Οι μικροί μειώνουν τις τιμές, ενώ οι μεγάλοι τις «αυξομειώνουν» με προσφορές, συμπεραίνει η Έρευνα που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ) της Εθνικής Συνομοσπονδίαας Ελληνικού Εμπορίου για την εξέλιξη των τιμών στην Αγορά. Στην Έρευνα αποτυπώνεται η εξέλιξη των τιμών στο λιανικό εμπόριο, τόσο στα τρόφιμα, όσο και στα είδη ένδυσης – υπόδησης και γίνεται μια σύγκριση των δεδομένων σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ανάμεσα στους λόγους που επηρεάζουν και μπορούν να συμβάλλουν στη διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα είναι σύμφωνα με την Έρευνα: Οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ, οι ενδοομιλικές συναλλαγές πολυεθνικών και η διατήρηση υψηλών περιθωρίων κέρδους σε τμήμα της εγχώριας αγοράς παρά την ύφεση και παύση των πιστώσεων.
Σωρευτικά την περίοδο 2010 – 2012, οι τιμές στην Ένδυση και Υπόδηση υποχώρησαν κατά 28,2% (21,3% το 2012 έναντι του 2011), ενώ πτωτική είναι η γενική τάση και στα τρόφιμα. Αξίζει πάντως να σημειωθούν κάποιες ανατιμήσεις σε ορισμένες περιπτώσεις που για την περίοδο 2008 -2013 ήταν: 21,53% για τη ζάχαρη, 19,05% για τα αυγά και 13,85% για το ρύζι. Στα τρόφιμα επίσης, οι τιμές επιβραδύνονται σε σχέση με την εικόνα που επικρατεί στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με την Έρευνα, ο κύκλος εργασιών των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων μειώθηκε σωρευτικά κατά 40%‐60%, όπως προκύπτει από δηλώσεις των επιχειρηματιών, εξαιτίας κυρίως της μείωσης του διαθέσιμου πραγματικού εισοδήματος των καταναλωτών. Επίσης, οι μικρές επιχειρήσεις, όχι μόνο έχουν απορροφήσει τον ΦΠΑ, αλλά έχουν μειώσει και το περιθώριο κέρδος τους για να προσελκύσουν τους καταναλωτές. Παράλληλα, από τα ευρήματα διαφαίνεται μικρή συσχέτιση του μισθολογικού κόστους με την εξέλιξη του επιπέδου των τιμών.
Οι πιθανοί παράγοντες που προσδιορίζουν το επίπεδο τιμών στο σύνολο της ελληνικής αγοράς είναι σύμφωνα με την Έρευνα:
- Οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ. Στην Ελλάδα αυξήθηκαν οι συντελεστές ΦΠΑ και διαμορφώθηκαν στο επίπεδο του 13% και 23%, αρκετά υψηλότερα από την Ισπανία (οι αντίστοιχοι είναι 8% και 18%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (5% και 20%).
- Οι ενδοομιλικές συναλλαγές πολυεθνικών (transfer pricing), οι οποίες φουσκώνουν τις τιμές αλλά και το κόστος προκειμένου να αποφεύγουν τη φορολογία στην Ελλάδα. Οι εν Ελλάδι θυγατρικές εισάγουν προϊόντα με τεχνητά υψηλό κόστος, το οποίο μετακυλύεται μέσω των υψηλών τιμών, στους καταναλωτές.
- Οι ρήτρες απαγόρευσης παράλληλων εισαγωγών, ο εξαναγκασμός δηλαδή των λιανέμπορων να μην αγοράζουν από θυγατρικές των προμηθευτών τους σε άλλες χώρες όπου ενδεχομένως πωλούν φθηνότερα σε σχέση με την ελληνική αγορά.
- Οι στρεβλώσεις σε σχετικές με το εμπόριο αγορές όπως στις μεταφορές, εφοδιαστική αλυσίδα (logistics) κ.λπ., οι οποίες, εξαιτίας της ιδιομορφίας τους, εμποδίζουν τον ανταγωνισμό και συμβάλλουν στη διόγκωση των τελικών τιμών π.χ. απαγόρευση συνδυαστικών μεταφορών νωπών με άλλα προϊόντα.
- Οι πολεοδομικοί περιορισμοί στις προδιαγραφές κτιρίων που εμποδίζουν την πλήρη εκμετάλλευση των αποθηκευτικών χώρων και λοιπά, γραφειοκρατικού τύπου προσκόμματα, π.χ. η δυνατότητα προμήθειας φθηνότερων μεν καυσίμων από το εξωτερικό αλλά υπό την αυστηρή προϋπόθεση της ύπαρξης δεξαμενών αποθήκευσης για χρονικό διάστημα 60 ημερών.
- Η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς χονδρικού και λιανικού εμπορίου με διάφορες μυστικές συμφωνίες δημιουργούν τα γνωστά και άγνωστα «καρτέλ», τα οποία το Υφυπουργείο Εμπορίου οφείλει να αντιμετωπίζει και η Επιτροπή Ανταγωνισμού να τιμωρεί.
- Η διατήρηση υψηλών περιθωρίων κέρδους σε τμήμα της εγχώριας αγοράς παρά την ύφεση. Ειδικότερα σύμφωνα με την Εκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος παρατηρείται ότι από τη σύγκριση της προαναφερθείσας μείωσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας την διετία 2012-13 προκύπτει διεύρυνση του περιθωρίου κέρδους στην οικονομία συνολικά.
- Η μεγάλη εξάρτηση από τις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών πετρελαίου, με επιβάρυνση στην τελική τιμή σε σειρά προϊόντων όπου τα καύσιμα χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη έχουν αυξήσει το κατά μονάδα κόστος καθώς έχουν εκτινάξει και το κόστος των μεταφορών.
- Η πεπατημένη πως οι βραχυπρόθεσμες εκπτώσεις και προσφορές λειτουργούν περισσότερο ελκυστικά για τους καταναλωτές παρά οι μόνιμα χαμηλές τιμές. Επίσης, η εσφαλμένη επιλογή των ταχέως και βραδέως κινούμενων εμπορευμάτων, οδηγεί σε λάθος υπολογισμό αντικατάστασης (stock replacement) και του σωστού ποσοστού κέρδους.
- Η πτώση του μισθολογικού κόστους αλλά και του κόστους μίσθωσης επαγγελματικής στέγης (ενοίκια) αντισταθμίστηκε πλήρως αφενός από τους αναδρομικούς φόρους, έκτακτες εισφορές και τις αυξήσεις στους λογαριασμούς των ΔΕΚΟ και αφετέρου από την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού των επιχειρήσεων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα
- Η παύση των πιστώσεων που επιβλήθηκε στις ελληνικές εισαγωγικές επιχειρήσεις από τους προμηθευτές τους στο εξωτερικό, λόγω της έλλειψης αξιοπιστίας της χώρας μας (country risk), υποχρεώνοντάς τις στην ουσία να επωμίζονται εξολοκλήρου και της μετρητοίς το κόστος αγοράς πριν την παραλαβή εμπορευμάτων.
- Η αδυναμία πλήρους αποτύπωσης της ελληνικής πραγματικότητας, αφού σε πολλές περιπτώσεις εκτός από τα συνεχή δεκαήμερα προσφορών, λαμβάνουν χώρα στο ταμείο άτυπες εκπτώσεις και «παζάρια» του υψηλού ΦΠΑ, πριν την έκδοση της απόδειξης, ανάλογα μάλιστα και με τον τρόπο πληρωμής, γεγονός που οδηγεί σε διαμόρφωση λανθασμένων στοιχείων.
- Η προσήλωση των κρατικών φορέων στην άρση των εμποδίων εισόδου των επιχειρήσεων στην αγορά, θα ήταν αποτελεσματικότερη εάν πρώτα είχαν ενταθεί οι προσπάθειες στην κατεύθυνση του περιορισμού εκείνων των παραγόντων που διαμορφώνουν τις τελικές τιμές π.χ. ΕΕΤΗΔΕ, υπερφορολόγηση ιδιοχρησιμοποιούμενων επαγγελματικών ακινήτων και βεβαίως του πολυλογαριασμού της ΔΕΗ.