Τη στιγμή που η αγωνία για την επιστροφή της τρόικας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων κορυφώνεται, καθώς τα χρονικά περιθώρια στερεύουν, η Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων επιλέγει να χρησιμοποιήσει πολύ έντονο ύφος για τη στάση των δανειστών και το πλήγμα που φέρει αυτή στην χώρα και στην οικονομία.
Αφού προαναγγέλει ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης για φέτος, στο 1%, κάνει λόγο για «την εκ νέου παρεμπόδιση της ανάπτυξης της οικονομίας με τη συνέχιση της τρέχουσας διαδικασίας της ενίσχυσης της αβεβαιότητας με την πρακτική της διαιώνισης των διαπραγματεύσεων για την λήξη και της τρέχουσας αξιολόγησης και των πιέσεων στην ελληνική κυβέρνηση για κάθε μέτρο που η τελευταία τολμά να λάβει για τη διόρθωση των αρνητικών καταστάσεων στην οικονομία και στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που έφερε η τεράστια ύφεση στην περίοδο 2010-2013».
Γίνεται λόγος για ενδείξεις ότι η αύξηση του ΑΕΠ το 2014 ως σύνολο θα είναι πιο κοντά στο 1,0%, έναντι 0,6% που προβλέπει η Τρόικα, 0,4% που προβλέπει η Moody’s, 0,2% που προβλέπει η S&P. Καταγράφονται σειρά από παράγοντες που σηματοδοτούν ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα συνεχιστεί και θα ενισχυθεί περαιτέρω κατά το 2015 για να εξελιχθεί σε υγιή ανάπτυξη με ρυθμό άνω του 3,0% από το 2016 και στα επόμενα έτη με πρώτη την σημαντική μείωση της αρνητικής επίπτωσης στην αύξηση του ΑΕΠ από την δημοσιονομική προσαρμογή.
Εκτιμά ότι σημαντικά συμβάλει και η το «εκ βάθρων αναδιαρθρωμένο και πλήρως κεφαλαιοποιημένο το Τραπεζικό σύστημα της χώρας που είναι τώρα σε θέση να συμβάλει στην υγιή και διεθνώς ανταγωνιστική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας με ικανοποιητική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών της χώρας και με αποτελεσματική διαχείριση των αυξημένων προβληματικών απαιτήσεων που έφερε η κρίση».
Η κριτική που ασκείται από την τράπεζα είναι έντονη:
«η Τρόικα, όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος, εκτιμά και πάλι (στα τέλη του 2014) ότι υπάρχει «δημοσιονομικό κενό» ύψους € 2,5 δις έως και € 3,6 δις για το 2015 και με αυτό το πρόσχημα πιέζει και πάλι την κυβέρνηση να λάβει νέα μέτρα για να το κλείσει, καθυστερώντας και πάλι (με εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για την οικονομία και για τη χώρα) την ολοκλήρωση της αξιολόγησης που έχει αρχίσει από τον Σεπτέμβριο 2014 και συνεχίζεται έως σήμερα. Αυτές οι ατέλειωτες «διαπραγματεύσεις», με βάση εκτιμήσεις που είναι εξαιρετικά αμφισβητούμενες, συμβάλλουν αναπόφευκτα στη διατήρηση μιας εντελώς τεχνητής αβεβαιότητας στην αγορά με τις δυσμενείς επιπτώσεις που σε όλους είναι εμφανείς.
Γεγονός παραμένει ότι η κυβέρνηση έχει ήδη καταφέρει να σταθεροποιήσει την οικονομία, με μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα στη γενική κυβέρνηση από ότι προγραμματίζεται στα τελευταία 3-έτη και με αναμφισβήτητη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας. Επιπλέον, κατάφερε να φέρει και την ανάκαμψη της οικονομίας, την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας (στο 25,9% τον Αύγουστο του 2014, από 27,9% τον Αύγουστο του 2013) πολύ πιο έγκαιρα από ότι εκτιμούσε η πλειοψηφία των εγχώριων και ξένων αναλυτών και των ειδικών, αλλά και αυτή η ίδια η Τρόικα. Σε τελική ανάλυση αυτό είναι που έχει πραγματική σημασία. Η ενίσχυση της ανάπτυξης με περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και του οικονομικού και επενδυτικού κλίματος θα πρέπει από εδώ και πέρα να αποτελεί τον βασικό στόχο όλων. Η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων από εδώ και πέρα θα πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικά στις ευνοϊκές επιπτώσεις της ανάπτυξης της οικονομίας» επισημαίνεται.
«Αμήχανη η κοινή γνώμη παρακολουθεί την πορεία των διαπραγματεύσεων με την Τρόικα» αναφέρεται. «Από τις διαπραγματεύσεις αναδύεται μια άγονη αντιπαράθεση σε ήσσονος κατά γενική εκτίμηση σημασίας θέματα. Η στάση αυτή δεν αντανακλά τόσο στην κυβέρνηση όσο σε όλους τους πολίτες, που με τις θυσίες που επωμίσθηκαν έκαναν δυνατή την έξοδο της χώρας από την κρίση. Αντί θαυμασμού για το βάθος και εύρος της προσπάθειας προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων, εισπράττουμε σήμερα άρνηση των επιτευγμάτων της χώρας και αβεβαιότητα για το αύριο.
Νέα μέτρα επικρέμανται για δευτερευούσης σημασίας διαρθρωτικές αλλαγές και για την κάλυψη δυνητικά ανύπαρκτων δημοσιονομικών κενών, που θα διογκώνονται εάν δεν ανασχεθεί η πλημμυρίδα των προσδοκιών στις αγορές για εκτροχιασμό του προγράμματος.
Απαιτείται να δοθεί ένα τέλος στην υποβόσκουσα αμφισβήτηση των προσπαθειών ενός ολόκληρου κόσμου, που εκόντες άκοντες συνέβαλαν τα τελευταία χρόνια, με τεράστιο προσωπικό κόστος, στην δημιουργία μιας πιο σύγχρονης και πιο οργανωμένης χώρας, όπου η φοροδιαφυγή τιμωρείται, η διαφθορά αποκαλύπτεται, τα προνόμια καταργούνται, και τίθενται οι βάσεις για μια αποτελεσματικότερη οικονομικά και δικαιότερη κοινωνικά διαχείριση.
«Από την άλλη πλευρά, οι εξελίξεις αυτές δεν φαίνεται να σηματοδοτούν μια πιο εποικοδομητική και αποτελεσματική και λιγότερη επώδυνη αντιμετώπιση της χώρας από την Τρόικα. Εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες σπαταλήθηκαν από τα τέλη του 2012 έως και τον Νοέμ.2013 για τα υποτιθέμενα τεράστια δημοσιονομικά κενά που, σύμφωνα με την Τρόικα, αντιμετώπιζε η χώρα το 2013 και που έπρεπε να καλυφθούν με επιπρόσθετα μέτρα. Τελικά, το 2013 όχι μόνο δεν υπήρξε δημοσιονομικό κενό αλλά επιτεύχθηκε και πρωτογενές πλεόνασμα 0,8% του ΑΕΠ, έναντι ελλείμματος -0,2% του ΑΕΠ που προέβλεπε το ΔΝΤ τον Ιούλ.2013. Στη συνέχεια, νέα δημοσιονομικά και χρηματοδοτικά κενά προβλέπονταν από την Τρόικα για το 2014, για να φτάσουμε στο 10μηνο.2014 όπου το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού της κεντρικής κυβέρνησης διαμορφώνεται στα € 2,4 δις και είναι σε συμφωνία με τον στόχο που είχε τεθεί για το 10μηνο αυτό. Αυτό δε συμβαίνει παρά το ότι το πλεόνασμα του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) είναι κατά € 708 εκατ. χαμηλότερο από τον στόχο, κυρίως λόγω μη είσπραξης ακόμη των προγραμματισμένων εσόδων από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ, και επίσης οι επιστροφές φόρων ήταν κατά € 270 εκατ. υψηλότερες από τον στόχο».
Αναφορά γίνεται και για το χρέος
«Είναι, επίσης, τουλάχιστον άκομψο να αποφαίνονται οι πιστωτές μας ότι η όποια, μικρή σε έκταση, αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, που η Τρόικα είχε υποσχεθεί από τον Νοέμβριο του 2012 εάν η χώρα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα, δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε χρήσιμη. Και, βεβαίως, δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, διότι η Ελλάδα πέτυχε πολύ περισσότερα, έχει ήδη μεγαλύτερα πλεονάσματα από τα συμφωνηθέντα και τα πέτυχε ενωρίτερα απ’ ότι προβλεπόταν. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι μπορεί να αρνείται κανείς αψυχολόγητα την ηθική, κυρίως, επιβράβευση των προσπαθειών της χώρας τα τελευταία χρόνια.
Η σημερινή στάση των εκπροσώπων της Τρόικας είναι παντελώς ασύμμετρη απέναντι σε μια χώρα που είναι πρωταθλήτρια στην δημοσιονομική προσαρμογή, την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, την προσαρμογή στο εξωτερικό ισοζύγιο και την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».