Την ώρα που οι ΗΠΑ βρίσκονται σε κρίση και η Ευρώπη πολεμάει να ξεφύγει από τα χρέη, στην άλλη άκρη του πλανήτη δημιουργούνται δύο νέες υπερδυνάμεις. Στην Κίνα και την Ινδία ζει το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ η οικονομική τους ανάπτυξη τις κατατάσσει ήδη ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Όταν πριν λίγες εβδομάδες ο διευθυντής του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρος-Καν βρέθηκε στο Νέο Δελχί, δεν μπόρεσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του για την ανάπτυξη που παρουσιάζει η Ινδία και τα τεράστια βήματα προόδου που έχει κάνει. Μάλιστα, ο Γάλλος αξιωματούχος δεν δίστασε να δηλώσει πως «πράγματι η Ινδία έχει γίνει οικονομική υπερδύναμη». Μπορεί να πρόκειται για υπερβολή, αλλά η δήλωση αυτή αντικατοπτρίζει κάτι που οι περισσότεροι οικονομολόγοι περιμένουν ότι θα γίνει μέσα στις επόμενες δεκαετίες: Η Ινδία θα αναδειχθεί σε μία από τις κορυφαίες οικονομικές υπερδυνάμεις του πλανήτη.
Η Κίνα και η Ινδία θεωρούνται ως οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις του 21ου αιώνα. Την ίδια στιγμή που οι ΗΠΑ βρίσκονται αντιμέτωπες με την οικονομική τους κρίση και η Ε.Ε. προσπαθεί να διασώσει ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης από την πτώχευση, οι δύο ασιατικές χώρες καταρρίπτουν συνεχώς τα ρεκόρ: Η Κίνα χορηγεί περισσότερα δάνεια απ’ ότι η Παγκόσμια Τράπεζα, ενώ Πεκίνο και Νέο Δελχί ετοιμάζουν ένα σύμφωνο εμπορικής συνεργασίας αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Την ίδια στιγμή η Ινδία πραγματοποίησε στην Airbus τη μεγαλύτερη παραγγελία αεροσκαφών στην ιστορία της πολιτικής αεροπορίας.
Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs εκτιμά ότι το 2030 η Ινδία θα είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου μετά την Κίνα και τις ΗΠΑ και θα προηγείται με διαφορά από τις οικονομίες της Βραζιλίας, της Ιαπωνίας, της Ρωσίας και της Γερμανίας. Επιπλέον, οι ειδικοί εκτιμούν ότι οι δύο ασιατικές χώρες θα κάνουν πραγματικό αγώνα δρόμου. «Το σπριντ του αιώνα» το ονομάζει ο Economist.
Τεράστιες επενδύσεις στις υποδομές
Ένα σημαντικό πλεονέκτημα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας είναι η δυνατότητά τους να παράγουν τα πάντα. Η Ινδία από την άλλη πλευρά δεν διαθέτει βιομηχανική βάση. Η κινητήριος δύναμη της οικονομίας της είναι η παροχή υπηρεσιών, που παράγει πάνω από το 50% του ΑΕΠ, αλλά την ίδια στιγμή δεν ενδείκνυται για μαζική εργασία. Επιπλέον, η διάσημη ελίτ στον τομέα των Η/Υ αποτελεί μόνο ένα απειροελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού της χώρας, που φτάνει τα 1.214.464.000 κατοίκους.
Η διαφορά αυτή είναι ιδιαίτερα αισθητή στο εμπορικό ισοζύγιο. Ενώ η Κίνα είναι πρωταθλήτρια των εξαγωγών χάρη στα μεγάλα και σύγχρονα αεροδρόμια και λιμάνια, η Ινδία ακολουθεί ασθμαίνοντας. Η Λαϊκή Δημοκρατία αποκομίζει κέρδη επειδή έχει πραγματοποιήσει μεγάλες επενδύσεις στις υποδομές, που διασφαλίζουν το μέλλον της ανάπτυξης.
Η Ινδία την ίδια στιγμή πλήττεται από τη γραφειοκρατία, ενώ οι δημοκρατικές διαδικασίες καθυστερούν πολλά έργα και σχέδια. Η κυβέρνηση στο Πεκίνο από την πλευρά της μπορεί να πραγματοποιήσει όλα τα σχέδιά της χωρίς να έχει προηγηθεί κανένας διάλογος. Ο πρόεδρος της Κίνας, Χου Ζιντάο, μπορεί να αλλάξει τη ροή των ποταμών και να χτίσει καινούργιες πόλεις, χωρίς να αναμειχθεί κάποιος γραφειοκράτης ή να υπάρχει κάποιο νομικό κώλυμα. Είναι το καλύτερο παράδειγμα για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα.
Στον αντίλογο, μπορεί η δημοκρατία της Ινδίας να αναπτύσσεται πιο αργά, ωστόσο μακροπρόθεσμα θα έχει πιο στέρεες βάσεις. Μάλιστα, οι ειδικοί εκτιμούν ότι στους μεγαλύτερους κινδύνους για την Κίνα, είναι η πιθανότητα αναταραχών των πληθυσμών και μειονοτήτων.
Ινδία και Κίνα ανταγωνίζονται στο ποσοστό ανάπτυξης, ωστόσο το Νέο Δελχί υπολείπεται του Πεκίνου σε πολλούς τομείς. Μάλιστα, σε πολλά σημεία η Ινδία βρίσκεται σε πολύ άσχημη θέση, όπως για παράδειγμα στην παιδεία. Μπορεί οι απόφοιτοι των πανεπιστημίων του Μουμπάι ή της Μπανγκαλόρ να διαθέτουν μία εξαιρετική επιστημονική εκπαίδευση και κατάρτιση, ωστόσο την ίδια στιγμή το ένα τρίτο των Ινδών (37%) δεν ξέρει καν να διαβάζει και να γράφει. Αντιθέτως μόλις το 6% των Κινέζων είναι αναλφάβητοι.
350 εκατ. άνθρωποι με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα
Εκτός από τα ανθρώπινα δικαιώματα η Ινδία αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα και σε επίπεδο ζωής. Περίπου 350 εκατομμύρια Ινδοί ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα. Η Ινδία χρειάζεται επειγόντως επενδύσεις και μεγαλύτερα ποσοστά ανάπτυξης προκειμένου να ξεπεράσει τη μαζική φτώχεια, που πλήττει τον πληθυσμό της. Επικριτές όμως της Ινδίας, υποστηρίζουν ότι τα προβλήματα δεν θα επιτρέψουν τη χώρα να φτάσει την Κίνα ούτε σε είκοσι χρόνια.
Το αισιόδοξο σενάριο ότι μεγάλα ποσοστά αύξησης πληθυσμού θα τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, προσκρούει στην προειδοποίηση ότι κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση των τιμών των τροφίμων, απειλώντας με πείνα τους Ινδούς και με το ξέσπασμα βίας.
Στον αντίποδα βρίσκεται η Κίνα, της οποίας ο πληθυσμός κινδυνεύει να γεράσει, ως αποτέλεσμα της πολιτικής του ενός παιδιού. Στο χειρότερο σενάριο, η Κίνα δεν θα έχει πλέον στη διάθεσή της φθηνό εργατικό δυναμικό. Ήδη σήμερα, πολλοί περιπλανώμενοι εργάτες προτιμούν να μένουν στο εσωτερικό της χώρας, από το να μετακομίσουν στις μεγα-πόλεις των ακτών. Μάλιστα, εάν χρειαστεί οι εταιρείες να προσφέρουν υψηλότερους μισθούς, για να προσελκύσουν εργάτες, τότε τα κινεζικά προϊόντα θα ακριβύνουν, δυσχεραίνοντας τις εξαγωγές της χώρας.
Παρόλα αυτά, το πρόβλημα αυτό είναι πολύ σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Κίνα και Ινδία αποτελούν το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού, κάτι που δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς, αλλά ούτε και να εκτιμήσουμε πόσο σοβαρό είναι το θέμα.
Εν τω μεταξύ, η Κίνα και η Ινδία απέχουν πολύ από το να δημιουργήσουν ένα κοινό μπλοκ. Οι δύο χώρες έχουν ακόμη άλυτες συνοριακές διαφορές, μετά τη νίκη της Κίνας στον πόλεμο του 1962. Επιπλέον, το Πεκίνο δυσαρεστείται από την παρουσία του εξόριστου Δαλάι Λάμα στην Ινδία. Ο ανταγωνισμός των δύο χωρών είναι υπαρκτός και ίσως είναι η μόνη δυνατότητα για τις δύο χώρες να παραμείνουν στο παιχνίδι.