Ένας άντρας οδηγεί στην εξοχή όταν ξαφνικά το αυτοκίνητό του χαλάει. Ο άντρας βλέπει ότι εκεί κοντά βρίσκεται ένα μοναστήρι και πηγαίνει να ζητήσει βοήθεια. Χτυπάει την πόρτα και όταν εμφανίζεται ένας μοναχός, εξηγεί ότι το αυτοκίνητό του χάλασε και τον παρακαλεί να περάσει τη νύχτα στο μοναστήρι μέχρι να ξημερώσει και να βρει μια λύση.
Οι καλόγεροι βέβαια τον φιλοξενούν και του δίνουν κρεβάτι και φαγητό. Την ώρα όμως που ο άντρας προσπαθεί να κοιμηθεί ακούει έναν παράξενο ήχο. Έναν ήχο που παρόμοιό του δεν έχει ξανακούσει ποτέ στη ζωή του. Το επόμενο πρωί ρωτάει τους μοναχούς τι ήχος ήταν αυτός. Αλλά εκείνοι του εξηγούν ότι δεν μπορούν να του πουν, γιατί δεν είναι μοναχός. Ο άντρας απογοητεύεται, αλλά τους ευχαριστεί και ξαναγυρνά στη ζωή του. Λίγα χρόνια μετά ο ίδιος άντρας ξαναπαθαίνει βλάβη με το αυτοκίνητό του πάλι κοντά στο μοναστήρι.
Οι μοναχοί και πάλι τον φιλοξενούν με περισσή καλοσύνη κι ευγένεια. Το ίδιο βράδυ ακούει πάλι τον ίδιο μαγευτικό ήχο που είχε ακούσει χρόνια πριν.
Την άλλη μέρα ξαναρωτάει, αλλά πάλι οι καλόγεροι αρνούνται να του αποκαλύψουν την προέλευση του ήχου, γιατί δεν είναι μοναχός κα ο ίδιος. Η περιέργεια του άντρα τώρα έχει ανάψει για τα καλά. «Και πώς μπορώ να γίνω μοναχός, για να μάθω κι εγώ επιτέλους», ρωτάει.
Οι καλόγεροι λοιπόν του απαντούν ότι πρέπει να ταξιδέψει σε όλη τη Γη και να μετρήσει όλα τα φυλλαράκια από το γρασίδι και όλα τα βότσαλα στις παραλίες. Και όταν βρει αυτά τα νούμερα, τότε μπορεί να γίνει καλόγερος.
O άντρας πράγματι το έβαλε σκοπό. Έεπιτα από 45 ολόκληρα χρόνια γύρισε και χτύπησε την πόρτα του μοναστηριού και είπε στους καλόγερους: «Έκανα ό,τι μου είπατε. Υπάρχουν 371.145.236.284.232 φύλλα από γρασίδι και 231.281.219.999.129.382 βότσαλα σε όλη τη Γη».
Oι καλόγεροι του έδωσαν συγχαρητήρια και τον ανακήρυξαν σε έναν από τους ίδιους. Τώρα, του είπαν, θα σου δείξουμε τι είναι αυτός ο ήχος.
Τον οδήγησαν λοιπόν σε μια ξύλινη πόρτα. Ο ήχος, είπε ο ηγούμενος, έρχεται από πίσω από αυτή την πόρτα. Ο άντρας πλησιάζει την πόρτα, αλλά είναι κλειδωμένη. Ζητάει το κλειδί, του το δίνουν και την ανοίγει. Πίσω της βλέπει μια πέτρινη πόρτα, επίσης κλειδωμένη. Ζητάει το κλειδί, οι μοναχοί του το δίνουν, ανοίγει, μόνο και μόνο για να πέσει πάνω σε μια άλλη πόρτα, από ρουμπίνια. Οι μοναχοί του δίνουν το κλειδί, αλλά πίσω από αυτή είναι άλλη πόρτα και πίσω μια άλλη, και μια άλλη, και μια άλλη, από ζαφείρι, ασήμι, τοπάζιο και αμέθυστο… Στο τέλος οι μοναχοί του δίνουν το κλειδί και για την τελευταία πόρτα.
O άντρας, τρελός από ανυπομονησία, ξεκλειδώνει την πόρτα, γυρίζει το χερούλι και πράγματι πίσω της βλέπει επιτέλους από πού προέρχεται αυτός ο απίθανος, απίστευτος, απόκοσμος ήχος που τον είχε μαγέψει χρόνια πριν…
Όμως, δεν μπορώ να σου πω τι ήταν, γιατί δεν είσαι καλόγερος!
ΜΗ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙΣ! ΑΚΟΜΑ ΨΑΧΝΩ ΤΟΝ ΗΛΙΘΙΟ ΠΟΥ ΕΣΤΕΙΛΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΤΟ ΕΣΤΕΙΛΕ ΣΕ ΜΕΝΑ!