Του Βασίλη Χαρδαλιά*
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αισιόδοξα μηνύματα προκαλούν σε κάθε καλόπιστο ενδιαφερόμενο τα δημοσιεύματα στον ημερήσιο και κλαδικό Τύπο για τα θετικά οικονομικά αποτελέσματα των δραστηριοποιούμενων ασφαλιστικών επιχειρήσεων στον ελληνικό χώρο.
Η αισιόδοξη όμως αυτή εικόνα της ασφαλιστικής μας αγοράς είναι μάλλον μαγική και τούτο διότι, αν φωτιστούν λίγο καλύτερα τα δυσδιάκριτα σημεία της, αυτόματα η αισιοδοξία μετατρέπεται σε έντονο προβληματισμό για το μέλλον του κλάδου στη χώρα μας.
Η αποκάλυψη δε αυτή για να γίνει αντιληπτή δεν απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις, παρά μόνο μια απλοϊκή γνώση ανάγνωσης και γραφής των ασφαλιστικών πραγμάτων. Έτσι, λοιπόν, τα υψηλά ποσοστά αύξησης των ασφαλιστικών εργασιών, όλων σχεδόν των ασφαλιστικών εταιρειών, τα ατελείωτα εκατομμύρια ευρώ που φέρονται να δόθηκαν για αποζημιώσεις, οι εντυπωσιακές εξαγγελίες φανταχτερών προγραμμάτων παρεχομένων ασφαλιστικών καλύψεων διάφορων τύπων, οι προβαλλόμενες αναδιαρθρώσεις και ανακατατάξεις των εταιρικών σημαντικών επιχειρηματικών μονάδων της αγοράς, ο φιλόδοξος διορισμός νέας Ανεξάρτητης Αρχής, με την ίδια συνταγή συγκρότησης με την προηγούμενη, όλα αυτά δεν μπορούν να αλλοιώσουν -αν και αυτό επιδιώκουν- την πραγματικά θλιβερή εικόνα της σημερινής ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς.
Οι λόγοι που οδήγησαν και οδηγούν την ελληνική ασφαλιστική βιομηχανία στο τέλμα, στην απαξίωση, στη συρρίκνωση και στον αφελληνισμό είναι πολλοί και διάφοροι και βέβαια η συνισταμένη όλων επιφέρει, όπως είναι φυσικό, το προαναφερόμενο αποτέλεσμα.
Το γεγονός της πτώσης γίνεται ακόμη πιο δυσσάρεστο όταν ληφθεί υπόψη ότι η απώλεια του σχετικά καλού τεχνικοοικονομικού επιπέδου δεν πλήττει μόνο τη χρηματοοικονομική πλευρά της αγοράς, πλήττει κατά κύριο λόγο το θεσμό της ιδιωτικής ασφάλισης, που έχει τόσο πολύ ανάγκη να καθιερωθεί στην ελληνική κοινωνία.
Η οπισθοδρόμηση της ασφαλιστικής μας αγοράς άρχισε σταδιακά, την τελευταία 15ετία (από το 1993) από μεμονωμένες στην αρχή αιτίες και αφορμές, με τάσεις αλληλεπίδρασης σε όλους τους τομείς της ασφαλιστικής δραστηριότητας και με επιταχυνόμενους ρυθμούς. (Η υπογράμμιση είναι του I.D.)
Ασφαλώς η σε εξέλιξη ευρισκόμενη διεθνής οικονομική κρίση είναι αναπόφευκτο να επηρεάσει δυσμενώς και την ασφαλιστική βιομηχανία, η οποία παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη σκηνή της πραγματικής οικονομίας.
Είναι χρήσιμο και αναγκαίο να προσεγγίσουμε, όσο επιτρέπει η σύντομη διατύπωση κάποιων σκέψεων, τους κατά τεκμήριο κυριότερους λόγους που οδήγησαν την ασφαλιστική επιχείρηση στην προαναφερθείσα κατάσταση, προκειμένου να μη χαρακτηριστούν τα συμπεράσματα αυτά γενικόλογοι και αόριστοι αφορισμοί.
Στις αρχές της χρονικής περιόδου που προαναφέρθηκε επήλθε η χαλάρωση του ανελαστικού κρατισμού που είχε εφαρμοστεί χωρίς να προσφέρει κάτι ουσιαστικό στο θεσμό, με αποτέλεσμα η ασφαλιστική μας αγορά να βρεθεί ευάλωτη από πολλές πλευρές. Κατά βάση οι εταιρείες τραπεζιτικού κρατικού ενδιαφέροντος βρέθηκαν με διογκωμένα χαρτοφυλάκια, αλλά μη αξιοποιημένα ή/και οικονομικά ανενεργά, ενώ ταυτόχρονα το ανθρώπινο δυναμικό τους βρέθηκε να νοσεί βαρύτατα από τη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία του άμετρου συντεχνιακού συνδικαλισμού. Παράγοντες εκ διαμέτρου αντίθετοι με την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη. (Η υπογράμμιση είναι το I.D.)
Από την άλλη πλευρά, οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών εταιρειών παρέμειναν οι μεν πρώτες χωρίς κεφαλαιακή υποστήριξη, με περιορισμένο κύκλο εργασιών, κυρίως αυτοκίνητα, με αποτέλεσμα να είναι ασήμαντες και χωρίς ρόλο στη διαμόρφωση και την ανάπτυξη της αγοράς. Τα δε υποκαταστήματα των ξένων εταιρειών και από αυτά τα πλέον γνωστά επέζησαν χάρη στην έξωθεν καλή μαρτυρία περί της αξιοπιστίας των μητρικών τους εταιρειών.
Η εποπτική πολιτική εξουσία και κάθε παρακολούθηση αυτής συνέχισαν να καθεύδουν μακαρίως, παρά τις τρανταχτές υποσχέσεις για εξυγίανση του κλάδου, για μαχαίρια που φτάνουν στο κόκαλο και άλλα παρόμοια, μολονότι η κακή κατάσταση διαχείρισης της αγοράς χειροτέρευε καθημερινά. Το φάσμα του πολιτικού κόστους και η πελατειακή πρακτική ακύρωσαν κάθε καλή πρόθεση αποτελεσματικής παρέμβασης. Ασφαλώς δε χρειάζεται να αναφερθούν εδώ οι επικοινωνιακές πρακτικές των εκάστοτε αρμοδίων, για την κατ’ ουσίαν ακύρωση κάθε εξυγυαντικού προγραμματισμού. Όλοι οι παροικούντες την ασφαλιστική Ιερουσαλήμ γνωρίζουν καλά ότι οι ελεγκτικές αρχές της λειτουργίας της ασφαλιστικής αγοράς ουδέποτε επιχείρησαν να αγγίξουν τα καίρια και βασικά σημεία της παθογένειας αυτής. Ανέκαθεν περιορίστηκαν στην προσπάθεια θεραπείας των προβλημάτων αυτών μεταχειριζόμενες θεραπευτικές αγωγές απλού κρυολογήματος, ενώ είναι ολοφάνερο από μακρού χρόνου ότι η αγορά μας χρειάζεται άμεση και πολλαπλή χειρουργική επέμβαση.
Η εποπτικοελεγκτική αυτή χαλαρότητα επέτρεψε να εισχωρήσουν στο επάγγελμα καιροσκόποι και επιτήδειοι με το μανδύα του επιχειρηματία ασφαλιστή, με μόνο στόχο την εφήμερη κερδοσκοπία.
Την τακτική αυτών, δυστυχώς, ακολούθησαν και παραδοσιακές επιχειρήσεις, επικαλούμενες και προφασιζόμενες την ανάγκη αντιμετώπισης του αχαλίνωτου και «αθέμιτου» ανταγωνισμού. Έτσι, είδαμε μεγάλες και ιστορικές εταιρείες να ευτελίζουν το ασφάλιστρο αλλά και τη γενικότερη πρακτική άσκησης του εξ υποθέσεως αντιοικονομικού κλάδου αυτοκινήτων, προκειμένου να διατηρήσουν ή και να ανακτήσουν τη χαμένη τους ρευστότητα και μόνο. Ένας άλλος σοβαρός λόγος της αποτελμάτωσης της ασφαλιστικής αγοράς είναι η αποβιομηχανοποίηση της χώρας. Η αιτία αυτή, εκτός από τη σημαντικότατη μείωση των εργασιών που επέφερε στο υγιές τμήμα της αγοράς, στέρησε ακόμη από τους επαγγελματίες ασφαλιστές το κίνητρο και τη δυνατότητα να διευρύνουν τις προσφερόμενες ήδη καλύψεις με παράπλευρα και νέα ασφαλιστικά προϊόντα. Η αρνητική αυτή εξέλιξη της αγοράς δεν είχε μόνο οικονομικές επιπτώσεις, αλλά ταυτόχρονα ανέστειλε, για ευνόητους λόγους, την εν γένει επιμόρφωση του ανθρώπινου ασφαλιστικού δυναμικού.
Οι λόγοι αποδυνάμωσης της ελληνικής αγοράς που προαναφέρθηκαν ασφαλώς δεν είναι οι μόνοι. Είναι όμως από τους πιο σημαντικούς κα αρκούν για να δώσουν σε κάθε ενδιαφερόμενο κάποιες στοιχειοθετημένες εξηγήσεις στον προβληματισμό του σχετικά με τη δυσμενή αυτή εξέλιξη. Το κύριο όμως ζητούμενο στην προκειμένη περίπτωση είναι να αναζητηθεί με αντικειμενικότητα και καλή προαίρεση το τι έκαναν οι Ασφαλιστές επιχειρηματίες, η λεγόμενη «ηγεσία της αγοράς», για να αντιμετωπιστεί η από πολύ καιρό διαφαινόμενη επέλευση της επιχειρηματικής δυσπραγίας. Σημειωτέον δε ότι η κατάσταση αυτή πριν από κάθε άλλο ήταν βέβαιο ότι θα πλήξει τα συμφέροντα των ίδιων και των εργαζομένων.
Την απάντηση στο εύλογο αυτό ερώτημα είναι βέβαιο ότι γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν μια ευρύτερη γνώση και σχέση με τα ασφαλιστικά πράγματα. Κανείς όμως από τους εναπομείναντες επαΐοντες περί την ασφαλιστική επιχείρηση δεν την εκστομίζει. Και δεν την εκστομίζει κανείς, γιατί είναι από σκληρή έως πολύ σκληρή. Η αναφορά στους εναπομείναντες επαΐοντες είναι αναγκαία για την αντικειμενικότητα των σκέψεων αυτών, αφού μπροστά στους επερχόμενους κινδύνους μερικοί αποσύρθηκαν, κάποιοι δραπέτευσαν, άλλοι προσπαθούν να εγκαταλείψουν τους θώκους αλώβητοι και κάποιοι απέμειναν στο στίβο. Όλοι ανεξαιρέτως όμως, και για όσο χρόνο ο καθένας λειτούργησε στο χώρο, επέλεξαν πολιτικές, πρακτικές και μεθόδους δοκιμασμένες, απαρχαιωμένες, εύκολες και εν πολλοίς αποτυχημένες. Ταυτόχρονα με αυτή την τακτική αφέθησαν, όπως προαναφέρθηκε, να παρασυρθούν από το χείμαρρο της προχειρότητας στην άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η υποβάθμιση της ασφαλιστικής βιομηχανίας της χώρας δεν ήρθε υπό μορφή καταιγίδας. Διαφαινόταν ξεκάθαρα από πολύ καιρό μέσα από τις επιπτώσεις των προαναφερθέντων παραγόντων. Παρ’ όλα αυτά, οι Έλληνες ασφαλιστές, η ηγεσία της ασφαλιστικής αγοράς, κατά περίεργο τρόπο, παρέμεινε αδρανής. Η αδράνεια επικράτησε τόσο σε μεμονωμένο εταιρικό επίπεδο όσο και σε συλλογικό. Στάση που εξακολουθούν να τηρούν αν και τα αρνητικά αποτελέσματα, από κάθε άποψη, τους πλήττουν από καιρό, άσχετα αν προσπαθούν, μάταια βέβαια, να τα αγνοήσουν. Δεν έλαβαν κανένα μέτρο στο πλαίσιο του ασφαλιστικού πεδίου, όπως η παρουσίαση και η προβολή κάποιων βελτιωμένων ασφαλιστικών προϊόντων των καθιερωμένων και αναγκαίων κλάδων προστασίας του μόχθου των καταναλωτών, όπως αυτοί του πυρός, της επαγγελματικής ευθύνης και της επικουρικής ασφάλισης υγείας. Δεν αναζήτησαν ή/και αγνόησαν νέες πηγές πρόσκτησης εργασιών πολλαπλών προϊόντων, όπως στην αλματώδη εδώ και μια δεκαετία ανερχόμενη και διογκούμενη ελληνική ναυτιλία. Χάθηκε το τρένο αυτής της πολύ σημαντικής ευκαιρίας, χωρίς καν απόπειρα προσέγγισης του ελληνικού εφοπλισμού, και όχι μόνο χωρίς μια στοιχειώδη προετοιμασία στελεχιακού δυναμικού. Οι ενέργειες αυτές ασφαλώς και απαιτούν κάποια επένδυση, της οποίας όμως το εύρος ήταν πάντα στις αντοχές της αγοράς, όπως είναι γνωστό από το παρελθόν και μάλιστα υπό πολύ δυσμενέστερες συνθήκες.
Συμπερασματικά, η αγορά στο σύνολό της, όχι μόνο δεν επεδίωξε το επιχειρηματικά αυτονόητο, αλλά, αντίθετα, αναλώθηκε με ανεξήγητη μονομέρεια και επιμονή στην προσπάθεια διάσωσης, γαντζωμένη στον εδώ και χρόνια καταστροφικό κλάδο του αυτοκινήτου.
Πέραν αυτού, οι λάθος επιλογές επιβίωσης συνεχίστηκαν με το να επιλέγονται μέθοδοι πρόσκτησης εργασιών ξεπερασμένες, που βασίζονται αποκλειστικά στην εξαναγκαστική κάλυψη κάθε ασφαλιστικού συμφέροντος που είναι προϊόν δανείου. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται στην ασφαλιστική μας αγορά περισσότερο από μισό αιώνα, με μόνο νεωτερικό στοιχείο την εναλλαγή του ονόματός της κατά χρονικά διαστήματα και σήμερα, σύμφωνα με τα τελευταία βαφτίσια, λέγεται «bank assurance». Η παραγωγή ασφαλίστρων από την εφαρμογή αυτής της μεθόδου, παρά τα συνεχούς και μετ’ επιτάσεως προφασιζόμενα, υπήρξε πολύ μικρή μπροστά στην τεράστια ζημία που προξένησε στην καθιέρωση και την αποδοχή της σημασίας της ιδιωτικής ασφάλισης στο πλατύ καταναλωτικό κοινό.
Η παράθεση και άλλων παρόμοιων περιπτώσεων είναι ανώφελη, και τούτο διότι η προσήλωση των αρμοδίων και υπευθύνων στις μεθόδους αυτές είναι σχεδόν απόλυτη. Προκειμένου δε να αιτιολογήσουν τις επιλογές τους, αλλά και να τις βοηθήσουν, φτάνουν στο αχαρακτήριστο σημείο να υποβαθμίζουν ακόμη και τα εκπαιδευτικά προγράμματα του μοναδικού ασφαλιστικού επιμορφωτικού κέντρου της αγοράς, που οργανώθηκε, λειτούργησε και επιβίωσε με πολλούς κόπους. Μια γρήγορη ματιά στα φετινά προγράμματα του ΕΙΑΣ αποκαλύπτει του λόγου το αληθές. Την πρώτη από κάθε άποψη προτεραιότητα κατέχει το αυτοκίνητο. Όλη η άλλη, η κατ’ουσίαν ασφαλιστική εκπαιδευτική ύλη, αυτή που δίδει τη γνώση, που τόσο πολύ λείπει από την ασφαλιστική μας κοινότητα, περιορίζεται σε μερικές θεματικές περιλήψεις, που φέρουν όμως εντυπωσιακούς τίτλους, για να καμουφλάρουν το στοιχειώδες και ελλειμματικό τους περιεχόμενο.
Τέλος, επειδή η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, δε μένει παρά η έκφραση μιας ευχής: οι κινούντες τα νήματα να πάψουν να εθελοτυφλούν, να ανακαλύψουν ξανά τις βασικές ασφαλιστικές αρχές, να απαρνηθούν τις αλληλοβραβεύσεις, να εγκαταλείψουν τις εύκολες αλλά επικίνδυνες λύσεις, να δουν το πρόβλημα κατάματα και να δράσουν.
Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι μια εξαιρετικά ελπιδοφόρα έκπληξη για τον ασφαλιστικό κόσμο, αλλά ταυτόχρονα και μια σημαντική εξυγιαντική οικονομικού περιεχομένου ενέργεια, που θα βοηθήσει όχι μόνο στην καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση της ασφαλιστικής ανάκαμψης, αλλά και της γενικότερης οικονομικής κρίσης.
* Ο Βασίλης Χαρδαλιάς είναι πρώην Γενικός Διευθυντής της Αστήρ Α.Ε.