Νέα εγκύκλιο προς τις εφορίες έστειλε το υπουργείο Οικονομικών ζητώντας να «ξεμπλοκάρουν» τις επιστροφές ΦΠΑ, αναφέροντας ότι το αργότερο μέχρι τις 13 Μαΐου θα πρέπει να έχουν εκταμιευτεί όλα τα ποσά ΦΠΑ τα οποία αφορούν υποθέσεις οι οποίες βάσει νόμου δεν ελέγχονται. Τέτοια περίπτωση βέβαια είναι όταν το ποσό δεν ξεπερνά τις 5.000 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό, το υπουργείο επιχειρεί να επιταχύνει τις διαδικασίες επιστροφής του ΦΠΑ σε εκατοντάδες χιλιάδες δικαιούχους. Στη μακροσκελή εγκύκλιο δίνονται επίσης διευκρινίσεις για μια σειρά ζητήματα που έχουν ανακύψει στο πλαίσιο της επιστροφής του φόρου.
Οι έφοροι από την άλλη πλευρά, επισημαίνουν ότι το πλαίσιο για τις επιστροφές είναι δαιδαλώδες, καθώς οι διαδικασίες φτιάχνονται πάνω στις αντοχές του Προϋπολογισμού, με αποτέλεσμα πολλές φορές να βρίσκονται μπροστά σε αλληλοαναιρούμενες εγκυκλίους. Επιπλέον, τονίζουν ότι πολλές φορές η ταχύτητα των επιστροφών βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τα ταμειακά διαθέσιμα των ΔΟΥ και όχι μόνο.
Πιο αναλυτικά, στην εγκύκλιο αναφέρονται τα εξής:
Σε συνέχεια της εγκυκλίου μας με αρ. πρωτ. Δ14Α 1049953 ΕΞ 20.3.2013 , και της ΑΥΟ ΠΟΛ.1067/3.4.2013 (ΦΕΚ 775 Β΄/3.4.2013), παρέχουμε διευκρινίσεις για την αντιμετώπιση προβλημάτων που παρουσιάστηκαν στην πράξη.
1. Με την παραπάνω ΑΥΟ ορίζεται ότι και για τις υφιστάμενες εκκρεμείς αιτήσεις επιστροφής δεν ισχύουν οι προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση της επιστροφής κατόπιν ελέγχου που ορίζονταν με προηγούμενες αποφάσεις.
Κατά συνέπεια η επιστροφή θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με την εγκύκλιό μας Δ14Α 1049953 ΕΞ 20.3.2013. Παράλληλα ορίζεται ότι εφεξής μπορούν να υποβάλλονται αιτήσεις επιστροφής για πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει σε κάθε περιοδική δήλωση ΦΠΑ, ανεξάρτητα από τις πράξεις βάσει των οποίων προκύπτει το πιστωτικό υπόλοιπο και ανεξάρτητα επίσης από το εάν το πιστωτικό υπόλοιπο έχει δημιουργηθεί στη φορολογική περίοδο για την οποία υποβάλλεται η αίτηση ή σε προηγούμενες φορολογικές περιόδους με την επιφύλαξη της παραγραφής τους. Για τις αιτήσεις που εκκρεμούν ανεξάρτητα εάν πρόκειται να επιστραφούν με ή χωρίς τη διενέργεια ελέγχου, δεν ελέγχεται επίσης η υπέρβαση του ορίου λόγω πραγματοποίησης συγκεκριμένων πράξεων, ούτε ο χρόνος κατά τον οποίο δημιουργήθηκε το πιστωτικό υπόλοιπο.
2. Όσον αφορά τη διαχείριση αιτήσεων του πρώτου αρχείου (επιστροφή χωρίς τη διενέργεια ελέγχου), διευκρινίζουμε τα εξής:
α) Στην περίπτωση που για τον ίδιο υποκείμενο στο φόρο και για την ίδια διαχειριστική περίοδο, περιλαμβάνονται αιτήσεις τόσο στο πρώτο αρχείο όσο και στο τρίτο αρχείο (επιστροφή κατόπιν ελέγχου), για όλες τις αιτήσεις η επιστροφή θα πραγματοποιείται μετά τη διενέργεια προσωρινού ελέγχου για όλες τις φορολογικές περιόδους της ίδιας διαχειριστικής περιόδου. Στην περίπτωση αυτή στις αιτήσεις που περιλαμβάνονται στο πρώτο αρχείο θα σημειώνεται η ένδειξη «διενέργεια προσωρινού ελέγχου». Σε περίπτωση που οι δύο αιτήσεις αφορούν διαφορετική διαχειριστική περίοδο η αίτηση που περιλαμβάνεται στο πρώτο αρχείο διεκπεραιώνεται χωρίς έλεγχο.
β) Ως σοβαρή παραβατική ή άλλη συμπεριφορά, η οποία θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του δημοσίου νοείται κάθε παράβαση που αναφερόταν στις διατάξεις των παραγράφων 3, 4 ή 6 του άρθρου 30 του Π.Δ. 186/1992 ή παράβαση μη επίδειξης βιβλίων ή στοιχείων καθώς και η ύπαρξη κάθε επιβαρυντικού στοιχείου από το οποίο προκύπτει αναμφισβήτητα η μη έκδοση ή μη λήψη ή έκδοση ή λήψη ανακριβούς στοιχείου ή η έκδοση ή λήψη εικονικού φορολογικού στοιχείου ή νόθευση τέτοιου στοιχείου. Για την εν λόγω εκτίμηση θα λαμβάνονται υπόψη ενδεχόμενα δελτία πληροφοριών, εκθέσεις ΦΠΑ, από άλλες Δ.Ο.Υ. ή το ΣΔΟΕ που δεν έχουν καταχωρηθεί στο σύστημα, καθώς και το ετήσιο πιστοποιητικό της παρ. 5 του άρθρου 82 του Κ.Φ.Ε (ν. 2238/1994). Όσον αφορά τον έλεγχο των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, σας γνωρίζουμε ότι έχει γίνει εκτίμηση σχετικά με συναλλαγές μεταξύ «επικίνδυνων» επιχειρήσεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν παρόλα αυτά η Δ.Ο.Υ. διαθέτει στοιχεία για σοβαρή απόκλιση των δεδομένων των συναλλαγών αυτών, μπορεί να προτείνει τον έλεγχο πριν την επιστροφή, επισημαίνοντας ότι η διαδικασία αυτή δεν πρέπει να καθυστερήσει τη διαδικασία για την άμεση επιστροφή των αιτήσεων χωρίς έλεγχο.
3. Όσον αφορά τη διαχείριση του δεύτερου αρχείου που αφορά στις υποθέσεις που είναι ενδεχόμενο να έχουν παραγραφεί, διευκρινίζουμε τα εξής:
α) Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 57 του Κώδικα ΦΠΑ, η παραγραφή του δικαιώματος επιστροφής ΦΠΑ επέρχεται μετά την πάροδο τριών ετών από την ημερομηνία υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης που αφορά τη διαχειριστική περίοδο εντός της οποίας γεννήθηκε το δικαίωμα έκπτωσης ή την προθεσμία εμπρόθεσμης υποβολής στην περίπτωση εκπρόθεσμης ή μη υποβολής εκκαθαριστικής δήλωσης ΦΠΑ. Κατά συνέπεια αιτήσεις που έχουν υποβληθεί κατά τη διάρκεια της διαχειριστικής περιόδου μπορούν να θεωρηθούν παραγεγραμμένες μετά την πάροδο τριετίας από την υποβολή ή την προθεσμία εμπρόθεσμης υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης για τη συγκεκριμένη διαχειριστική περίοδο. Στην περίπτωση που η αίτηση επιστροφής υποβληθεί μετά την καταληκτική προθεσμία εμπρόθεσμης υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης, η αίτηση αυτή διακόπτει την παραγραφή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση β΄ του άρθρου 93 του ν.2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄/27.11.1995), όπως ισχύει.
β) Επίσης με τις ίδιες διατάξεις προβλέπεται ότι η αξίωση κατά του Δημοσίου προς επιστροφή φόρου αναβιώνει από της κοινοποιήσεως πράξεως προσδιορισμού του φόρου, για ίσο χρόνο, εφόσον έχει υποβληθεί αίτημα προς επιστροφή πριν το χρόνο παραγραφής της αξίωσης και συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής, χωρίς να ικανοποιηθεί ή να απορριφθεί αιτιολογημένα το αίτημα από υπαιτιότητα του Δημοσίου. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση που δεν υπάρχει δικαστική διένεξη, ως οριστικά παραγεγραμμένες θεωρούνται οι αιτήσεις επιστροφής που αφορούν διαχειριστικές περιόδους οι οποίες θεωρούνται ως περαιωμένες και για τις οποίες δεν μπορεί να κοινοποιηθεί πράξη προσδιορισμού σύμφωνα με το άρθρο 57. παρ. 1 έως και 3 του Κώδικα ΦΠΑ.
Για τις υποθέσεις των αιτήσεων που έχουν περαιωθεί με ειδικές διατάξεις αναφέρονται τα εξής:
i. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του ν.3888/2010 και τις οδηγίες που δόθηκαν με την εγκύκλιο διαταγή ΠΟΛ.1147/27.10.2010 προβλέπεται ότι η αποδοχή του περιεχομένου του Εκκαθαριστικού Σημειώματος του ως άνω άρθρου και νόμου και η εξόφληση της συνολικής οφειλής που αναγράφεται σε αυτό εξομοιώνεται με κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πράξεων με ταυτόχρονο συμβιβασμό και επιφέρει όλα τα αποτελέσματα της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς.
Περαιτέρω με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του ν.3888/2010 προβλέπεται ότι οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Κ.Φ.Ε. και της παραγράφου 3 του άρθρου 49 του Κώδικα Φ.Π.Α έχουν εφαρμογή και επί των υποθέσεων που περαιώνονται με τις διατάξεις των άρθρων 1-13 του ν.3888/2010 με την διαδικασία που προβλέπεται από το νόμο αυτό.
Επίσης με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν.3888/2010 και τις οδηγίες που δόθηκαν με την εγκύκλιο διαταγή ΠΟΛ.1147/27.10.2010 προβλέπεται ότι το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από την εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. της τελευταίας περαιωμένης χρήσης, το οποίο έχει μεταφερθεί στην επόμενη ανέλεγκτη χρήση, συνεχίζει παρά την επελθούσα περαίωση να υπόκειται σε προσωρινό έλεγχο ως προς τις φορολογικές ή διαχειριστικές περιόδους στις οποίες γεννήθηκε ή από τις οποίες προέρχεται, εφόσον υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που το αιτούμενο προς επιστροφή ποσό Φ.Π.Α. υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ.
Εφόσον το προς επιστροφή ποσό είναι μικρότερο ή ίσο των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ επιστρέφεται χωρίς έλεγχο.
ii. Περαιτέρω οι διατάξεις του άρθρου 7 του ν.3259/2004 όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν.3697/2008 προέβλεπαν ότι η διαδικασία επιστροφής κατά τις κείμενες διατάξεις (σχετ. Α.Υ.Ο.Ο. ΠΟΛ.1073/21.7.2004) των εκκρεμών αιτημάτων επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. προηγείται της περαίωσης της υπόθεσης.
Επίσης με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν.3259/2004 όπως ίσχυσε μετά τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν.3697/2008 προβλεπόταν ότι η αποδοχή του Εκκαθαριστικού Σημειώματος συνεπάγεται την αυτόματη περαίωση όλων των δηλώσεων εισοδήματος και λοιπών φόρων, κατά το άρθρο 7 που αφορούν τις χρήσεις αυτές και επιφέρει όλα τα αποτελέσματα της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Κ.Φ.Ε. και της παραγράφου 3 του άρθρου 49 του Κώδικα Φ.Π.Α. έχουν εφαρμογή και επί των υποθέσεων που περαιώθηκαν με τις ως άνω διατάξεις.
iii. Οι διατάξεις της παραγράφου 7 του ν.3259/2004 πριν την τροποποίηση με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν.3697/2008 δεν αντιμετωπίζουν με κάποιο ειδικό τρόπο τα αιτήματα επιστροφής Φ.Π.Α. για τις υποθέσεις που περαιώνονται (μέχρι και τη χρήση 2002).
Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Κ.Φ.Ε. και της παραγράφου 3 του άρθρου 49 του Κώδικα Φ.Π.Α. έχουν εφαρμογή και επί των υποθέσεων αυτών.
iv. Τέλος με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 3296/2004, όπως ισχύει προβλέπεται ότι, οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α. επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών, κατά τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο, δεν ελέγχονται ως προς τα δηλούμενα εισοδήματα και ποσά Φ.Π.Α. από την άσκηση της εκμετάλλευσης της επιχείρησης ή του ελευθέριου επαγγέλματος, με εξαίρεση τις δηλώσεις που εμπίπτουν στο δείγμα της παραγράφου 7 του άρθρου 17 και θεωρούνται περαιωθείσες ως ειλικρινείς για τα εισοδήματα και τα ποσά αυτά, εφόσον δηλώνονται ακαθάριστα έσοδα και καθαρά κέρδη, καθώς και τυχόν διαφορές εκροών στο Φ.Π.Α., κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15 με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στην περίπτωση ε΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 15 του ν.3296/2004, όπως ισχύει.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 17 του ιδίου ως άνω νόμου, όπως ισχύει, προβλέπεται ότι με Απόφαση Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος επιλογής δείγματος δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος που υποβάλλονται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17, οι οποίες ελέγχονται ως προς τα δηλούμενα εισοδήματα.
Επίσης με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του ν. 3296/2004 ορίζεται ότι οι διατάξεις των παραγράφων 2 του άρθρου 68 του ν.2238/1994 και 3 του άρθρου 49 του ν.2859/2000 περί έκδοσης και κοινοποίησης συμπληρωματικών φύλλων ελέγχου ή πράξεων, έχουν εφαρμογή και για τις περαιούμενες κατά τα άρθρα 13 έως και 16 δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, Φ.Π.Α. και λοιπών φορολογιών. Ύστερα από τα ανωτέρω αν κάποια υπόθεση δεν εμπίπτει στο δείγμα έχει περαιωθεί ως ειλικρινής σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 13-17 του ν.3296/2004 όπως ισχύει.
4. Για περιπτώσεις ύπαρξης εκκρεμών αιτήσεων επιστροφής οι οποίες δεν έχουν καταχωρηθεί στο σύστημα TAXIS μέχρι 15.3.2013 και κατά συνέπεια δεν περιλαμβάνονται στα αρχεία που έχουν αποσταλεί στις Δ.Ο.Υ., διευκρινίζουμε τα εξής:
α) Οι εν λόγω αιτήσεις πρέπει να καταχωρηθούν άμεσα στο σύστημα TAXIS, προκειμένου να συμπεριληφθούν σε επόμενη αποστολή αρχείων από τη ΓΓΠΣ. Σε περίπτωση που οι εν λόγω αιτήσεις έχουν υποβληθεί στην αρμόδια για τον έλεγχο Δ.Ο.Υ. και όχι στην αρμόδια για την επιστροφή Δ.Ο.Υ., οι αιτήσεις αυτές θα πρέπει να αποσταλούν στην αρμόδια για την επιστροφή Δ.Ο.Υ., προκειμένου να καταχωρηθούν στο σύστημα TAXIS. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που η αρμόδια για την επιστροφή Δ.Ο.Υ. έχει διαβιβάσει αιτήσεις επιστροφής στην αρμόδια για τον έλεγχο Δ.Ο.Υ. καθώς και στην περίπτωση που αλλάζει η αρμόδια Δ.Ο.Υ π.χ. λόγω κύκλου εργασιών του υποκείμενου και η παλαιά αρμόδια Δ.Ο.Υ έχει διαβιβάσει την αίτηση επιστροφής στην νέα αρμόδια Δ.Ο.Υ., χωρίς οι αιτήσεις αυτές να έχουν καταχωρηθεί στο σύστημα TAXIS.
β) Επισημαίνεται ότι στο εξής αιτήσεις επιστροφής πρέπει να υποβάλλονται αποκλειστικά και μόνο στην ΔΟΥ η οποία είναι αρμόδια για την παραλαβή της δήλωσης την οποία αφορά το αίτημα επιστροφής. Οι αιτήσεις, μετά την καταχώρησή τους στο σύστημα TAXIS, αποστέλλονται στην αρμόδια για τον έλεγχο Δ.Ο.Υ. μόνο στην περίπτωση που απαιτείται έλεγχος πριν την επιστροφή, σύμφωνα με τα αρχεία που θα αποστέλλονται από τη ΓΓΠΣ, ή ο αρμόδιος Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. κρίνει ότι πρέπει να πραγματοποιηθεί και ενημερώνει σχετικά τη Δ/νση Επιχειρησιακού Σχεδιασμού. Στη συνέχεια η υπόθεση επιστρέφεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία της επιστροφής.
Στην περίπτωση αιτήσεων που δεν έχουν μεν καταχωρηθεί από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., αλλά έχουν ήδη διεκπεραιωθεί, δεν θα γίνει καμία ενέργεια.
5. Εκκρεμείς αιτήσεις επιστροφής που περιλαμβάνονται στο πρώτο αρχείο «άμεση επιστροφή», οι οποίες έχουν διαβιβαστεί στην αρμόδια για τον έλεγχο Δ.Ο.Υ. επιστρέφονται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. για την άμεση επιστροφή, με την προϋπόθεση ότι δεν έχει αρχίσει ο έλεγχος και δεν εκτιμάται η ανάγκη διενέργειας ελέγχου πριν την επιστροφή από τους προϊσταμένους και των δύο Δ.Ο.Υ., κατόπιν επικοινωνίας τους.
6. Στην περίπτωση εμφανιζόμενων ως εκκρεμών αιτήσεων επιστροφής, οι οποίες όμως έχουν πράγματι διεκπεραιωθεί, θα πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες ώστε οι εν λόγω αιτήσεις να μη συνεχίσουν να εμφανίζονται ως εκκρεμείς, ως εξής:
α) Στην περίπτωση που η αίτηση έχει διεκπεραιωθεί και η απόφαση και το ΑΦΕΚ έχουν καταχωρηθεί στο υποσύστημα εσόδων TAXIS πρέπει να καταχωρηθεί στο υποσύστημα ΦΠΑ TAXIS απόρριψη της αίτησης με αναγραφή του λόγου αυτού. Ειδικά στην περίπτωση που η απόφαση και το ΑΦΕΚ έχουν εκδοθεί από την αρμόδια για τον έλεγχο Δ.Ο.Υ. μέσω του υποσυστήματος εσόδων TAXIS, αυτή υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα την αρμόδια για την επιστροφή Δ.Ο.Υ. προκειμένου η τελευταία να προβεί στην απόρριψη των συγκεκριμένων αιτήσεων στο υποσύστημα ΦΠΑ.
β) Στην περίπτωση που αιτήσεις έχουν διεκπεραιωθεί χωρίς επιστροφή, λόγω έκδοσης πράξης προσδιορισμού με μηδενικό αποτέλεσμα ή με ποσό βεβαίωσης και στο υποσύστημα TAXIS ΦΠΑ έχουν καταχωρηθεί οι πληροφορίες αυτές (το ποσό της βεβαίωσης ή η ένδειξη «χωρίς ποσά επιστροφής/βεβαίωσης») η αρμόδια Δ.Ο.Υ. δεν θα κάνει καμία περαιτέρω ενέργεια.
7. Σε περίπτωση ύπαρξης εκκρεμών αιτήσεων επιστροφής που έχουν καταχωρηθεί στο σύστημα TAXIS έως τις 15.3.2013 και δεν εμφανίζονται στα αρχεία της ΓΓΠΣ, θα πρέπει να διερευνηθεί από την ΔΟΥ η αιτία του γεγονότος αυτού, και να γίνει η κατάλληλη διόρθωση, π.χ. λάθος καταχώρησης δεδομένων, κλπ. Σε κάθε άλλη περίπτωση, μετά από επικοινωνία με την ομάδα TAXIS-ΦΠΑ θα στέλνεται αναφορά προβλήματος στην ΓΓΠΣ προκειμένου η συγκεκριμένη αίτηση να εμφανιστεί σωστά στις επόμενες καταστάσεις.
8. Επισημαίνεται ότι η αρμόδια Δ.Ο.Υ. επιστροφής υποχρεούται να διενεργεί την επιστροφή με βάση το αντίγραφο της έκθεσης ελέγχου που διαβιβάζεται από τη Δ.Ο.Υ. ελέγχου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 6 της εγκυκλίου ΠΟΛ.1167/23.7.2012. Η καταλογιστική πράξη προσδιορισμού εκδίδεται από την αρμόδια ελεγκτική αρχή. Σημειώνεται ότι η πράξη προσδιορισμού του φόρου πρέπει να καταχωρείται στο σύστημα TAXIS στην αρμόδια για την παραλαβή του αιτήματος επιστροφής ΔΟΥ, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση της επιστροφής.
9. Η επιστροφή που αφορά αιτήσεις που περιλαμβάνονται στο πρώτο αρχείο πραγματοποιείται χωρίς έλεγχο για το 100% του αιτούμενου ποσού. Λαμβάνοντας υπόψη ότι, με βάση την ΑΥΟ ΠΟΛ.1073/21.7.2004, το μηχανογραφικό σύστημα του TAXIS δεν επιτρέπει την έκδοση ΑΦΕΚ για το 100% του αιτούμενου προς επιστροφή ποσού χωρίς έλεγχο και μέχρι την προσαρμογή της εν λόγω μηχανογραφικής εφαρμογής, η χωρίς έλεγχο επιστροφή μπορεί να πραγματοποιείται με την έκδοση δύο αποφάσεων και ΑΦΕΚ, κατά 90% και 10%, αντίστοιχα, τα οποία πρέπει να εκδίδονται ταυτόχρονα. Αν έχουν καταχωρηθεί αιτήσεις με τρόπο επιστροφής 100% μετά από έλεγχο και περιλαμβάνονται στο πρώτο αρχείο, θα ανακτούνται και θα μεταβάλλεται ο τρόπος επιστροφής σε 90% (και 10%) χωρίς έλεγχο.
10. Έως ότου υλοποιηθεί η υποβολή της αίτησης επιστροφής με ηλεκτρονικό τρόπο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ΑΥΟ ΠΟΛ.1090/2.4.2012, θα χρησιμοποιείται η εφαρμογή της ΑΥΟ ΠΟΛ.1073/21.7.2004 για την καταχώρηση των αιτήσεων οι οποίες θα καταχωρούνται στο υποσύστημα ΦΠΑ TAXIS με τρόπο επιστροφής 90%. Στην περίπτωση που οι αιτήσεις προωθούνται προς έλεγχο βάσει αξιολόγησης οι αιτήσεις θα ανακτούνται και θα μεταβάλλεται ο τρόπος επιστροφής σε 100% μετά από έλεγχο.
11. Σημειώνεται ότι στα αρχεία που απεστάλησαν με βάση την εγκύκλιο Δ14 1049953 ΕΞ 2013/20.3.2013, δεν περιλαμβάνονται εκκρεμότητες επιστροφής του 10%, στην περίπτωση που έχει ήδη επιστραφεί το 90% του αιτούμενου ποσού, για το λόγο αυτό θα ακολουθήσει αποστολή νέου αρχείου στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ.
12. Επισημαίνεται τέλος η ανάγκη άμεσης διεκπεραίωσης των αιτήσεων επιστροφής χωρίς έλεγχο. Προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να τηρηθούν οι εξής προθεσμίες: α) Μέχρι 23.4.13 πρέπει να ενημερωθεί η Δ/νση Επιχειρησιακού Σχεδιασμού για τις υποθέσεις που περιλαμβάνονται στο πρώτο αρχείο, για τις οποίες ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. κρίνει απαραίτητο τον έλεγχο πριν την επιστροφή. β) Μέχρι 30.4.13 πρέπει να έχουν εκδοθούν τα ΑΦΕΚ για τις αιτήσεις επιστροφής χωρίς έλεγχο.
γ) Μέχρι 13.5.13 πρέπει να έχουν εκκαθαριστεί τα ανωτέρω ΑΦΕΚ και να έχουν εκταμιευτεί τα οφειλόμενα ποσά.
Σημειώνεται ότι η εξέλιξη των ανωτέρω εργασιών θα παρακολουθείται κεντρικά σε καθημερινή βάση.