Βρισκόμαστε σε περίοδο έντονων ανακατατάξεων, πρωτοφανών για την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Ποιες είναι οι επιπτώσεις αυτής της ύφεσης για την ελληνική ασφαλιστική αγορά;
Η Ελλάδα, έχοντας υποστεί μια μείωση του ΑΕΠ της τάξης του 20-25% τα τελευταία 6 χρόνια, βιώνει μια βαθιά ύφεση που μας έχει σημαδέψει όλους. Παρόλα αυτά πρέπει να σημειώσουμε ότι σε επίπεδο μακροοικονομικών στοιχείων, στο πρωτογενές πλεόνασμα, στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών κ.λπ., βλέπουμε κάποια σαφή σημεία βελτίωσης τα οποία εμένα προσωπικά με κάνουν να αισιοδοξώ για το μέλλον. Όταν πάμε όμως στην αγορά μας, έχουμε μια άμεση συνέπεια της κρίσης.
Μια από τις στρεβλώσεις που επικρατούσε στην Ελλάδα τις περασμένες δεκαετίες, είναι ότι είχαμε ένα κοινωνικό κράτος το οποίο παρείχε ποσοτικά υψηλές ασφαλιστικές καλύψεις σε σχετικά χαμηλές τιμές. Το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων για παράδειγμα, ήταν το υψηλότερο στην Ευρώπη και έφτανε το 95,7%, τη στιγμή που στις χώρες του ΟΟΣΑ δεν ξεπερνά το 60% κατά μέσο όρο. Αλλά και στην υγεία είχαμε υψηλές καλύψεις με χαμηλές τιμές. Η ασφάλιση έχει δύο παρόχους: τον κοινωνικό και τον ιδιωτικό. Ας ονομάσουμε την κοινωνική ασφάλιση «Κράτος Ασφαλιστική».
Με την κρίση, πρακτικά έγινε ένας έλεγχος αποθεμάτων και κεφαλαιακός έλεγχος στην «Κράτος Ασφαλιστική» που απέδειξε πως υστερεί και σε κεφάλαια και σε αποθέματα για τις παροχές που δίνει και για τις τιμές που χρεώνει. Το κράτος που μέχρι σήμερα «εξοστράκιζε» την ιδιωτική ασφάλιση – γιατί αν εγώ παίρνω θαυμάσια σύνταξη και επαρκή ιατρική περίθαλψη με χαμηλό κόστος γιατί να πάω να αγοράσω ιδιωτικά – πλέον αδυνατεί να συνεχίσει να προσφέρει τις ίδιες παροχές. Αυτό είναι σε έναν βαθμό μία εξήγηση του γιατί τα ασφάλιστρα ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι στην Ελλάδα στο 2%, τη στιγμή που ο Ευρωπαϊκός Μέσος Όρος είναι στο 9%. Αυτή η συγκυρία όμως, και δεν επιχαίρω γι’ αυτό, τελείωσε. Η Κράτος Ασφαλιστική δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί με επάρκεια στις ανάγκες του μέλλοντος. Επομένως, ειδικά στους τομείς των συντάξεων και στους τομείς της υγείας πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις και στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό δίνει προοπτικές στο χώρο μας για να μεγαλώσει.
Πού πηγαίνει η αγορά λοιπόν;
Οι συντάξεις θα καταρρεύσουν. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Το 1970 ο μέσος Έλληνας είχε προσδόκιμο ζωής τα 71 χρόνια και έβγαινε στη σύνταξη στα 67. Είχε λοιπόν μέσο προσδόκιμο σύνταξης, να είναι συνταξιούχος δηλαδή, 4 χρόνια. Το 2011 είχε προσδόκιμο ζωής 78 χρόνια και έβγαινε στη σύνταξη κατά μέσο όρο στα 62. Άρα ζει ως συνταξιούχος περί τα 16 χρόνια. Έχεις λοιπόν να χρηματοδοτήσεις 16 χρόνια σύνταξη. Η πρόοδος της ιατρικής επιστήμης, η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η ποιότητα της ζωής που κάνουμε θα συνεχίσουν να αυξάνουν το προσδόκιμο ζωής. Η συντάξιμη ηλικία λοιπόν, θα αρχίσει να ανεβαίνει; Θα μείνει ίδια; Θα κατέβει; Να κατέβει δεν μπορεί, γιατί τα κρατικά ταμεία δεν έχουν τους πόρους να χρηματοδοτήσουν τόσα συντάξιμα χρόνια. Είναι επομένως σαφές πως δεν αρκεί η «τακτοποίηση» του πρώτου πυλώνα, γιατί ο πρώτος πυλώνας είναι αναδιανεμητικός. Αν θέλω να είμαι συνταξιούχος 16 χρόνια, ενώ ο πατέρας μου ήταν συνταξιούχος 4 χρόνια μέχρι να πεθάνει, πρέπει να βάλω λεφτά στην άκρη τώρα. Ως κοινωνία. Άρα χρειάζομαι ένα δεύτερο πυλώνα συντάξεων, κεφαλαιοποιητικό.
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ του αναδιανεμητικού και του κεφαλαιοποιητικού;
Η συνέχεια στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού Ασφαλιστικό Marketing