Αναδημοσιεύουμε από την ιστοσελίδα της «Ζούγκλας» του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου ένα πολύ ενδιαφέρον ρεπορτάζ που αναφέρεται στα «Δομημένα Ομόλογα» που φόρτωσαν τα Ταμεία των Ασφαλισμένων οι Αχόρταγοι Πολιτικοί μας, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλο τον κόσμο! Τα «Δομημένο Ομόλογο», φίλοι μου, μοιάζουν με τις «Πέτσινες» προσωπικές Επιταγές που δεν έχουν αντίκρισμα και, το χειρότερο, στην προκειμένη περίπτωση, δεν είχαν ούτε ημερομηνία λήξης!
Περισσότερα από 9 τρισ. δολάρια «έφαγαν» από τα επαγγελματικά ταμεία, καθώς υπολογίζεται πως μέσα στο 2008 χάθηκε τουλάχιστον το 25% της περιουσίας τους. Πρόκειται για την αποταμίευση εκατομμυρίων εργαζόμενων που «έγινε καπνός» από τη μείωση των όποιων επενδύσεων συνεπεία της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, μέχρι τον περασμένο Οκτώβριο η συνολική περιουσία των συγκεκριμένων ταμείων είχε μειωθεί κατά 20%.
Μέχρι το τέλος του περασμένου χρόνου υπολογίζεται ότι οι απώλειες ξεπέρασαν το 25%. Να σημειωθεί ότι, βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, το 2007 η περιουσία των επαγγελματικών ταμείων παγκοσμίως ξεπερνούσε τα 36 τρισ. δολάρια, κεφάλαια που αντιστοιχούν στο 75% του Παγκόσμιου Ακαθάριστου Προϊόντος.
Ενθαρρυντικό είναι ωστόσο το γεγονός ότι, παρά τη μεγάλη πτώση του 2008, η μέση ετήσια πραγματική απόδοση των ταμείων την τελευταία δεκαπενταετία ήταν 8,5% στη Σουηδία και 6,1% στις ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία.
Πρόκειται για ταμεία, τα οποία είναι αρκετά διαδεδομένα στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ, ενώ στη χώρα μας θεσπίστηκαν με το νόμο Ρέππα το 2002 και ο θεσμός παραμένει ανενεργός, με εξαίρεση κάποια ταμεία, όπως των ΕΛΤΑ, των Οικονομολόγων, των Γεωτεχνικών και των Εφοριακών.
Στην περίπτωση που τα ταμεία είναι «καθορισμένης παροχής», ελλοχεύει ο κίνδυνος μείωσης των παροχών-συντάξεων, αν η κρίση «χτυπήσει» τον εργοδότη (πτώχευση).
Ειδικοί, πάντως, εκτιμούν ότι μετά τη χρονιά που πέρασε το μέλλον των επαγγελματικών ταμείων εξαρτάται από τη δυνατότητά τους να μειώσουν την έκθεσή τους σε κινδύνους. Τα βήματα είναι λίγο πολύ γνωστά: μείωση των επενδύσεων σε μετοχές, αύξηση των ομολόγων, διασπορά του επενδυτικού κινδύνου, αναθεώρηση της απόφασης για επενδύσεις σε προϊόντα υψηλού κινδύνου, λιγότερη χρήση παραγώγων για αντιστάθμιση κινδύνων καθώς και ελαστικότερη εφαρμογή κανόνων για την αποτίμηση των υποχρεώσεων και τη διατήρηση του λόγου περιουσίας/υποχρεώσεων.