Εκτεθειμένες σε πολλαπλούς κινδύνους είναι οι παγκόσμιες τράπεζες καθώς τα διάφορα σκάνδαλα και το ολοένα πιο αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο κάνουν τις ασφαλιστικές δύσπιστες σε ότι αφορά την παροχή καλύψεων.
Όπως αναφέρουν σε ανάλυσή τους οι Financial Times, από έναν σεισμό που καταστρέφει τις κεντρικές εγκαταστάσεις μέχρι έναν υπάλληλο που διαπράττει απάτη, ορισμένες από τις μεγαλύτερες απειλές για τις επιχειρήσεις, μπορούν να μετριαστούν μέσω της ασφάλισης. Όμως για πολλά από τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στον κόσμο, αυτό το θεμελιώδες εργαλείο διαχείρισης κινδύνου γίνεται όλο και πιο δυσεύρετο.
Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση και τη σειρά σκανδάλων που ακολούθησαν με αποτέλεσμα να επιβληθούν πρόστιμα δισεκατομμυρίων δολαρίων, οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν γίνει πιο επιφυλακτικές όσον αφορά την παροχή σημαντικών τύπων καλύψεων προς τις τράπεζες.
«Οι ασφαλιστικές θέλουν να προσφέρουν ελκυστικά προϊόντα στους αγοραστές, μόνο όμως αν είναι βιώσιμα», σημειώνει ο Gerard Bloom, επικεφαλής ασφαλίσεων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης ασφαλιστική XL.
Οι μεγάλες τράπεζες δυσκολεύονται να αγοράσουν προστασία για πολλούς από τους μεγαλύτερους λειτουργικούς τους κινδύνους σε λογικές τιμές, αν και η αγορά ασφαλίσεων για άλλους κλάδους είναι το ίδιο ανταγωνιστική με τα προηγούμενα χρόνια.
Τα ασφάλιστρα για μεγάλους κλάδους ασφαλίσεων, όπως οι αντασφαλίσεις για φυσικές καταστροφές, διαμορφώνονται στα χαμηλότερα επίπεδα της δεκαετίας. Την ίδια ώρα η εισροή κεφαλαίων λόγω των αποδόσεων που κυνηγούν τα hedge funds στον απόηχο των χαμηλών επιτοκίων παγκοσμίως, διατηρούν ανταγωνιστική την αγορά.
Πράγματι, εφόσον οι τράπεζες παρουσιάζουν τους ίδιους κινδύνους με άλλα είδη εταιρειών, ωφελούνται από την μεγάλη προσφορά ασφαλίσεων. Ωστόσο, σε ορισμένα πεδία, οι τράπεζες εμφανίζουν μεγαλύτερους κινδύνους σε σχέση με τις περισσότερες επιχειρήσεις λόγω του μεγάλου μεγέθους, της πολύπλοκης φύσης των δραστηριοτήτων τους και της αυστηρότητας των ρυθμιστικών Αρχών.
Πολλοί από τους μεγαλύτερους δυνητικούς κινδύνους των τραπεζών δεν ασφαλίζονται. Σε αρκετές αγορές, συμπεριλαμβανομένης των ΗΠΑ, οι ρυθμιστικές Αρχές αποτρέπουν τις εταιρείες να αγοράζουν ασφαλιστήρια για πρόστιμα υπό την έννοια ότι θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν την απρόσεκτη συμπεριφορά.
Αυτό δεν εμποδίζει τις ασφαλιστικές να καλύπτουν άλλα έξοδα, όπως το κόστος νομικής υπεράσπισης. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι ασφαλιστικές διαθέτουν κεφαλαιακό πλεόνασμα, παραμένουν επιφυλακτικές ως προς την παροχή καλύψεων για τράπεζες.
Η πιο αξιοσημείωτη έλλειψη αφορά στις ασφαλίσεις Επαγγελατικής Ευθύνης (Professional Indemnity ή Errors and Omissions), που καλύπτει εταιρείες για τα νομικά έξοδα και άλλες δαπάνες που προκύπτουν όταν ένας πελάτης ισχυρίζεται ότι υπέστη βλάβη εξαιτίας λαθών ή αμέλειας. Για μία τράπεζα,αυτό μπορεί να είναι οτιδήποτε, από την αδυναμία ολοκλήρωσης μίας συναλλαγής λόγω τεχνικού σφάλματος, μέχρι την καταγραφή απωλειών από μία θέση μίας αντιστάθμισης κινδύνου λόγω λανθασμένης εισαγωγής δεδομένων.
Ένα άλλο πεδίο που προσέχουν πολύ οι ασφαλιστικές είναι οι ασφαλίσεις Ευθύνης Στελεχών Διοίκησης, που καλύπτει διευθυντές και στελέχη έναντι απαιτήσεων τρίτων. Καλύπτει την αμοιβή εξωτερικών συμβούλων για την υπεράσπιση ενός διευθυντή ή στελέχους έναντι τέτοιων απαιτήσεων, καθώς και αποζημιώσεων και διακανονισμών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν τίθεται θέμα δόλου από την πλευρά του.
Ειδικοί της διαχείρισης κινδύνων συμπεραίνουν ότι οι τράπεζες θα πρέπει να ανησυχούν περισσότερο για τη βελτίωση των ελέγχων παρά για την δυνατότητα αγοράς ασφαλίσεων. «Το βασικό είναι να κάνεις το καλύτερο δυνατό για τους πελάτες και όχι να προσπαθείς να ελαχιστοποιήσεις τον οικονομικό αντίκτυπο για τον οργανισμό».