Δήλωση του Προέδρου του Ε.Ε.Α. κ. Ιωάννη Χατζηθεοδοσίου σχετικά με την ελληνική οικονομία:
Διαδοχικά μηνύματα και έμμεσες απειλές των εκπροσώπων των δανειστών. Συνεχείς αναφορές στελεχών της κυβέρνησης για «κόκκινες» γραμμές αλλά και έκφραση διφορούμενων απόψεων που εντείνουν την ανησυχία πολιτών και επιχειρηματιών. Και μία οικονομία που παραπαίει, όσο διαρκεί αυτό το μαρτύριο της «σταγόνας», αναμένοντας μάταια προς το παρόν μία πορεία ανάκαμψης. Αυτό είναι το σκηνικό που βιώνει μία ολόκληρη κοινωνία τους τελευταίους μήνες.
Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι το διακύβευμα των διαπραγματεύσεων είναι πολύ μεγάλο και αφορά σχεδόν το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών. Είναι ξεκάθαρο ότι γίνεται μία συντονισμένη προσπάθεια από πλευράς δανειστών να μην αλλάξει τίποτα που θα μπορούσε να θέσει σε αμφισβήτηση την αποτυχημένη συνταγή αντιμετώπισης της ελληνικής κρίσης. Καμία πολιτική αυξημένης φορολογίας, μείωσης μισθών, συντάξεων και δαπανών δεν είναι ικανή να δώσει αποτελέσματα, αν δεν ακολουθείται από διαδικασίες παραγωγής πλούτου και επανεκκίνησης της οικονομίας σε ανταγωνιστική βάση.
Όμως το αμείλικτο ερώτημα που παραμένει αναπάντητο, είναι ένα. Έως πότε θα βρίσκεται σε τέλμα η ελληνική οικονομία; Έμποροι, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες, βλέπουν καθημερινά να μειώνεται ο τζίρος, χρηματοδότηση να μην υπάρχει από πουθενά, και, το κυριότερο, να μη φαίνεται καμία προοπτική ανάκαμψης.
Στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο της Αθήνας είχαμε επισημάνει από την πρώτη στιγμή που φάνηκαν τα καταστροφικά αποτελέσματα της κρίσης, ότι απαιτείται –από την όποια ελληνική κυβέρνηση- υιοθέτηση αναπτυξιακών πολιτικών, ώστε να επαναλειτουργήσει η οικονομία.
Οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν αγνοήσει τις παρατηρήσεις φορέων και παραγόντων της αγοράς και ζήσαμε όλοι τις αρνητικές συνέπειες που αποτυπώθηκαν με αύξηση της ύφεσης και της ανεργίας.
Τώρα πλέον κρούουμε τον κώδωνα του κινδύνου και στη νέα κυβέρνηση. Κοινωνία και αγορά δεν έχουν φτάσει απλώς στα όρια τους, αλλά πλέον τα έχουν ξεπεράσει.
Μπορεί έως τώρα να έχουν γίνει ορισμένα βήματα βελτίωσης, όπως για παράδειγμα η ρύθμιση για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές. Όμως μην γελιόμαστε, η πραγματική επιδίωξη του οικονομικού επιτελείου ήταν να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα για να ανταποκριθεί στις αυξημένες υποχρεώσεις και όχι για να ανακουφίσει τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και τους ελεύθερους επαγγελματίες που βρίσκονται σε απόγνωση. Όσο λοιπόν εμμένει η κυβέρνηση σε αποσπασματικά μέτρα, χωρίς στοχευμένες αποφάσεις αναπτυξιακής πολιτικής, τότε φοβόμαστε ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε προς το καλύτερο. Δυστυχώς, για τους κυβερνώντες παραμένει ακόμα η εικόνα του δέντρου και όχι του δάσους.
Η αγορά στεγνώνει, η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα και της αγοράς συνεχώς μειώνεται, η κατανάλωση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, οι φόροι και τα χρέη αυξάνουν, χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν και οι επιχειρηματίες βγάζουν κραυγή απόγνωσης: ως πότε αυτή η πολιτική συρρίκνωσης και καταστροφής;
Σε αυτή την τόσο κρίσιμη στιγμή, που οι όποιες αποφάσεις που θα ληφθούν μέσα από τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους και τους «θεσμούς» θα επηρεάσουν και τις επόμενες γενιές, οφείλουν όλοι να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Να αφήσουν τις ιδεοληψίες που πολύ φοβόμαστε ότι συντελούν στο αδιέξοδο που έχουν οδηγηθεί οι διαπραγματεύσεις και κυρίως να αποφασίσουν και να εφαρμόσουν ένα συγκεκριμένο πλάνο αντιμετώπισης της κρίσης. Γιατί, δυστυχώς, ακούμε και διαβάζουμε τόσες αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις και θέσεις εντός της κυβέρνησης, που δείχνουν ότι ακόμα δεν υπάρχει οργανωμένο σχέδιο.
Μόνο μια γενναία πολιτική τομή με στροφή στην αναθέρμανσης της οικονομίας μπορεί να αλλάξει την κατάσταση.
Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή δυνατότητα αναμονής «μεγάλων επενδύσεων», οι οποίες δεν έρχονται σε καμία περίπτωση αν δεν λειτουργήσουν πρώτα αποδοτικά οι μικρές και μεσαίες επενδύσεις. Είναι κανόνας κάθε οικονομίας, οι μικρομεσαίες επενδύσεις να αποτελούν τον «δείκτη εμπιστοσύνης» αλλά και προπομπό κάθε μεγάλης επένδυσης. Για να παραμείνουν όμως «ζωντανές» οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και, κυρίως, για να δημιουργηθούν και άλλες που σε υγιή βάση και στέρεα θεμέλια θα συμπαρασύρουν προς τα εμπρός το σύνολο της ελληνικής οικονομίας, απαιτείται ενίσχυση της ρευστότητας και δυνατότητα χρηματοδότησης.
Χρειάζεται εδώ και τώρα η στροφή στην καινοτομία, στην πράσινη οικονομία, στην σύγχρονη επαγγελματική κατάρτιση, στις νεοφυείς επιχειρήσεις, στον εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Διοίκησης, στην νέα οργάνωση της εργασίας και φυσικά στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών.
Με τα λόγια και τις δηλώσεις καλών προθέσεων δεν ξεπεράστηκε ποτέ κανένα πρόβλημα. Απαιτούνται ενέργειες και δράσεις. Ελπίζουμε να το έχει κατανοήσει αυτό η κυβέρνηση και να μην χαθεί άλλος πολύτιμος χρόνος.