«Το τραπεζικό σύστημα αποδείχθηκε ανθεκτικό στη μεγάλη κρίση και σήμερα βρίσκεται σε διαδικασία αναδιάταξης πάνω σε νέες, υγιείς βάσεις. Αυτό είναι το πρώτο κρίσιμο βήμα για τη σταδιακή αποκατάσταση ομαλών χρηματοδοτικών συνθηκών στην πραγματική οικονομία», αναφέρει η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2012-2013 που υποβλήθηκε χθες στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο από τον Διοικητή Γ. Προβόπουλο.
Καταγράφει θετικές ενδείξεις για εξισορρόπηση της οικονομίας: ο κίνδυνος εξόδου της Ελλάδος από τη ζώνη του ευρώ έχει απομακρυνθεί, ενώ αποκαθίσταται σταδιακά η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας, όπως προκύπτει από τη ραγδαία αποκλιμάκωση της διαφοράς αποδόσεων μεταξύ του ελληνικού και του γερμανικού δεκαετούς ομολόγου.
Αναφέρει όμως ότι συνεχίζεται η ύφεση της παραγωγής και η διόγκωση της ανεργίας λέγοντας μάλιστα ότι «το εύρος ωστόσο και η διάρκεια της ύφεσης θα μπορούσαν να περιοριστούν αν είχαν προωθηθεί με μεγαλύτερo ζήλο οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του κράτους και των αγορών».
Εκτιμά ότι η οικονομία θα ανακάμψει το 2014 αν παγιωθεί το κλίμα εμπιστοσύνης και επισπευσθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Το ΑΕΠ αναμένεται να υποχωρήσει με ρυθμό κοντά στο 4,6% φέτος και η ανεργία να σταθεροποιηθεί γύρω στο 28%. Εκτιμάται ότι η οικονομία θα εισέλθει σε τροχιά θετικών ρυθμών ανάπτυξης από το 2014, ενώ η ανεργία θα αρχίσει να αποκλιμακώνεται από το 2015. Προβλέπει μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας πάνω από 19% την τριετία 2012- 2014 έναντι στόχου μνημονίου για 15% μείωση.
«Το τραπεζικό σύστημα αποδείχθηκε ανθεκτικό στην κρίση»
Για τις τράπεζες, η έκθεση αναφέρει ότι μέχρι πρόσφατα ο τραπεζικός τομέας αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα όσον αφορά τη ρευστότητα, την ποιότητα χαρτοφυλακίου δανείων και την κεφαλαιακή του επάρκεια. Τα προβλήματα αυτά παραμένουν, αλλά αμβλύνονται σταδιακά.
«Ολοκληρώνεται η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης», αναφέρει η ΤτΕ και «βαίνει προς ολοκλήρωση εντός του προβλεπόμενου χρονοδιαγράμματος». Προσθέτει ότι η ανακεφαλαιοποίηση θα αποτελέσει αφετηρία για την ανασύνταξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος με βάση μια συνολική στρατηγική.
Ένας σημαντικός αριθμός εξαγορών και συγχωνεύσεων έχει ήδη ολοκληρωθεί, ενώ στις διαδικασίες αναδιάταξης του τραπεζικού συστήματος συνέβαλαν και οι εξυγιάνσεις πιστωτικών ιδρυμάτων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν χωρίς να διαταράξουν τη σταθερότητα της αγοράς και με πλήρη προστασία όλων των καταθετών.
«Τους επόμενους μήνες το τραπεζικό σύστημα θα αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις». Έχοντας ισχυρή κεφαλαιακή βάση, οι τράπεζες θα κληθούν να διαχειριστούν τις νέες τους δομές με στόχο την επίτευξη των μεγαλύτερων δυνατών συνεργειών, στο πλαίσιο μάλιστα και των τακτικών (σε τριμηνιαία βάση) σχεδίων χρηματοδότησης, τα οποία θα πρέπει να υποβάλλουν προς αξιολόγηση στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Παράλληλα, θα πρέπει να προετοιμάζονται και για την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, που θα διενεργήσει η Τράπεζα της Ελλάδος και η οποία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2013. Επίσης, ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στην αποτελεσματικότερη διαχείριση των τραπεζικών δανείων σε καθυστέρηση.
Τι θα γίνει με τις Συνεταιριστικές
Όσον αφορά τις συνεταιριστικές τράπεζες, θα πρέπει – αναφέρει η ΤτΕ – μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 2013, να προσαρμοστεί το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους στις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές. Η επιστροφή καταθέσεων, η μείωση του κόστους αναχρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς επίσης και η ολοκλήρωση της αναμόρφωσης του τραπεζικού συστήματος και η κεφαλαιακή του ενίσχυση (οι οποίες αποτελούν κομβικής σημασίας διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις), συμβάλλουν αποφασιστικά στη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και συνιστούν προϋποθέσεις για ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
Κρούει τον κώδωνα πάντως καθώς «η μεγάλη σε διάρκεια και ένταση ύφεση και η έλλειψη ρευστότητας μπορεί να αυξήσουν τον αριθμό των ―βιώσιμων κατά βάση― επιχειρήσεων που αναγκάζονται να διακόψουν τη λειτουργία τους». Προτείνει μεταξύ άλλών για την επίσπευση της ανάκαμψης να ενισχυθεί σε βραχυχρόνια βάση η ρευστότητα με την ταχύτερη προώθηση πολιτικών που αφορούν: (α) την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και (β) την αξιοποίηση πόρων του ΕΣΠΑ και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων και την επανεκκίνηση των έργων υποδομών. Επίσης αναφέρει ότι κομβική σημασία για την αποκατάσταση ομαλών συνθηκών ρευστότητας θα έχει η ισχυροποίηση του τραπεζικού κλάδου, η οποία, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα επιτρέψει την πλήρη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της οικονομίας και την αύξηση τόσο της προσφοράς όσο και της ζήτησης για τραπεζική χρηματοδότηση.
«Σε μακροχρόνια βάση ωστόσο και με δεδομένο ότι οι εγχώριες αποταμιεύσεις δεν επαρκούν για να χρηματοδοτήσουν, μέσω τραπεζικού δανεισμού, την ανάπτυξη, είναι σκόπιμο να διερευνηθούν και να αξιοποιηθούν εναλλακτικοί τρόποι χρηματοδότησης της οικονομίας, συμπληρωματικοί του τραπεζικού δανεισμού και των κοινοτικών πόρων. Στο πλαίσιο αυτό, η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων μέσω ιδιωτικοποιήσεων και η αξιοποίηση της αγοράς εταιρικών ομολόγων, καθώς θα βελτιώνονται οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και των ελληνικών επιχειρήσεων, καθίστανται επιτακτικά αναγκαίες», αναφέρει.
Η ΤτΕ καταγράφει μικρή επιβράδυνση της συρρίκνωσης της τραπεζικής χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία και σε αποκλιμάκωση των επιτοκίων καταθέσεων και δανείων. «Ο μετριασμός των ετήσιων ρυθμών μείωσης της τραπεζικής χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία αντανακλά και το γεγονός ότι πολλά υφιστάμενα δάνεια δεν εξυπηρετούνται κανονικά ή έχουν αναδιαρθρωθεί εκ μέρους των τραπεζών», αναφέρει η ΤτΕ.
Σύμφωνα με εμπειρικές μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τη διάρκεια της κρίσης οι συνθήκες εμπιστοσύνης αποτέλεσαν τον κύριο προσδιοριστικό παράγοντα των εκροών καταθέσεων, εξηγώντας περίπου τα 2/3 των συνολικών εκροών, ενώ οι μακροοικονομικές εξελίξεις έπαιξαν δευτερεύοντα ρόλο. Προσομοιώσεις με τη βοήθεια εμπειρικών υποδειγμάτων υποδεικνύουν ότι όσο παγιώνεται το κλίμα εμπιστοσύνης, τόσο θα παρατηρείται επιστροφή των καταθέσεων παρά τις αρνητικές επιδράσεις της συνεχιζόμενης ύφεσης.
Αναφέρει ότι η βαθιά ύφεση οδήγησε σε σημαντική αύξηση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο σύνολο των δανείων σε 24,5% στο τέλος Δεκεμβρίου 2012 από 16% στο τέλος Δεκεμβρίου 2011. Οι δυσμενείς επιδράσεις στο τραπεζικό σύστημα που προαναφέρθηκαν είχαν ως αποτέλεσμα την εκ νέου καταγραφή ζημιών ύψους 6,5 δισ. ευρώ και 5,4 δισ. ευρώ για τις τράπεζες και τους ομίλους τους αντίστοιχα.
Ανακεφαλαιοποίηση: Νέα στα μέσα Ιουνίου
Για την ανακεφαλαιοποίηση αναφέρεται ότι έχει ξεκινήσει η διαδικασία άντλησης κεφαλαίων. «Δύο συστημικές τράπεζες, η Alpha Bank και η Τράπεζα Πειραιώς, έχουν κατ’ ουσίαν εξασφαλίσει τη συνεισφορά ελάχιστου ποσοστού 10% των απαιτούμενων μετοχικών κεφαλαίων από ιδιώτες, η Εθνική Τράπεζα έχει ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές ότι έχει εκδηλωθεί σοβαρό ενδιαφέρον από ιδιώτες για συμμετοχή στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της», ενώ η Eurobank, μετά από απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της, ζήτησε από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να καλύψει πλήρως τις ανάγκες της σε μετοχικά κεφάλαια με αποτέλεσμα το ΤΧΣ να καταστεί πλέον ο βασικός της μέτοχος. Όσον αφορά τις μη συστημικές τράπεζες, η First Business Bank ενημέρωσε την Τράπεζα της Ελλάδος ότι δεν κατέστη δυνατόν να καλύψει την απαιτούμενη αύξηση κεφαλαίων, με επακόλουθο την υπαγωγή της σε καθεστώς εξυγίανσης, ενώ οι υπόλοιπες συνεχίζουν την προσπάθειά τους για κάλυψη του συνόλου των κεφαλαιακών τους αναγκών από τον ιδιωτικό τομέα «έχοντας σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας».
Η έκβαση των προσπαθειών για όλες τις τράπεζες εκτιμάται ότι θα γίνει γνωστή περί τα μέσα Ιουνίου 2013, αναφέρεται. «Η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης θα αποτελέσει αφετηρία για την ανασύνταξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος με βάση μια συνολική στρατηγική».
Λιγότερες και ισχυρότερες
Αναφέρεται «ότι το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας απαιτεί λιγότερες σε αριθμό και ισχυρότερες τράπεζες, ώστε αυτές να είναι περισσότερο ανθεκτικές στις οικονομικές αναταράξεις. Τους επόμενους μήνες το τραπεζικό σύστημα θα αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις. Έχοντας ισχυρή κεφαλαιακή βάση, οι τράπεζες θα κληθούν να διαχειριστούν τις νέες τους δομές. Το γεγονός ότι πληθαίνουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια περιορίζει τις δυνατότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων να χορηγήσουν νέες πιστώσεις προς τις σχετικά υγιέστερες επιχειρήσεις ―ιδιαίτερα σε αυτές με μικρότερο μέγεθος―καθώς αποστερεί τις τράπεζες από χρηματοδοτικούς πόρους τους οποίους θα ανακύκλωναν», σημειώνεται.
Επίσης η ΤτΕ επισημαίνει ότι «οι προοπτικές για συνέχιση της επιστροφής καταθέσεων δεν εξαρτώνται μόνο από τις οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα, αλλά και από παράγοντες που επηρεάζουν τη συνοχή της ζώνης του ευρώ συνολικά. H πρόσφατη κρίση στην Κύπρο ενδέχεται να οδηγήσει σε γενικότερο περιορισμό της ελκυστικότητας των τραπεζικών καταθέσεων ως μέσου διακράτησης πλούτου. Ήδη τον Μάρτιο του 2013 παρατηρήθηκαν μικρές εκροές καταθέσεων από τις επιχειρήσεις, ενώ εκροές αναμένεται να καταγραφούν και για άλλες κατηγορίες καταθέσεων τον Απρίλιο.
Επισημαίνεται ότι οι ανησυχίες των καταθετών τροφοδοτήθηκαν αφενός από παρερμηνεία των δηλώσεων του προέδρου της Ευρωομάδας (Eurogroup) σχετικά με τα συμπεράσματα που μπορεί να εξαχθούν από το χειρισμό της κυπριακής κρίσης για τη μεθοδολογία επίλυσης μελλοντικών προβλημάτων στα τραπεζικά συστήματα άλλων κρατών-μελών και αφετέρου από τη χρονική μετάθεση της τελικής απόφασης για τη συγχώνευση των τραπεζών Εθνική και Eurobank.
Εκτιμάται ότι υπό την προϋπόθεση ότι θα σημειωθούν εκ νέου και σε συστηματική βάση εισροές καταθέσεων, οι τράπεζες θα τείνουν να αυξάνουν τη χορήγηση χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία, εφόσον βεβαίως παρουσιάζονται επιχειρηματικά σχέδια με εύλογες προοπτικές επιτυχίας και χωρίς υπερβολικό κίνδυνο. Για να υπάρξει πιστωτική επέκταση, πρέπει να εκδηλωθεί και επαρκής ζήτηση για τραπεζικά δάνεια από φερέγγυους δανειολήπτες, εξέλιξη που δεν είναι δεδομένη όσο το ΑΕΠ υποχωρεί.
Από την άλλη πλευρά, εάν επιτευχθεί αύξηση της τραπεζικής χρηματοδότησης, το αποτέλεσμα θα είναι ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας. Παράλληλα, η βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και η πρόοδος ως προς την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου είναι πιθανόν να ενισχύσουν την προθυμία των τραπεζών να χορηγούν πιστώσεις. Και τούτο διότι αυτές οι εξελίξεις θα βελτιώσουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση και το βαθμό φερεγγυότητας των υποψήφιων δανειοληπτών, περιορίζοντας έτσι τον πιστωτικό κίνδυνο για τις τράπεζες.
Αργεί ακόμη η ρευστότητα
Η ΤτΕ αναφέρει ότι η αποκατάσταση της ρευστότητας θα αργήσει εξηγώντας διεξοδικά τους λόγους. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι, λόγω της συνεχούς συρρίκνωσης των εισοδημάτων και της αύξησης των φορολογικών βαρών τα τελευταία έτη, το ύψος των ιδιωτικών αποταμιεύσεων που είναι εφικτό να συγκεντρωθεί πλέον στις τράπεζες για να διοχετευθεί σε δάνεια προς την πραγματική οικονομία έχει περιοριστεί. Επίσης, αν και έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες για κάποια διεύρυνση της πρόσβασης των τραπεζών στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, θα χρειαστεί να περάσει πολύς χρόνος ακόμη για να επανέλθει η άντληση διαθεσίμων από αυτή την πηγή στα προ της κρίσης επίπεδα.
«Τα παραπάνω αναδεικνύουν το γεγονός ότι η ανακεφαλαιοποίηση αποτελεί το σημείο εκκίνησης και μόνον της πορείας προς την αποκατάσταση της πιστοδοτικής δραστηριότητας των εγχώριων τραπεζών. Η πορεία αυτή θα είναι μακρά και η επιτυχής ολοκλήρωσή της δεν είναι δυνατόν αυτή τη στιγμή να θεωρείται δεδομένη, καθώς απαιτεί να συντρέξουν μια σειρά προϋποθέσεων».
Επόμενα βήματα
Σύμφωνα με την έκθεση, το ΤΧΣ προχωρεί στην αναδιάρθρωση των μεταβατικών πιστωτικών ιδρυμάτων (Νέο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, Νέα Proton Bank) με στόχο την πώλησή τους μέχρι τα μέσα Ιουλίου του 2013. Σε μερικούς μήνες το τραπεζικό σύστημα θα αποτελείται από έναν πολύ μικρότερο – σε σχέση με το σημείο έναρξης της κρίσης – αριθμό τραπεζών, ισχυρών και επαρκώς κεφαλαιοποιημένων.
Έτσι, θα εξαλειφθεί η πλεονάζουσα δυναμικότητα και θα αξιοποιηθούν οι συνέργειες και οι οικονομίες κλίμακας. Το υπό διαμόρφωση τραπεζικό σύστημα δημιουργεί επιπρόσθετες απαιτήσεις τόσο για τους εποπτευόμενους όσο και για τις αρχές.
Πρώτον, από τα τέλη Μαρτίου του 2013 ο ελάχιστος δείκτης Κύριων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων για τα πιστωτικά ιδρύματα αυξήθηκε σε 9% του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού τους. Δεύτερον, το αργότερο μέχρι τα μέσα Ιουλίου του 2013, η Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με το ΤΧΣ, το Υπουργείο Οικονομικών και την τρόικα, θα διαμορφώσει συνολική στρατηγική για τον τομέα των εμπορικών τραπεζών και μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου του 2013 για τον τομέα των συνεταιριστικών τραπεζών. Tρίτον, σύντομα θα ξεκινήσει η προετοιμασία για τη διενέργεια της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test), η οποία εκτιμάται ότι θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2013. Τέταρτον, πρόκειται να ζητηθεί από τις τράπεζες η τακτική (σε τριμηνιαία βάση) υποβολή σχεδίων χρηματοδότησης (funding plans) τα οποία θα αξιολογούνται ως προς την επάρκειά τους από την Τράπεζα της Ελλάδος. Τέλος, ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί και στη διαχείριση των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών (δηλαδή κυρίως δανείων σε καθυστέρηση). Στο πλαίσιο αυτό, θα αξιολογηθούν εναλλακτικοί τρόποι χειρισμού των εν λόγω στοιχείων ώστε να εξευρεθεί η πλέον βιώσιμη λύση σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.