του Αριστείδη Παπανικόλα. Όλοι συμφωνούν ότι ένας ακήρυχτος πόλεμος (ή μήπως έχει ήδη κηρυχθεί και επισήμως;) ταλαιπωρεί την ασφαλιστική αγορά. Εδώ και δύο χρόνια έχει ξεσπάσει ένας συνεχώς εντεινόμενος πόλεμος που μέχρι σήμερα μπορεί να χαρακτηριστεί ως πόλεμος εντυπώσεων ή χαρακωμάτων, αλλά όλα συνηγορούν ότι σύντομα θα εξελιχθεί σε ολοκληρωτικό πόλεμο με απρόβλεπτες συνέπειες. Μέχρι σήμερα, όσο έντονες κι αν είναι οι αντιπαραθέσεις, περιορίζονται σε ανακοινώσεις, προθέσεις, επιστολές, διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις, κατηγορίες και απειλές. Θα μου πείτε, τι δηλαδή, θα πρέπει να πάρουν κάποιοι τα όπλα για να θεωρηθεί πραγματικός πόλεμος; Δεν ζούμε σε πολιτισμένο κράτος όπου τα προβλήματα λύνονται με διάλογο; Όχι, δυστυχώς δεν βλέπω να λύνονται τα προβλήματα της ασφαλιστικής αγοράς με διάλογο, ούτε με τα όπλα βέβαια, αλλά με «αποφασίζωμεν και διατάζωμεν». Ποιοι είναι όμως οι εχθροί, ποιοι οι σύμμαχοι, ποια είναι τα στρατόπεδα και φυσικά για ποιόν λόγο διεξάγεται αυτός ο πόλεμος; Και γιατί τώρα;
Η άποψή μου είναι ότι όλα όσα γίνονται σκοπό έχουν τον έλεγχο του Πελάτη ή, αν προτιμάτε, την ιδιοκτησία του Πελάτη. Και γίνονται τώρα γιατί τώρα έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Ο πελάτης ήταν πάντοτε κοντά στον Πράκτορα, στον Ασφαλιστικό Σύμβουλο (Ασφαλειομεσίτης τότε), ήταν γενικά κοντά στον «Ασφαλιστή» του. Με αυτόν είχε την επαφή, την δοσοληψία, την καθημερινότητα. Η ασφαλιστική εταιρεία ήταν κάτι μακρινό, απρόσωπο και ίσως αδιάφορο για τον πελάτη, κυρίως για τον πελάτη στην επαρχία. Αυτό συνέβαινε γιατί ούτε η ασφαλιστική εταιρεία μπορούσε να βρίσκεται παντού, σε κάθε πόλη και κάθε χωριό με δικές της εγκαταστάσεις και δικούς της ανθρώπους, ούτε ο πελάτης μπορούσε να πηγαίνει στην ασφαλιστική εταιρία για κάθε ασφάλιση ή δοσοληψία. Ας θυμηθούμε και τους αποκλειστικούς πράκτορες που είχαν πολλές ασφαλιστικές εταιρείες, κυρίως σε πόλεις της περιφέρειας, ακριβώς για να δηλώνουν έντονα την παρουσία τους χωρίς δικά τους γραφεία.
Στη διαδρομή αυτή των τελευταίων δεκαετιών όλοι ήταν ευχαριστημένοι, ίσως εξ ανάγκης ευχαριστημένοι, αλλά το σύστημα λειτουργούσε. Με τις επιτυχίες του και τα προβλήματά του, με τους άριστους και τους μέτριους, με τους σωστούς και τους «απατεώνες», όπως σε κάθε επαγγελματικό κλάδο άλλωστε. Μπορούμε να θυμηθούμε επίσης ότι όποιος ήθελε να ανοίξει μια ασφαλιστική εταιρεία, πρώτα εξασφάλιζε τους κατά τόπους πράκτορές τους, το δίκτυό του (κάτι σαν μεταγραφές…) και μετά ξεκινούσε. Κάποιες από αυτές τις εταιρείες στέριωσαν, υπάρχουν μέχρι σήμερα, κάποιες απέτυχαν και έκλεισαν, κάποιες ίσως να άνοιξαν με σκοπό να κλείσουν την κατάλληλη στιγμή. Ας θυμηθούμε επίσης ξένες ασφαλιστικές εταιρείες, μεγάλα ονόματα που, αγνοώντας την πραγματικότητα αυτή, ήρθαν στην Ελλάδα και απεχώρησαν γιατί δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν δίκτυο. Τι άλλαξε όμως σήμερα;
Σήμερα έχουμε τρία νέα δεδομένα: α) την εξέλιξη της τεχνολογίας, β) την απόσυρση του κράτους από βασικές ασφαλιστικές ανάγκες του πολίτη και γ) τον καθορισμό αυστηρών πλαισίων λειτουργίας της ασφαλιστικής αγοράς. Αυτά τα τρία δεδομένα δεν πρέπει να τα βλέπουμε στατικά και πρόσκαιρα. Η τεχνολογία συνεχώς θα εξελίσσεται, όλο και περισσότερο θα εκμηδενίζει αποστάσεις και θα παρακάμπτει (καλώς ή κακώς) τα πρόσωπα. Το κράτος με το κοινωνικό πρόσωπο είναι μια τελειωμένη υπόθεση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για πολλές δεκαετίες μπροστά μας. Τα πλαίσια λειτουργίας όχι μόνο θα συνεχίσουν να έρχονται ως εντολή εφαρμογής από τα ευρωπαϊκά όργανα, αλλά και θα μεταβάλλονται συνεχώς (κάτι σαν τους φορολογικούς νόμους στην Ελλάδα) για την εξυπηρέτηση των εκάστοτε συμφερόντων που εκπροσωπούν. Σήμερα λοιπόν, με σημαία την εξυγίανση της αγοράς, που φυσικά χρειαζότανε ως έναν βαθμό αλλά πραγματοποιείται επιλεκτικά και μονόπλευρα, αλλάζουν τα πάντα με σκοπό τον έλεγχο του Πελάτη. Τα περί υψηλών προμηθειών, τα περί παρακράτησης ασφαλίστρων, τα περί επαγγελματικής πιστοποίησης, τα περί κανόνων δεοντολογία και τα περί κακών διαμεσολαβούντων μπορεί να έχουν υπόσταση και να δημιουργούν πλαίσιο συζήτησης, αλλά χρησιμοποιούνται με σκοπό το τρίπτυχο: 1. πρέπει να μείνουμε λιγότεροι με καθετοποιημένες διαδικασίες (διαμεσολάβηση, ασφάλιση, αποζημίωση, εξυπηρέτηση και παροχή λοιπών μη ασφαλιστικών υπηρεσιών), 2. πρέπει να οργανωθούμε με νέα προϊόντα και νέες διαδικασίες για τις κερδοφόρες αγορές που ανοίγονται (σύνταξη, υγεία) και 3. πρέπει να χειριζόμαστε απευθείας τον Πελάτη και όπου συμπληρωματικά εμείς αποφασίζουμε, μέσω τρίτων.
Σε αυτό το τρίπτυχο δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι εχθροί και σύμμαχοι, δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στρατόπεδα, όλα είναι μια κινούμενη άμμος. Φυσικά από την μια είναι οι ασφαλιστικές εταιρείες και από την άλλη οι διαμεσολαβούντες, αλλά ο πόλεμος γίνεται ώστε την επόμενη μέρα (που είναι πολύ κοντά) να υπάρχει ένα νέο status ασφαλιστικών εταιρειών και διαμεσολαβούντων προσώπων, διαφορετικό από αυτό που γνωρίζουμε σήμερα, με διαφορετικά εργαλεία και διαφορετικές μεθόδους, ένα νέο status που θα περιλαμβάνει περιορισμένο αριθμό ασφαλιστικών εταιρειών και διαμεσολαβούντων προσώπων κάθε μορφής, αριθμό όμως αναγκαίο και ικανό για να εξυπηρετήσει τις απαιτήσεις της νέας αγοράς που δημιουργείται. Η κρίση και η αρνητική πορεία των εργασιών της αγοράς δίνει μια τεράστια ευκαιρία λήψης αποφάσεων που βέβαια, δεν θα αφήσουν να πάει χαμένη. Όλα τα άλλα είναι επιμέρους προβλήματα και πτυχές, που ίσως να αποπροσανατολίζουν πολλούς από τους εμπλεκόμενους. Όσο για την Εποπτική Αρχή, ο ρόλος της είναι σαφής, είναι ο ρόλος του Ο.Η.Ε. στις περιπτώσεις των σύγχρονων πολέμων. Όσοι παρακολουθούν τα διεθνή γεγονότα, πέρα από τα «δελτία των 8», γνωρίζουν πολύ καλά πως παίρνονται οι αποφάσεις στον Ο.Η.Ε. και πως επιβάλλονται, πάντα στηριζόμενες βέβαια στις αρχές του διεθνούς δικαίου….
Κύριε Παπανικόλα.
Το άρθρο σας είναι πλήρες, Τα σωστά ερωτήματα μοιραία προσελκύουν και τις σωστές απαντήσεις. Πιστεύω ότι ήδη γνωρίζετε το επόμενο βήμα, μένει μόνον η απόφαση. Αυτό που επιθυμώ να προσθέσω, είναι ότι η Παγκοσμιοποίηση έχει ένα και μοναδικό σκοπό, την πολιτιστική, οικονομική, περιβαλλοντολογική και ανθρωπιστική υποβάθμιση του Πλανήτη και αυτός ο στόχος, σημαίνει ανατάξεις σ’ όλες τις γνωστές μορφές πολιτισμού.
Η διεύθυνση της ιστοσελίδας έχει ένα άρθρο μου για την ανθρώπινη διαφθορά, νομίζω ότι μπορεί να συμβάλει στη λήψη αποφάσεων..
K Παπανικόλα
Συγχαρητήρια για το άρθρο σας που αγγίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον παλμό της παγκόσμιας αγοράς και την ανάλογη προσπάθεια που γίνεται απο την ελληνική ώστε να προσαρμοστεί
Η διαφορά στην Ελλάδα όμως έγκειται στο γεγονός, ότι δεν υπάρχουν ούτε αναπτύχθηκαν ποτέ σταδιακά τα απαραίτητα εργαλεία και η απαραίτητη τεχνική υποδομή, αλλά και ούτε οι κατάλληλοι άνθρωποι να την λειτουργήσουν γιατί δεν υπάρχει η απαραίτητη εμπιστοσύνη, στο κράτος, τους θεσμούς και τις αλλαγές που δεν προετοιμάζονται κατάλληλα αλλά επιβάλλονται
Αφού λοιπόν όλα επιβάλλονται εκ των άνω “στου κασίδη το κεφάλι και αγγίζουν ασφαλισμένους, διαμεσολαβούντες και υπαλλήλους χωρίς καμμία προετοιμασία είνια καταδικασμένα να αποτύχουν
Ποιος Έλληνας έχει εμπιστοσύνη στις τράπεζες και τις ασφαλιστικές εταιρίες, ακόμα και στο ίδιο το κράτος μετά τα όσα έχουν συμβεί, ώστε να λειτουργεί ηλεκτρονικά και να πληρώνει τις υποχρεώσεις του, χωρίς να πέφτει κάθε φορά απο τα σύννεφα για τις “σύγχρονες επιλογές του”? Ποιός εμπιστεύεται σήμερα τις εποπτικές αρχές που τον καταδυναστεύουν και του κρύβουν την αλήθεια αντί να τον προστατεύουν?
Απο την άλλη μεριά ο Έλληνας ασφαλισμένος ευτυχώς έχει μάθει αλλιώς σε σχέση με τον ευρωπαίο ψυχρό κυρίως βόρειοευρωπαίο που σκέπτεται και δουλεύει αυτοματοποιημένα σαν ρομπότ Ο Έλληνας ασφαλισμένος επικοινωνεί και θέλει τον δικό του άνθρωπο για να λύσει μαζί του το πρόβλημά του
Μπροστά σε όλα αυτά λοιπόν που απεργάζονται σε βάρος της διαμεσολάβησης κάποιοι επόπτες και κάποιες “σύγχρονες αντιλήψεις” κάποιων “σύγχρονων managers” πρέπει να αντιπαρατεθεί ο σύγχρονος πλήρως ανεξάρτητος απο ασφαλιστικές εταιρίες διαμεσολαβητής, που θα επικοινωνεί πρώτα και κύρια ανθρώπινα με τον ασφαλισμένο.
Είνια βέβαιο ότι θα αποτύχουν οι “σύγχρονες λογικές των βόρειων γειτόνων μας” για άλλη μία φορά γιατί “εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε” όπως λέει και ένα παλιό τραγούδι του Σαββόπουλου
Με εκτίμηση
Γιώργος Νικολάκος