«Παρά τις περιστασιακές αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι συστημικές εντάσεις έχουν περιοριστεί» ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ αλλά πρόσθεσε σε χθεσινή του ομιλία ότι «αυτό δεν δικαιολογεί εφησυχασμό» Εξήγησε τους λόγους που «δημιουργούν σοβαρές ανησυχίες» και είναι «η αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων σε ένα περιβάλλον πολύ χαμηλών επιτοκίων, η αυξανόμενη χρήση της μόχλευσης στον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα, οι επίμονες πιέσεις που δέχεται η κερδοφορία των τραπεζών σε συνθήκες υποτονικής και ανομοιόμορφης μακροοικονομικής ανάκαμψης, η επανεμφάνιση των ανησυχιών σχετικά με τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους σε ένα περιβάλλον χαμηλού ρυθμού αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, η διστακτικότητα στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και οι ενδείξεις ότι ορισμένοι επενδυτές πιθανόν υποεκτιμούν την πιθανότητα ζημιών και μεταβλητότητας στην προσεχή περίοδο»
Ο κ. Γιαννης Στουρνάρας πρόσθεσε ότι «η πιθανότητα μιας συστημικής απειλής αυτή τη στιγμή είναι χαμηλή, ωστόσο απαιτείται αυξημένη επαγρύπνηση. Σε αυτό το περιβάλλον, οι μακροπροληπτικές πολιτικές πρέπει να εξασφαλίσουν ότι οι φορείς χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν σε ενδεχόμενη αντιστροφή των ασφαλίστρων κινδύνου, ενώ παράλληλα απαιτούνται περαιτέρω πρωτοβουλίες για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των αδυναμιών στο σκιώδες τραπεζικό σύστημα. Πιστεύω ότι τα διδάγματα που έχουμε αντλήσει μέχρι σήμερα θα αποδειχθούν πολύτιμα για την αντιμετώπιση αυτών των δυνητικών κινδύνων και για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας»
Στην ομιλία του στο Διεθνές Συνέδριο “2014 Multinational Finance Society Winter Conference” με θέμα:
«Παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση: προκλήσεις και προοπτικές»
ανέφερε ότι από την εκδήλωση της κρίσης στη ζώνη του ευρώ μέχρι σήμερα, οι αρχές έχουν κατορθώσει να διορθώσουν σε μεγάλο βαθμό τις εσωτερικές και τις εξωτερικές ανισορροπίες του παρελθόντος. Ωστόσο «παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί από την εκδήλωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οικονομική ανάκαμψη πραγματοποιείται με αρκετά βραδύ ρυθμό. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σε παγκόσμιο επίπεδο αναμένεται να είναι σχετικά χαμηλός το 2014 για τρίτο συνεχές έτος. Παράλληλα, η ανάκαμψη στην ΕΕ είναι υποτονική και εύθραυστη, με χαμηλό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ και επίμονα υψηλά επίπεδα ανεργίας, όπως επισήμαναν οι Ευρωπαίοι ηγέτες τον Οκτώβριο» ανέφερε.
Επισήμανε ότι «οι πολιτικοί και γεωπολιτικοί κίνδυνοι θα συνεχίσουν να επηρεάζουν αρνητικά την περαιτέρω πορεία της ανάκαμψης». Επίσης, «εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις. Κύριο χαρακτηριστικό της οικονομικής ανάκαμψης στη ζώνη του ευρώ είναι η συνεχιζόμενη μείωση των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα. Η ανάκαμψη γίνεται μέχρι στιγμής με περιορισμένο τραπεζικό δανεισμό τόσο στο σύνολο της ζώνης του ευρώ όσο και σε επιμέρους χώρες, σε πολλές περιπτώσεις. Επειδή η οικονομία της ζώνης του ευρώ είναι τραπεζοκεντρική, ο τραπεζικός δανεισμός είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τις επιχειρήσεις και ιδίως για τις ΜΜΕ, οι οποίες παράγουν τον κύριο όγκο των αγαθών και υπηρεσιών στην οικονομία και αντιπροσωπεύουν μεγάλο μερίδιο της απασχόλησης».
Έθεσε έτσι δεδομένης της συνεχιζόμενης πιστωτικής συστολής «το εξής ερώτημα: μπορεί να διατηρηθεί η ανάκαμψη όταν υπάρχει αρνητικός ρυθμός αύξησης των δανείων;»
«Καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, η ΕΚΤ εφάρμοσε τόσο συμβατικά όσο και μη συμβατικά μέτρα πολιτικής αποσκοπώντας στην αύξηση της εμπιστοσύνης και την περαιτέρω αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Τα πιο πρόσφατα από αυτά τα μέτρα, οι στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, η αγορά τίτλων εκδοθέντων έναντι περιουσιακών στοιχείων και η αγορά καλυμμένων ομολογιών, καθώς και η πρόθεση να επανέλθει ο ισολογισμός της ΕΚΤ στο επίπεδο που ήταν στις αρχές του 2012, στοχεύουν να επιστρέψει ο πληθωρισμός σε επίπεδα συνεπή με τη σταθερότητα των τιμών και να στηρίξουν τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Για ορισμένες χώρες, ενδεχόμενη έλλειψη εξασφαλίσεων θα μπορούσε να περιορίσει τη χρησιμότητα του εν λόγω μέτρου για την περιφέρεια. Η ΕΚΤ και οι αρμόδιες Κεντρικές Τράπεζες εξετάζουν το ζήτημα αυτό με ιδιαίτερη προσοχή. Συνολικά, πρέπει ακόμη να γίνουν πολλά. Και σε αυτό το σημείο θα βοηθήσει η τραπεζική ένωση» επισήμανε.
Κατέληξε λέγοντας «αναφορικά με τη ζώνη του ευρώ, δεν πρέπει να ξεχνάμε ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της: ότι έχει επιτύχει σχεδόν εξολοκλήρου τη νομισματική ολοκλήρωσή της, η χρηματοπιστωτική ολοκλήρωσή της όμως, παρά τα βήματα προόδου, παραμένει ακόμα ατελής, ενώ περισσότερο ατελείς παραμένουν, παρά και εδώ τα βήματα προόδου η δημοσιονομική και η οικονομική ολοκλήρωση. Όσο διατηρείται αυτή η ασυμμετρία, η συνολική οικονομική επίδοση της ευρωζώνης θα είναι χαμηλότερη των δυνατοτήτων της».