Του Βασίλειου Χαρδαλιά*
Σε πολλά κράτη της Δυτικής Ευρώπης, αρχικά και στη συνέχεια και μέχρι σήμερα, η ναυτασφαλιστική αγορά οργανώθηκε σε Εθνικές Ενώσεις, οι οποίες άλλες λειτουργούν ανεξάρτητα και άλλες ως τμήματα των ασφαλιστικών Ενώσεων όλων των Κλάδων. Με τον τρόπο αυτό, επιτυγχάνεται η εφαρμογή μιας ενιαίας πολιτικής χωρίς να θίγεται η θεμιτή ανταγωνιστικότητα των Μελών. Εκδίδουν συμβουλευτικά τιμολόγια ομάδων συγγενών κινδύνων, τυποποιούν όρους ανάληψης κινδύνων, δημοσιεύουν ερμηνείες των επερχομένων κατά καιρούς εξελίξεων, κάνουν προτάσεις βελτιώσεων των εφαρμοζομένων ασφαλιστικών κανόνων, προωθούν και συμμετέχουν στην εκπαίδευση των στελεχών της αγοράς των.
Η αρχαιότερη και η πιο γνωστή είναι η Ένωση των Άγγλων Ασφαλιστών (The Institute of London Underwriters, 1884) το κύρος της οποίας έχει επεκταθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Το πολύ σημαντικό έργο της είναι η εκπόνηση, έκδοση και η συνεχής εξέλιξη των όρων (ρητρών) ασφάλισης φορτίων και πλοίων. Από τις Ενώσεις άλλων χωρών, διακρίνονται η της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Όλες αυτές ακολουθούν την πολιτική και τις πρακτικές των Άγγλων Ασφαλιστών με επιτυχία, αλλά χωρίς τη δυνατότητα μέχρι σήμερα υπέρβασης ή συμπόρευσης.
Η Ελληνική ναυτασφαλιστική αγορά, κατά κύριο λόγο, οι ασφαλίσεις φορτίων και σκαφών αναψυχής, εκπροσωπείται δια μέσου της αντίστοιχης Επιτροπής, της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος.
Διεθνής αγορά
Η Διεθνής ναυτασφαλιστική αγορά συγκροτήθηκε σε σώμα με τη μορφή της Ένωσης το 1874. Η πρώτη αυτή συλλογική μορφή περιελάμβανε ναυτασφαλιστικές εταιρίες των Ευρωπαϊκών χωρών και της Βόρειας Αμερικής. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλάζει η σύνθεση και μέλη πλέον είναι Εθνικές Ενώσεις συγκροτούμενες, από οποιασδήποτε νομικής μορφής ασφαλιστικές εταιρίες. Η επωνυμία της διεθνούς ναυτασφαλιστικής ένωσης είναι International Underwriters Marine Institute (IUMI) με βασικό έργο την παρακολούθηση, την προώθηση και τον συντονισμό των εξελίξεων στη ναυτασφαλιστική δραστηριότητα, από θεωρητική και πρακτική σκοπιά. Βασική εκδήλωση του IUMI είναι η σύγκληση διεθνών συνεδρίων σε διάφορες χώρες μέλη, με αντικείμενο σοβαρά θέματα κοινού ενδιαφέροντος.
Η Ελληνική αγορά είναι ενεργό μέλος του IUMI, της ανατέθηκε δε και η προεδρία καθώς και η οργάνωση συνεδρίου.
Ρ & I clubs (Protection & indemnity)
Τα ονομαζόμενα Ρ & I clubs στην αγορά είναι αλληλοασφαλιστικές ενώσεις ομοειδών ναυτιλιακών επιχειρήσεων, κατά κύριο λόγο εφοπλιστικών, που πήραν το όνομα τους από τα αρχικά γράμματα των λέξεων που προσδιορίζουν το αντικείμενο τους, που είναι η προστασία των επιχειρηματικών τους συμφερόντων δια της αποζημίωσης των υπ’ αυτών ζημιωθέντων τρίτων.
Η ανάγκη δημιουργίας των ενώσεων αυτών από τον επιχειρηματικό κόσμο της ναυτιλίας γεννήθηκε από το γεγονός ότι οι ναυτασφαλιστές κατά πάγια τακτική δεν παρέχουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη της ευθύνης των ασφαλισμένων προς τρίτους, όπως π.χ. την αστική ευθύνη μεταφορέων. Για την κάλυψη τέτοιων κενών οι ναυτιλιακές επιχειρήσεις, ανάλογα με διάφορα επαγγελματικά κριτήρια, όπως το εύρος της επιχείρησης, η περιοχή δραστηριοποίησης, η ειδικότητα κ.τ.λ., συγκρότησαν τις αντίστοιχες των κριτηρίων αυτών ομάδες αλληλοκάλυψης δια της συνεισφοράς, ανάλογης συνδρομής σε κοινό ταμείο για τη δημιουργία κοινού αποθεματικού προς άμεση αντιμετώπιση των υποχρεώσεων των μελών τους έναντι τρίτων. Οι ενώσεις αυτές σαφώς περιλαμβάνονται στην οργάνωση της ασφαλιστικής αγοράς, διότι βασίζονται και λειτουργούν στις κύριες ασφαλιστικές Αρχές, όπως π.χ. ασφάλιστρο (παροχή), αποζημίωση (αντιπαροχή), η κάλυψη του αβέβαιου και απρόβλεπτου κινδύνου, η αποκατάσταση της οικονομικής υπόστασης του ζημιωθέντος κ.α.
Τέλος, να σημειωθεί ότι οι Ενώσεις αυτές (Ρ & I clubs), καλύπτοντας τα προαναφερθέντα κενά των ασφαλίσιμων, αλλά μη καλυπτόμενων κινδύνων υπό των επαγγελματιών Ασφαλιστών, παίζουν άμεσα έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ναυτιλιακής επιχείρησης και έμμεσα στη διεθνή οικονομία.
Διαμεσολαβούντες
Μεσίτες Ασφαλίσεων (Brokers).
Η ασφαλιστική επιχείρηση, όπως κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα, έχει ανάγκη από δίκτυο πρόσκτησης εργασιών. Η επιχείρηση παροχής υπηρεσιών έχει κατά τεκμήριο αυξημένη την ανάγκη αυτή. Στην κατηγορία εμπίπτει και η ασφαλιστική επιχείρηση, η ανάγκη δε του δικτύου έγινε εμφανής σχεδόν ταυτόχρονα με τη μορφοποίηση της ασφαλιστικής δουλειάς κατά τον Μεσαίωνα, περί το 1780 μ.Χ.
Την εποχή αυτή, η δημιουργία και ανάπτυξη του Lloyd’s καθιερώνει την ιδιότητα του Μεσίτη ασφαλειών (Broker), δηλ. του ανεξάρτητου επιχειρηματία, ο οποίος λειτουργεί πάντα κατ’ εντολή του ενδιαφερομένου να ασφαλισθεί. Για το σκοπό αυτό, διαπιστώνει τις ανάγκες αυτού, καταρτίζει ένα κατά την κρίση του ασφαλιστικό πρόγραμμα, που θέτει υπό την έγκριση του ενδιαφερομένου, και σε τελευταία φάση, ερευνά την ασφαλιστική αγορά, προκειμένου να τοποθετήσει τον κίνδυνο με τους καλύτερους όρους, προϋποθέσεις και ασφάλιστρο στους Ασφαλιστές που θα προεγκρίνει ο ίδιος και θα εγκρίνει ο ενδιαφερόμενος.
Η ιδιαιτερότητα του Μεσίτη ασφαλειών (Broker), πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, χαρακτηρίζεται από το σημαντικό γεγονός ότι πληρώνεται πάντα δια της μεθόδου της προμήθειας από τον ή τους Ασφαλιστές που τοποθετεί τον κίνδυνο του πελάτη του. Από όλα τα πιο πάνω, γίνεται φανερό ότι ο Μεσίτης (Broker) πρέπει να έχει πλήρη ασφαλιστική κατάρτιση και ενημερότητα, όσο και αξιόπιστη προσωπικότητα. Οι Μεσίτες ασφαλειών από την αρχή διακρίνονται σε Μεσίτες του Lloyd’s, καθόσον αυτό λειτουργεί αποκλειστικά μέσω του από, αυτό χαρακτηριζόμενων ως Μεσιτών του ανά τον κόσμο, και σε ελευθέρους. Σε όλες τις μεγάλες αγορές, αναπτύχθηκαν μεσιτικές επιχειρήσεις με καθοριστικό ρόλο σε όλο το επιχειρηματικό ασφαλιστικό παιχνίδι. Μερικές από αυτές έχουν παγκόσμια εξάπλωση. Για την ιστορία, να σημειωθεί ότι μεταξύ των πρώτων brokers συναντάμε τους Τ. Sedgwick (1775) και Willis Faber (1828), ενώ μεταξύ των επικρατέστερων σήμερα είναι οι ΑΟΝ και Marsh McLennan.
Στην Ελλάδα, ο θεσμός του broker γίνεται γνωστός από τον περασμένο αιώνα (1917) με τη μορφή εκπροσώπων broker των Lloyd’s. Ο Νόμος 400/1970 για πρώτη φορά επισημοποιεί την ιδιότητα του αντιπροσώπου των Lloyd’s και μόνο για ναυτασφαλιστικές εργασίες. Στη χώρα μας βέβαια, πέραν των αντιπροσώπων του Lloyd’s, δραστηριοποιήθηκαν πολλά μεγάλα ονόματα brokers της Αγγλικής αγοράς, όπως ο Bain Hoggs, W. Cordoon, Miller, Alexander & Alexander και άλλοι. Παράλληλα άρχισε και η δημιουργία των πρώτων Ελλήνων brokers, που στις δεκαετίες του 1970 & ’80, λόγω της μη ύπαρξης σχετικής Νομοθεσίας, εργάστηκαν άτυπα με την ιδιότητα του broker, χρησιμοποιώντας την αρχική τους ιδιότητα του πράκτορα ασφαλειών και βέβαια παραβιάζοντας τον ορισμό του πράκτορα, ως οργάνου συγκεκριμένης και μόνο ασφαλιστικής εταιρίας. Η παραβίαση έγινε ανεκτή σιωπηρά από την Εποπτική Αρχή δια της εκπροσώπησης περισσοτέρων της μιας ασφαλιστικής εταιρίας. Το 1989 ιδρύεται ο Σύνδεσμος Ελλήνων Μεσιτών Ασφαλίσεων (Σ.Ε.Μ.Α) με μέλη πράκτορες που κατά βάση είχαν το προαναφερόμενο πλεονέκτημα της πολλαπλής εκπροσώπησης. Η συγκροτημένη αυτή παρουσία στην αγορά των πρακτόρων, που είχαν τη φιλοδοξία να αλλάζουν ιδιότητα επωμιζόμενοι την πολύ πιο διευρυμένη ιδιότητα του broker μαζί με την ωρίμανση της αγοράς γενικότερα, έφερε το 1993 τη Νομοθετική αναγνώριση της ιδιότητας.
Πράκτορες Ασφαλιστικών Εταιριών.
Η Ελληνική Ασφαλιστική Αγορά από την αρχική της σχηματοποίηση οργανώθηκε κατά τα ευρωπαϊκά κυρίως πρότυπα. Σύμφωνα με αυτήν την τοποθέτηση για την πρόσκτηση των εργασιών, οι Εταιρίες δημιούργησαν για την ανάπτυξη του χαρτοφυλακίου τους δίκτυο πρακτόρων. Οι πράκτορες είναι τα διαμεσολαβούντα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία έναντι προμήθειας, πωλούν τα ασφαλιστικά προϊόντα συγκεκριμένης ασφαλιστικής εταιρίας με την οποία συνδέονται με σύμβαση έργου.
Η προσφορά των Ελλήνων πρακτόρων στην ανάπτυξη της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς υπήρξε πολύ σημαντική και εξακολουθεί πάντα να συμμετέχει στην πρόοδο αλλά και στα προβλήματα των Ασφαλιστών.
Στους Διαμεσολαβούντες πρέπει να συμπεριληφθούν οι ιδιότητες του ασφαλειομεσίτου, που καταργήθηκε, των ασφαλιστικών συμβούλων και λοιπών παρεμφερών ειδικοτήτων που ισχύουν και που ο αδόκιμος προσδιορισμός του συμβούλου μόνον σύγχυση έφερε στο ασφαλιστικό κοινό. Η κατηγορία αυτή δραστηριοποιείται συλλογικά και υπό την καθοδήγηση της ασφαλιστικής εταιρίας στο δίκτυο της οποίας ανήκουν. Στην κατηγορία αυτή πρέπει να προστεθούν και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι κάθε μορφής ασφαλιστικής επιχείρησης, στους οποίους παρέχεται το δικαίωμα διαμεσολάβησης για λογαριασμό της επιχείρησης όπου εργάζονται.
Πραγματογνώμονες
Οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι πάσης φύσεως που αναλαμβάνονται από τους Ασφαλιστές είναι φυσικό να επέρχονται ποσοστιαίως, με αποτέλεσμα οι Ασφαλιζόμενοι να υφίστανται ζημία, την αποκατάσταση της οποίας καλούνται να αποκαταστήσουν οι υπεύθυνοι Ασφαλιστές, σύμφωνα με τα Ασφαλιστήρια συμβόλαια τους.
Τη διαπίστωση της φύσης της έκτασης και τους ύψους της ζημίας καλείται με τη σειρά του να προσδιορίσει ο Πραγματογνώμονας. Και μόνο η πιο πάνω σύντομη περιγραφή της συμμετοχής του Πραγματογνώμονα στην ασφαλιστική διαδικασία κάνει ολοφάνερη τη σημαντικότητα της δουλειάς του.
Οι Πραγματογνώμονες, μέχρι και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν εμπειρικοί. Η εξέλιξη και η πολυπλοκότητα των ασφαλιστικών εργασιών οδήγησε στην αναβάθμιση του επιπέδου από τεχνικής πλευράς. Εδώ και αρκετά χρόνια, οι Πραγματογνώμονες είναι Πανεπιστημιακού επιπέδου, εξειδικευμένοι, έχουν συγκροτημένη ομαδική συνήθως εκπροσώπηση, εκπροσωπούν μεγάλα γραφεία πραγματογνωμόνων του εξωτερικού. Ιστορικά να σημειωθεί ότι στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι πραγματογνώμονες υπηρέτησαν ικανοποιητικά την αγορά. Σήμερα, ο συντριπτικός αριθμός αυτών οργανώθηκε, λειτουργεί και αποδίδει σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Επαγγελματικά Σωματεία
Όλες οι δυνάμεις που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά έχουν οργανωθεί σε επαγγελματικά σωματεία, υπό διάφορες μορφές, όπως Ενώσεις, Σωματεία, Συνδέσμους, Ομοσπονδίες, για τη διαφύλαξη και προώθηση των επί μέρους επαγγελματικών, συνδικαλιστικών τους προβλημάτων και συμφερόντων, αλλά και την καθ’ οιονδήποτε τρόπο προώθηση και ανάπτυξη της ασφαλιστικής ιδέας και πρακτικής.
Το κορυφαίο επαγγελματικό ασφαλιστικό σωματείο είναι η ΕΝΩΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ανασυστάθηκε το 1992 μετά τη συνένωση των δύο άλλων Ενώσεων, η αντιπαλότητα των οποίων ταλαιπώρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα την ασφαλιστική αγορά. Τα ευεργετικά αποτελέσματα της καθολικής εκπροσώπησης είναι ήδη ορατά με πλέον σημαντικό την ίδρυση και έκτοτε την επιτυχή λειτουργία του Ελληνικού Ινστιτούτου Ασφαλιστικών Σπουδών. Παρ’ όλα αυτά, είναι χρήσιμο να σημειωθεί ότι υπάρχουν ακόμα σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης δράσης του Σωματείου για την επίτευξη των καταστατικών του σκοπών, που τελικά αποτελούν βοηθήματα στην προσπάθεια κατ’ αρχήν επιβίωσης και ανάπτυξης της ελληνικής Ασφαλιστικής βιομηχανίας.
Κρατική Παρουσία
Κατ’ αρχήν την εποπτεία της λειτουργίας της ασφαλιστικής αγοράς είχε επί πολλά χρόνια το Υπουργείο, το τότε λεγόμενο Εμπορίου, στο οποίο λειτουργούσε σχετική διεύθυνση. Μετά τη διαφοροποίηση και αναδιάταξη του Κυβερνητικού σχήματος, το έργο αυτό έχει ανατεθεί στο Υπουργείο Ανάπτυξης. Η μετακίνηση αυτή σχεδόν σε τίποτα δεν άλλαξε την οργάνωση και λειτουργία της αντίστοιχης διεύθυνσης. Έχει την ευθύνη της τήρησης και εφαρμογής της εκάστοτε ισχύουσας Νομοθεσίας, χορηγεί και αφαιρεί άδειες λειτουργίας των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων, συστήνει Επιτροπές για διάφορα θέματα, όπως ο εκσυγχρονισμός της ασφαλιστικής Νομοθεσίας και δέχεται τα παράπονα ασφαλιζομένων κατά Ασφαλιστικών Εταιριών, προκειμένου να κάνει τις παρεμβάσεις που επιβάλλει η περίπτωση για τη θεραπεία των καταγγελομένων.
Είναι χρήσιμο να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα εποπτικό έργο της Πολιτείας δεν υπήρξε όσο θα έπρεπε αποδοτικό από κάθε άποψη. Παρουσίασε πάντα τα συνήθη συμπτώματα της Δημόσιας Διοίκησης, γεγονός που δεν επέτρεψε την έγκαιρη, εποικοδομητική, εξυγιαντική και αποτελεσματική επιβοήθηση της ασφαλιστικής αγοράς.
Η συμμετοχή της χώρας μας κατ’ αρχήν στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και στη συνέχεια η ενσωμάτωση της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με συνέπεια την υποχρεωτική λειτουργία των επί του ασφαλιστικού πεδίου σχετικών οδηγιών, αυτουσίως και υπό μορφή εθνικής Νομοθεσίας, είχε θετικό αποτέλεσμα, τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς σε πολύ σημαντικό βαθμό. Το αποτέλεσμα αυτό όμως δεν αρκεί για να επέλθει και η εξυγίανση της αγοράς στον αυτό βαθμό τουλάχιστον. Και είναι γνωστό ότι δεν επήλθε η εξυγίανση γιατί το ελεγκτικό έργο της λειτουργίας της αγοράς ασκείται από την Εποπτική Αρχή, που όπως προαναφέρθηκε, είναι σαρξ εκ της σαρκός της Δημόσιας Διοίκησης.
*Ο Βασίλειος Ι. Χαρδαλιάς υπήρξε Διευθύνων Σύμβουλος της Ασφαλιστικής Εταιρείας «ΑΣΤΗΡ Α.Ε.»