Του Βασίλειου Χαρδαλιά*
Η αναζήτηση της ιστορικής διαδρομής της έννοιας της ασφάλισης οδηγεί σε προϊστορικούς χρόνους. Στη δημιουργία και τη φιλοσοφία ασφαλιστικής έννοιας, διαπιστώνουμε για μία ακόμη φορά τη συμμετοχή, των αρχαίων προγόνων μας στον οικονομικό αυτόν τομέα της κοινωνίας των ανθρώπων.
Το πλούσιο αυτό ιστορικό υλικό δεν αποτελεί αντικείμενο αυτής της προσπάθειας. Περιληπτικά θα αναφερθούν κάποια βασικά στοιχεία για να γίνει κατανοητή η σημαντικότητα της Ασφάλισης στην εμπέδωση και εξέλιξη των κοινωνιών.
Η έννοια της Ασφάλισης διαμορφώνεται στους προϊστορικούς χρόνους , όταν οι άνθρωποι ενστικτωδώς άρχισαν να καταφεύγουν στη δημιουργία ομάδων, την πρωτογενή δηλαδή μορφή κοινωνίας, προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά τους κοινούς κινδύνους που τους απειλούσαν. Ασφαλώς υπήρξαν και άλλα κίνητρα για την ομαδοποίηση των ανθρώπων. Η όσον το δυνατόν όμως καλύτερη ομαδική αντιμετώπιση των κινδύνων, δηλαδή η περιστολή των ζημιών, είτε αυτές ήταν ανθρώπινες, είτε υλικές και η αποκατάσταση αυτών υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας. Μέσα από αυτήν την εξέλιξη της πρωτογενούς κοινωνίας, γίνεται φανερή η γέννηση της έννοιας της ασφάλισης, που εκφράζεται και πραγματώνεται μέσα από την ομαδοποίηση των ατόμων και τον καταμερισμό ευθυνών και καθηκόντων μεταξύ των μελών της όποιας ομάδας.
Μετά την πρώτη αυτή ίσως ασαφή και μάλλον συμπερασματική έννοια και λειτουργία της ασφάλισης, εμφανίζεται μία πιο συγκεκριμενοποιημένη εικόνα κατά τους χρόνους ακμής των Βαβυλωνίων, των Φοινίκων και τέλος των Αιγυπτίων. Οι λαοί αυτοί, όπως είναι γνωστό, ανέπτυξαν τον πολιτισμό τους κυρίως στην ανατολική Μεσόγειο θάλασσα και στα παράλια αυτής. Κατά την περίοδο αυτή, το εμπόριο παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη και κατά συνέπεια οι μεταφορές εμπορευμάτων δια ξηράς – καραβάνια – και θαλάσσης γνωρίζουν μεγάλη άνθηση. Η ανάπτυξη αυτή είχε σαν συνέπεια την ανάγκη προστασίας και διασφάλισης των μεταφερομένων αγαθών. Για την κάλυψη της ανάγκης αυτής, δημιουργήθηκαν και γραπτοί κανόνες όπως ο κώδικας του Χαμουραμπί, βασιλιά της Βαβυλώνας και βασικές αρχές επιμερισμού της ταξιδιωτικής ευθύνης που θέσπιζε τον κανόνα «ο ένας για όλους και όλοι για έναν». Από όλους αυτούς τους λαούς, οι Φοίνικες είναι αυτοί που δημιούργησαν μεγάλη ναυτική εμπορική δύναμη, κυριάρχησαν στην Ανατολική Μεσόγειο από το 2800 π.Χ. μέχρι και πέραν των Ελληνιστικών χρόνων και είναι αυτοί που εφήρμοσαν και προώθησαν τις αρχές της θαλασσοαςφάλισης στην πράξη, χωρίς να αφήσουν γραπτά κείμενα. Το κενό αυτό δικαιολογείται και καλύπτεται από το γεγονός ότι οι Φοίνικες συνυπήρξαν με τους Έλληνες, οι αρχές και οι πρακτικές των οποίων επέδρασαν σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του εμπορίου και της ναυτιλίας τους.
Μετά τη σύντομη αναφορά στη συμβολή των αρχαίων λαών της Ανατολικής Μεσογείου στη διαμόρφωση και λειτουργία της έννοιας της ασφάλισης, πρέπει να υπογραμμισθεί πολύ έντονα η τεράστια συμβολή των αρχαίων Ελλήνων στο θέμα αυτό. Οι αρχαίοι Έλληνες, εξ ιδιοσυγκρασίας ναυτικός λαός, αλλά και με το εμπορικό δαιμόνιο εξαιρετικά αναπτυγμένο, είναι γνωστό ότι κυριάρχησαν στον τότε γνωστό κόσμο της Μεσογείου. Τα Ελληνικά πλοία, από τους Ομηρικούς χρόνους μέχρι τη Ρωμαϊκή επικράτηση, όργωναν τη θάλασσα της Μεσογείου αναπτύσσοντας το εμπόριο και εγκαθιδρύοντας ξακουστές αποικίες. Ο τρόπος ζωής αυτός τους ανάγκασε να αναζητήσουν τρόπους αντιμετώπισης των θαλάσσιων κινδύνων τόσο για τα πλοία τους όσο και για τα μεταφερόμενα φορτία.
Αρχικά αποδέχονται κάποιες έννοιες και μεθόδους της ασφάλισης φορτίων ανταγωνιστών τους όπως, των Βαβυλωνίων, Φοινίκων και άλλων, αλλά πολύ γρήγορα αυτά εξελίσσονται και έχουμε ουσιαστικά τις πρώτες βασικές αρχές της ναυτασφάλισης. Οι περισσότεροι μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι, ιστορικοί και ποιητές πραγματεύονται στα έργα τους το θέμα των ναυτασφαλειών σε κάθε τους μορφή, όπως π.χ. ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφών, ο Δημοσθένης, ο Πλούταρχος και άλλοι.
Η ασφάλιση φορτίων και πλοίων κατά τους ελληνιστικούς χρόνους λειτουργεί και εξελίσσεται με τη μορφή κυρίως των θαλασσασφαλειών. Τα θαλασσοδάνεια, σαν πρωτογενής μορφή της θαλασσασφάλειας, εξυπηρέτησαν τη γρήγορη ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας της εποχής και το διαμετακομιστικό εμπόριο μεταξύ του τότε γνωστού κόσμου. Τα δάνεια αυτά ήταν θεσμοθετημένα και προέβλεπαν υψηλούς και κλιμακούμενους στόχους, αναλόγως της επικινδυνότητας του ταξιδιού και της ευπάθειας του φορτίου. Οι υψηλοί τόκοι δικαιολογούνται από τον τρόπο λειτουργίας του δανείου, το οποίο δεν ωφείλετο από τον δανειζόμενο ναυτικό – έμπορο στο δανειστή όταν επέρχονταν ο κίνδυνος της απώλειας του υποθηκευμένου πλοίου ή και του ενεχυριασμένου φορτίου.
Η πρακτική αυτή είχε μεγάλη εξάπλωση στους ναυτικούς και εμπορικούς κύκλους της εποχής και κατά συνέπεια είχε και πολύ μεγάλη εξέλιξη. Το αποκορύφωμα αυτής της εξέλιξης ήταν το γεγονός της ανατύπωσης και καθιέρωσης γραπτών ωρών της δανειακής αυτής σύμβασης. Το κείμενο αυτό είναι και το πρώτο γραπτό, άρα απόλυτα συγκεκριμένο τεκμήριο της πρακτικής που στους χρόνους αυτούς εφαρμόζονταν, και το πολύ σημαντικό είναι η πληρότητα που το χαρακτηρίζει, από την άποψη λειτουργικότητας της σύμβασης, αντιμετωπίζοντας λεπτομερώς και με σαφήνεια τόσο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων όσο και την επίλυση των διαφόρων που ενδέχονταν να προκύψουν από μια τέτοια οικονομικού περιεχομένου σύμβαση.
Οι αρχαίοι μας όμως πρόγονοι με την προοδευτικότητα που τους χαρακτήριζε, προχώρησαν πολύ πέρνα του σημείου αυτού. Από τους χρόνους αυτούς, διαμορφώνουν, διατυπώνουν, εφαρμόζουν και καθιερώνουν, την έννοια και λειτουργία της ασφάλισης πραγμάτων ολοκληρωμένη από κάθε άποψη.
Ο Ρόδιος Ναυτικός Κώδικας
Στην ωρίμανση της ασφάλισης σαν έννοια αλλά και πρακτική, βοήθησε πολύ η ανάπτυξη του εμπορίου με κύριο και σχεδόν μοναδικό μέσο εξάπλωσης τη θαλάσσια μεταφορά των αγαθών. Μεταξύ των ελληνικών πόλεων της εποχής, με ισχυρό ναυτικό και εμπορική δραστηριότητα, εξέχουσα θέση είχε η Ρόδος λόγω γεωπολιτικού πλεονεκτήματος της εποχής. Αποτέλεσμα αυτής της οικονομικοπολιτικής άνθησης ήταν η οριστικοποίηση σχεδόν της έννοιας της ασφάλισης μεταφοράς πραγμάτων δια θαλάσσης, μέσα από την κωδικοποιημένη Αρχή της Γενικής Αβαρίας Πλοίου και Φορτίου.
Η Αρχή αυτή θεσπίστηκε περί του 900 π.Χ. και έκτοτε αναφέρεται σαν Ρόδιος Ναυτικός Κώδικας. Με τον κώδικα αυτό ρυθμίστηκε μέχρι και στην πιο μικρή λεπτομέρεια η τακτοποίηση όλων των προβλημάτων που προκύπτουν από την επέλευση ενός κινδύνου, στον οποίο συμμετέχουν πολλαπλές αξίες και διάφορα συμφέροντα. Αναντίρρητα, η χαρακτηριστικότερη μορφή μιας τέτοιας περίπτωσης είναι η θαλάσσια, η ναυτική περιπέτεια.
Το σημαντικότερο βέβαια όλων αυτών που προέκυψε με την πάροδο των αιώνων είναι το ότι τόσον η Αρχή όσον και η ρύθμισή της που προβλέπεται από τον εν λόγω κώδικα έτυχαν πλήρους εφαρμογής μέχρι τις μέρες μας και δεν εγκρίνεται τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον τροποποίηση ή αντικατάστασή τους, παρά τις κατά καιρούς γενόμενες προσπάθειες. Το γεγονός και μόνο ότι η Αρχή της Γενικής Αβαρίας και ρύθμιση αυτής άντεξαν και αντέχουν σε μια τόσο μακραίωνη διαδικασία, σε Παγκόσμιο πλέον επίπεδο, αποδεικνύει περίτρανα μαζί με όσα προαναφέρθηκαν, την τεράστια συμβολή των αρχαίων Ελλήνων στη μετέπειτα διαμόρφωση και εξέλιξη της ασφαλιστικής έννοιας, ιδέας πρακτικής και επιστήμης.
Η Ρωμαϊκή εποχή που ακολουθεί ιστορικά δεν έχει να επιδείξει στον ασφαλιστικό τομέα ιδιαίτερα Νομοθετικά, Αρχές και Πρακτικές, γιατί αν και κοσμοκράτειρα για μεγάλο χρονικό διάστημα επηρεάστηκε και λειτούργησε με βάση τις Αρχές, τους θεσμούς και την πρακτική των Αρχαίων Ελλήνων και κατά βάση των Αθηναίων και Ροδίων.
Η Βυζαντινή Περίοδος
Κλείνοντας τον κύκλο των εποχών μέχρι τον Μεσαίωνα είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί και η Βυζαντινή περίοδος. Είναι γνωστό ότι το Βυζάντιο διέθετε ένα πολύ καλά οργανωμένο σύστημα διοίκησης. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ήταν πολύ φυσικό η ασφάλιση μεταφορών, από άποψη Νομοθετική και πρακτική, να έχει την ανάλογη θέση. Ασφαλώς δεν έχουμε πρωτότυπους ιδέες, θέσεις και πρακτικές επί του αντικειμένου. Αντίθετα, έχουμε Νομοθετήματα βασισμένα στις Αρχές και πρακτική των Αρχαίων Ελλήνων, όπως Ο Ρόδιος Ναυτικός Κώδικας και τα ναυτοδάνεια. Τα Νομοθετήματα αυτά έχουν μια λειτουργική πληρότητα που δικαιολογεί την αξία που τους δόθηκε και τη διαχρονικότητα που απέκτησαν. Τα κυριότερα από αυτά είναι ο Κώδικας του Ιουστινιανού – πανδέκτες – 533 μ.Χ. και ο Νόμος Ροδίων Ναυτικός, 7ος αιώνας μ.Χ., βασισμένος βέβαια στον ανώνυμο Κώδικα των κλασσικών χρόνων, πλην όμως αποτελεί προϊόν άλλης , πολύ μεταγενέστερης εποχής και πολύ ευρύτερου περιεχομένου.
Όλες οι πηγές που προαναφέρθηκαν αποτέλεσαν τη βάση και τη δημιουργία της Ασφαλιστικής Νομοθεσίας του κράτους του Μεσαίωνα και μετά, με τις οποίες βελτιώσεις με βάση πάντοτε τις αντιλήψεις, τις συνθήκες και τα μέσα μεταφοράς της εποχής.
Κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους διακρίνουμε δύο περιόδους. Η πρώτη φτάνει μέχρι τον δωδέκατο αιώνα, όπου και η ασφάλιση ακολούθησε τα γενικά χαρακτηριστικά της εποχής, δηλαδή τη στασιμότητα μέχρι την οπισθοδρόμηση στην εξέλιξή της. Το τότε διεθνές εμπόριο εξυπηρετήθηκε από τις μέχρι τότε παραδεκτές ασφαλιστικές μεθόδους και πρακτικές, που βασικά εστιάζονταν στη σύναψη δανειακών συμβάσεων και στην εφαρμογή των περί Γενικής Αβαρίας δεδομένων. Η δεύτερη περίοδος αντίθετα διακρίνεται για ριζοσπαστική εξέλιξη του θεσμού, που φθάνει να έχουμε και το πρώτο ασφαλιστικό Συμβόλαιο. Κατά την περίοδο αυτή, οι ναυτικές ιταλικές πόλεις Γένοβα, Βενετία και άλλες, ως γνωστόν, παρουσιάζουν μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, που οφείλεται στην ναυτιλία τους και το εμπόριο.
Η ανάγκη εξυπηρέτησης των δύο αυτών πλουτοπαραγωγικών παραγόντων οδήγησε στη διαμόρφωση πληρέστερης ασφαλιστικής Νομοθεσίας και σε πρακτικές εξελιγμένες, με αποτέλεσμα να έχουμε πλέον αποφασισμένες έννοιες και τρόπο λειτουργίας απόλυτα ξεκάθαρο και συγκεκριμένο. Σαν παράδειγμα της πιο πάνω περιγραφόμενης εξέλιξης, αναφέρεται ο ασφαλιστικός Νόμος της Βενετίας περί θαλασσασφάλειας – Consolato del Mare – 468μ.Χ. και το πιθανολογούμενο πρώτο θαλασσασφαλιστήριο που εκδόθηκε στη Γένοβα για την ασφάλιση του πλοίου SANTA CLARA με ημερομηνία 23 Οκτωβρίου 1347 και για το ταξίδι από Γένοβα σε Μαγιόρκα. Σύμφωνα με όλα τα ιστορικά δεδομένα, οι Ιταλοί υπήρξαν οι πρώτοι πραγματικοί επαγγελματίες Ασφαλιστές. Ταυτόχρονα και σχεδόν παράλληλα αναπτύχθηκαν και οι Ισπανικές πόλεις καθώς και οι Ισπανοί Ασφαλιστές. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, φθάνουμε σε μια πολύ σημαντική ημερομηνία για τα ασφαλιστικά πράγματα, που είναι το 1600μ.Χ.
Την εποχή αυτή παρατηρείται ότι Ιταλοί επιχειρηματίες, μεταξύ αυτών και ασχολούμενοι με τις ασφάλειες, μεταναστεύουν και εγκαθίσταται στο Λονδίνο, μεγάλο ναυτικό κέντρο, και αρχίζουν να εργάζονται και να δημιουργούν τις βάσεις για τη μετέπειτα παγκόσμια ασφαλιστική αγορά του Λονδίνου.
Η μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου
Μετά την μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου το 1666, οι επιχειρηματίες , μεταξύ αυτών και οι ασφαλιστές, συγκεντρώνονταν για να προωθήσουν τις δουλειές τους σε διάφορα καφενεία. Αυτοί που είχαν ασφαλιστικά και ναυτικά ενδιαφέροντα ενδιαφέροντα σύχναζαν στο καφενείο του Edward Lloyd.
Το 1691 το καφενείο του Lloyd εγκαθίσταται στην Lombart Street, η οποία πήρε το όνομά της από τους εκεί Ιταλούς μετανάστες και καθιερώνετε πλέον ως τόπος συνάντησης ασφαλιστών-εμπόρων και ναυτικών. Με το πέρασμα του χρόνου ο δρόμος αυτός αλλά και η γύρο περιοχή γίνεται το σημερινό παγκόσμιο ασφαλιστικό κέντρο. Για λόγους καθαρά ιστορικής αντικειμενικότητας, αξίζει να σημειωθεί ο Ε. Lloyd δεν υπήρξε τίποτα περισσότερο από ιδιοκτήτης του καφενείου και καμιά σχέση δεν είχε με ασφαλιστικές δραστηριότητες. Πατέρας και εμπνευστής των Lloyd’s θεωρείται ο Julius Angesstain, που ήρθε σαν μετανάστης στην Αγγλία από το Leningrad 1749, αναμείχθηκε στα ασφαλιστικά πράγματα και είναι ο άνθρωπος που καθιέρωσε τους παγκόσμια γνωστούς σφαλιστικούς όρους Underwriter και underwriting με τη συγκεκριμένη έννοια, για μεν του πρώτου, της εκτίμησης και τιμολόγησης του προτεινόμενου προς ασφάλιση κινδύνου και του δεύτερου, της υπεύθυνης ανάληψης του προτεινόμενου κινδύνου με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Για περίπου 200 χρόνια, ο κύριος όγκος των ασφαλιστικών εργασιών – ασφαλίσεις πλοίων και μεταφερομένων φορτίων – γινόταν μέσω αυτής της άτυπης και αδιαμόρφωτης αγοράς, η οποία με τον καιρό πήρε το όνομα Lloyd. Η σαφής αυτή υπόσταση δεν εμπόδισε καθόλου τη συστηματοποίηση διεξαγωγής των εργασιών, την ανάπτυξη του κύκλου εργασιών και την υποτυπώδη διάκριση των συμμετεχόντων σε ειδικότητες, όπως Ασφαλιστές, Διαμεσολαβούντες – Μεσίτες – Ασφαλισμένοι, τεχνικοί και άλλα. Η σοβαρότητα του τρόπου εργασίας, το αξιόπιστο των συναλλασσομένων και ο όγκος εργασιών προσέδωσαν στη δραστηριότητα μεγάλο κύρος.
Η ωρίμανση αυτής της δραστηριότητας και οι συγκυρίες των συνθηκών της ναυτασφαλιστικής αγοράς της Αγγλίας περί το 1719, οδήγησαν το 1871 στη δια Νόμου επίσημη αναγνώριση του Lloyd’s. Η νομική του υπόσταση είχε τη μορφή ιδιότυπου σωματίου, το οποίο είχε συγκροτημένα μέλη σε ομάδες, τα οποία ασκούν ασφαλιστικές εργασίες. Είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι το σωματείο αυτό κάθε αυτό δεν είναι ούτε ασφαλιστικός οργανισμός ούτε ίδρυμα ούτε ασφαλιστική εταιρεία, όπως πολλοί, ακόμα και ασφαλιστές, νομίζουν.
Το Lloyd’s σαν Νομικό πρόσωπο είναι όργανο παροχής υπηρεσιών με κύρια και βασική την υπηρεσία εξασφάλισης ασφαλιστικού καλύμματος στους υπό των ενδιαφερομένων προτεινόμενων καλύψεων και σε καμία περίπτωση δεν συνάπτει ασφαλιστικές συμβάσεις. Η εργασία αυτή αναλαμβάνεται και διεξάγεται από τα μέλη του Lloyd’s και ειδικότερα από τις ολιγάριθμες συγκροτημένες μονάδες, τα λεγόμενα συνδικάτα.
Ο αριθμός των μελών και συνδικάτων δεν είναι ο προκαθορισμένος και τα μεν μέλη ανέρχονται σε 7.000 περίπου, τα δε συνδικάτα αντίστοιχα σε 250 περίπου. Η οργανωτική δομή του Lloyd’s είναι επιστημονικά αλλά και ορθολογιστικά μελετημένη σε έκταση και βάθος, έτσι ώστε να εξυπηρετεί και να διασφαλίζει την αξιοπιστία του σωματείου και την προστασία του ασφαλιζομένου. Είναι όμως χρήσιμο να αναφερθούν επιλεκτικά ορισμένα χαρακτηριστικά της οργάνωσης.
Καταρχήν τα μέλη διακρίνονται σε 2 κατηγορίες :
- Α. Τους Ασφαλιστές Μέλη.
- Β. Τους Αντιπροσώπους Ασφαλιστών Μελών.
Οι μεν πρώτοι αναμένουν κινδύνους και υπογράφουν τις ασφαλιστικές συμβάσεις. Οι δεύτεροι κάνουν την ίδια δουλειά αλλά υπογράφουν για λογαριασμό αυτών που εκπροσωπούν. Τα Μέλη ευθύνονται έναντι των Ασφαλισμένων τους προσωπικά και απεριόριστα, ενώ δεν υπάρχει αλληλέγγυος ευθύνη μεταξύ των Μελών. Για την αντιμετώπιση τυχών οικονομικών προβλημάτων του έχοντος την ευθύνη μέλους. Μέλη του Lloyd’s μπορούν να γίνουν ασφαλιστές, ασφαλιστικές εταιρείες, μεσίτες (Brokers) και Διακανονιστές ζημιών ( Adjusters).
Για να γίνει κάποιος μέλος εφόσον λόχοι την αντίστοιχη ιδιότητα πρέπει να προταθεί από πέντε Μέλη να εγκριθεί η οικονομική του επιφάνεια και να καταθέσει εγγύηση ανάλογη του προβλεπόμενου κύκλου εργασιών. Το Lloyd’s διοικείται από 12Μέλη αιρετή επιτροπή που εκλέγεται ανά 4ετία.
Τα βασικά διοικητικά γραφεία που προβλέπει η οργάνωση του Lloyd’s και λειτουργούν παραδειγματικά είναι:
Το γραφείο υπογραφής ασφαλιστικών συμβολαίων ( Policy Signing Office), το Γραφείο Ζημιών ( Clims Office) και το Γραφείο Εκδόσεων και Μελετών των επίσημων εντύπων του σωματείου. Στη συνέχεια, υπάρχει η όλη διοικητική οργανωτική πυραμίδα που περιλαμβάνει την οργάνωση του δικτύου πρακτόρων ανά τον κόσμο, του δικτύου πληροφοριών, τα όργανα παροχής βοήθειας, τους ασφαλισμένους, το δίκτυο πραγματογνωμόνων και διακανονιστών ζημιών και η ανά τον κόσμο εκπροσώπηση των Μελών Ασφαλιστών.
Το Lloyd’s εκτός από τα επίσημα έγγραφα που εκδίδει, όπως προαναφέρθηκε εκδίδει επίσης για χρήση κάθε ενδιαφερομένου σε Παγκόσμια βάση και ενημερωτικές εκδόσεις υπό διάφορες μορφές, όπως εφημερίδων, εγχειριδίων κτλ. Τα πιο βασικά από αυτά είναι τα εξής:
- Lloyd’s List and Shipping gesetta
- Lloyd’s Shipping index (ημερήσια έκδοση)
- Lloyd’s weekly casualty report
- Lloyd’s loading List
- Lloyd’s List of Law report
- Lloyd’s Calendar
- Lloyd’s Maritime Atlas
- Lloyd’s Survey Handbook
- Lloyd’s Register of Shipping
Είναι πολύ χρήσιμο να σημειωθεί ότι όλες αυτές οι εκδόσεις έχουν πλήρη και επίκαιρη ενημερότητα ως προς το περιεχόμενο τους που είναι εξαιρετικά χρήσιμα εργαλεία για κάθε εμπλεκόμενο στην ασφαλιστική δραστηριότητα, υπό οποιαδήποτε μορφή την ίδια περίπου εποχή, δηλαδή περίπου το 1700μ.Χ., κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες ασφαλιστικές Εταιρείες. Η πρώτη ασφαλιστική εντοπίζεται να έχει ιδρυθεί στη Γαλλία, Παρίσι 1668, χωρίς καμία τύχη. Ακολουθούν ασφαλιστικά γραφεία που ιδρύθηκαν στο Λονδίνο μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1666, κατά το πρότυπο των ναυτικών καλύψεων. Παρόμοιες εξελίξεις υπήρξαν σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η βιομηχανική ανάπτυξη επιτάχυνε την ανάπτυξη της ασφαλιστικής ανάγκης και έχουμε την εμφάνιση ασφαλιστικών εργασιών σε ευρύτερο κύκλο καλύψεων, αρχή γενομένης από τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Παραδειγματικά αναφέρονται η αγγλική ασφαλιστική εταιρεία Royal Exchange (1720) και η London Assistance. Επίσης το 1765 έχουμε την ίδρυση της πρώτης γερμανικής εταιρείας στο Αμβούργο και το 1925 στην Ελβετία.
Μεταξύ των πιο πάνω χρονολογιών, παρατηρούμε τη γρήγορη ανάπτυξη της ασφαλιστικής δραστηριότητας, με διευρυμένο συνεχώς αντικείμενο και την αλματώδη αύξηση του αριθμού των ασφαλιστικών εργασιών σε όλες, όπως προαναφέρθηκε, τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης με τις ΗΠΑ να ακολουθούν κατά πόδας.
Στην Ελλάδα από την απελευθέρωση και μετά, ιδρύθηκαν σημαντικός αριθμός ασφαλιστικών εταιρειών, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν εταιρείες ασφάλισης μεταφερομένων φορτίων. Η πρώτη από αυτές ήταν η Συριανή Εταιρεία ΕΛΛΑΣ (1828), ΑΡΓΟΝΑΥΤΑΙ(1842), ΦΟΙΝΙΞ (1857), Η ΕΛΛΑΣ (1862), ΕΘΝΙΚΗ (1891) και πολλές άλλες με έδρα τα εμπορικά και ναυτικά κέντρα της χώρας, όπως ο Πειραιάς, Αθήνα, Πάτρα, Σύρος. Τέλος, να σημειωθεί ότι η πρώτη αλλοδαπή εταιρεία που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα είναι η ιταλική εταιρεία ΑΔΡΙΑΤΙΚΗ (1842) με κύριο αντικείμενο την κάλυψη του κινδύνου φωτιάς.
*Ο Βασίλειος Ι. Χαρδαλιάς υπήρξε Διευθύνων Σύμβουλος της Ασφαλιστικής Εταιρείας «ΑΣΤΗΡ Α.Ε.
Περισσότερα ασφαλιστικά νέα και επιμορφωτικά άρθρα, κάθε μέρα στην κεντρική μας σελίδα.