλύτερο βαθμό τα φορολογικά έσοδα σε σύγκριση με τις περικοπές των δημοσίων δαπανών αυξάνοντας το δημόσιο έλλειμμα, είτε επειδή, σε μια καλύτερη εκδοχή, η μείωση του ελλείμματος αποδεικνύεται μια εξαιρετικά βραδεία διαδικασία με ιδιαίτερο αυξημένο κοινωνικό κόστος, χωρίς παράλληλα να επιτυγχάνεται ικανοποιητική μείωση του δημόσιου χρέους εξαιτίας της αναιμικής ανάπτυξης.
Τα περιοριστικά μέτρα πολιτικής εστιάζονται μόνο στο δημόσιο έλλειμμα και στο δημόσιο χρέος, δηλαδή μόνο στον χώρο του δημόσιου τομέα και διόλου στα ελλείμματα (τεχνολογικό, παραγωγικό, καινοτομικό) και χρέη του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά).
Ο ανταγωνιστικός αποπληθωρισμός στην Ελλάδα θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με απευθείας μείωση των τιμών χωρίς να θιγούν οι μισθοί, εξαιτίας του γεγονότος ότι τα περιθώρια κέρδους στην χώρα μας είναι αυξημένα έναντι των άλλων ανεπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι δε τόσο αυξημένα ώστε η μείωσή τους δεν θα έθιγε ούτε τις επενδύσεις, ούτε την απασχόληση, γιατί το εναλλακτικό όφελος θα παρέμενε μικρότερο της προσδοκώμενης κερδοφορίας από την επένδυση (κερδοφορία που θα παρέμενε υψηλή χάρη στην αύξηση της ζήτησης που θα προέκυπτε από την αγοραστική δύναμη των μισθών). Ο αποπληθωρισμός θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από την προσαρμογή των περιθωρίων κέρδους στο επίπεδο των άλλων χωρών, δηλαδή διαμέσου μίας ανατροπής της προνομιακής διανομής του προϊόντος σε βάρος της μισθωτής εργασίας.
Το κύριο βάρος της οικονομικής κρίσης και ύφεσης επωμίζεται η μισθωτή εργασία και η απασχόληση των συμβοηθούντων και μη αμειβόμενων μελών. Για πρώτη φορά μετά το 1991 μειώνεται η μισθωτή απασχόληση, μείωση που υπερβαίνει ακόμη και αυτή της συνολικής μείωσης της απασχόλησης. Η μείωση της μισθωτής απασχόλησης οφείλεται στη μείωση των μόνιμα απασχολούμενων οι οποίοι μειώνονται για πρώτη φορά από το 1968 καθώς ο αριθμός των προσωρινά, μερικά και ευέλικτα απασχολούμενων αυξάνεται.