Πριν από πενήντα χρόνια, αφού είχε βοηθήσει κάτι πυρηνικούς μηχανικούς της General Electric να βρουν τον τρόπο να τοποθετήσουν έναν υπερθερμαντήρα σε ένα νέο αντιδραστήρα, ο καθηγητής μηχανολογίας Ronald Howard προσπάθησε να μας αναλύσει τι ακριβώς είχε κάνει.
Του Justin Fox*
«Ανάλυση Αποφάσεων», την ονόμασε και την περιέγραψε ως μία «λογική διαδικασία για την εξισορρόπηση των παραγόντων που επηρρεάζουν μία απόφαση» που συνυπολογίζει «αβεβαιότητες, αξίες και προτιμήσεις».
Ακούγεται περίπλοκο και ίσως είναι – η προσέγγιση αυτή συνήθως συμπεριλαμβάνει αρκετά υπολογιστικά μοντέλα. Όμως όταν μίλησα στον Howard, πριν από μερικές εβδομάδες στο Palo Alto, όπου είναι καθηγητής Διοικητικής Επιστήμης και Μηχανικής στο Πανεπιστήμιο Stanford, μου έδωσε μία απλούστερη εκδοχή: «Το συμπέρασμα είναι ότι δεν μπορείς να αξιολογήσεις την ποιότητα της απόφασης που λαμβάνεις από το τελικό αποτέλεσμα. Ή, για να το θέσω αλλιώς, δεν μπορείς εκ τους αποτελέσματος να κρίνεις το αν έχεις λάβει μία καλή απόφαση. Είναι λογικό λάθος να πεις, “πέτυχα καλό αποτέλεσμα, άρα πρέπει να έχω λάβει καλή απόφαση». Παρ’ όλα αυτά, αυτό πιστεύουν οι περισσότεροι».
Άρα, πώς μπορείς να λάβεις μία καλή απόφαση;
Λοιπόν, πρωτίστως, λέει ο Howard, πρέπει να σιγουρευτείς ότι θέτεις το σωστό πλαίσιο. Σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύεις να λάβεις «τη σωστή απάντηση στη λάθος ερώτηση». Μετά από αυτό, πρέπει να σταθμίσεις τις εναλλακτικές, να αξιολογήσεις τις διαθέσιμες πληροφορίες – που εκφράζονται ως πιθανότητες ακόμη και αν δεν ξέρεις τα ακριβή ποσοστά – και να εκφράσεις τις προτιμήσεις σου.
Πολλά από αυτά είναι ευκολότερο να τα λες παρά να τα κάνεις. Ψυχολόγοι και οικονομολόγοι έχουν συλλέξει τόνους πειραματικών στοιχείων που δείχνουν ότι οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αξιολογήσουν πιθανότητες και να εκφράσουν προτιμήσεις με αξιόπιστο τρόπο.
Το να φέρνεις σταθερά καλύτερα αποτελέσματα είναι ένα πράγμα – πρόκειται για στατιστικά στοιχεία που θα πρέπει να ενσωματωθούν σε μελλοντικές αποφάσεις. Όμως ο Howard έχει δίκιο όταν λέει ότι δίνουν μεγάλη σημασία στα αποτελέσματα μεμονωμένων αποφάσεων στην επαγγελματική αλλά και στην καθημερινή μας ζωή.
Επικαλείται το παράδειγμα της αποτελεσματικότητας του συστήματος two-point conversion** στο αμερικανικό Football. «Ο προπονητής αποφασίζει για κάτι και αν δεν έχει αποτέλεσμα, τότε ο εκφωνητής λέει ότι ήταν κακή απόφαση. Είναι εντελώς παράλογο αυτό».
Σε παρόμοιο πνεύμα, ο οικονομολόγος του Berkeley, David, Romer, κατέληξε το 2006 στο συμπέρασμα ότι οι ομάδες του επαγγελματικού ποδοσφαίρου το δοκιμάζουν στο fourth down πολύ σπανιότερα απ’ ότι θα έκαναν αν προσπαθούσαν πραγματικά να αυξήσουν το σκορ – και το ερμήνευσε ως ένδειξη ότι στον πραγματικό κόσμο πιθανώς ούτε οι επιχειρήσεις μεγιστοποιούν τα κέρδη τους. Τα ευρήματά του έχουν λάβει ευρεία δημοσιότητα, όμως δεν φαίνεται να έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου.
Οι προπονητές δεν το επιλέγουν ενδεχομένως επειδή θα δεχτούν την αντίδραση των οπαδών και των ιδιοκτητών για μία τέτοια επιλογή και όχι για ελεύθερα χτυπήματα ή προσπάθειες επιπλέον πόντου, οι οποίες στατιστικά, δίνουν σκορ. Αποτέλεσμα είναι να κερδίζουν λιγότερα παιχνίδια απ’ ότι θα κέρδιζαν αν ακολουθούσαν λογικές στρατηγικές μεγιστοποίησης των πόντων. Αυτό αποκαλείται λήψη αποφάσεων κακής ποιότητας.
*Ο Justin Fox είναι συντάκτης στη Νέα Υόρκη, του Harvard Business Review Group και συγγραφέας του «The Myth of the Rational Market».
**Μετά από ένα touchdown, η ομάδα που σκόραρε προσπαθεί να πετύχει έναν ή δύο επιπλέον πόντους κλωτσώντας την μπάλα στο τέρμα (ένας πόντος) ή προωθώντας την μπάλα στην εντ ζόουν (γνωστό ως extra point ή two-point conversion, αντίστοιχα) από δύο γιάρδες πίσω από τη γραμμή του τέρματος. Στην πράξη, ο επιπλέον πόντος είναι σχεδόν σίγουρος σε επαγγελματικό επίπεδο, ενώ οι δύο-πόντοι έχουν ένα σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό επιτυχίας