Είναι πλέον κοινώς αποδεκτό ότι οι άνδρες και οι γυναίκες σκέφτονται διαφορετικά. Το γιατί όμως συμβαίνει αυτό είναι ένα θέμα που διχάζει τους επιστήμονες. Μία πιθανή εξήγηση αφορά την εξελικτική τους πορεία. Στην εποχή των κυνηγών και των συλλεκτών τα δύο φύλα είχαν την ανάγκη διαφορετικών δεξιοτήτων: οι άνδρες έπρεπε να περνούν χρόνο μακριά από τον καταυλισμό, κυνηγώντας ζώα και πολεμώντας εισβολείς, ενώ οι γυναίκες χρειάζονταν κοινωνικές δεξιότητες για να μεγαλώσουν τα παιδιά. Βέβαια υπάρχουν και πολλοί άλλοι παράγοντες που έπαιξαν ρόλο ώστε να διατηρηθούν αυτές οι διαφορές μέχρι τις μέρες μας. Πρόσφατη έρευνα αναφέρει ότι οι συνθήκες διαβίωσης και η πρόσβαση στην εκπαίδευση πιθανώς να ευθύνονται σε μεγαλύτερο βαθμό για τις νοητικές ανομοιότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών, απ’ ό,τι τα γονίδια, τα διαφορετικά χρώματα παιδικών δωματίων ή την ικανότητα να πιάσουν μία μπάλα.
Οι συνδέσεις
Προηγούμενες έρευνες έδειξαν ότι οι αρσενικοί και οι θηλυκοί εγκέφαλοι παρουσιάζουν διαφορές στις συνδέσεις μεταξύ των νευρικών τους κυττάρων. Μία έρευνα που πραγματοποιήθηκε πέρυσι από τη Ραγκίνι Βέρμα από το Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια των ΗΠΑ χρησιμοποίησε εξελιγμένες απεικονιστικές μεθόδους για να εντοπίσει διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στις βασικές συνδέσεις στο τμήμα εκείνο του εγκεφάλου που ευθύνεται για τη σκέψη. Η δρ Βέρμα υπέθεσε ότι αυτές οι διαφορές στη «συνδεσμολογία» του εγκεφάλου εξηγεί γιατί οι γυναίκες τείνουν να έχουν καλύτερη μνήμη, κοινωνικές δεξιότητες και αυξημένη ικανότητα να εκτελούν ταυτόχρονα πολλές εργασίες.
Η Ντανιέλα Βέμπερ από το Κέντρο Δημογραφίας και Ανθρώπινου Κεφαλαίου Wittgenstein στη Βιέννη, μαζί με Αυστριακούς και Σουηδούς συναδέλφους της, χρησιμοποίησαν ένα μεγάλο δείγμα ανθρώπων για να διαπιστώσουν γιατί υπάρχουν τέτοιου είδους διαφορές, αλλά κυρίως πώς μπορούν να μεταβληθούν αυτές οι διαφορές. Τα ευρήματα της παραπάνω ερευνητικής ομάδας, τα οποία δημοσιεύθηκαν αυτή την εβδομάδα στο επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences, αποδεικνύουν ότι η νοητική απόδοση των γυναικών επωφελείται, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι των ανδρών, από παράγοντες όπως οι αυξημένες εργασιακές ευκαιρίες, η οικονομική ευημερία και η καλή υγεία.
Για να εξάγουν τα παραπάνω συμπεράσματα η κ. Βέμπερ και οι συνεργάτες της βασίστηκαν σε συνεντεύξεις 17.000 ανδρών και 14.000 γυναικών που διεξήχθησαν το διάστημα 2006-2007 στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος «Survey of Health, Ageing and Retirement in Europe». Οι συνεντευξιαζόμενοι, οι οποίοι ήταν μεταξύ 50 και 84 ετών και προέρχονταν από 13 ευρωπαϊκές χώρες, απάντησαν σε τρία διαφορετικά τεστ νοητικής απόδοσης. Οι συμμετέχοντες ομαδοποιήθηκαν με βάση τη γεωγραφική τους περιοχή σε: βόρεια Ευρώπη (Δανία και Σουηδία), κεντρική Ευρώπη (Αυστρία, Βέλγιο, Τσεχία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Πολωνία και Ελβετία) και σε νότια Ευρώπη (Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία).
Στην κάθε χώρα αποδόθηκε ένας Τοπικός Αναπτυξιακός Δείκτης, ο οποίος ήταν ένα κράμα του ΑΕΠ, του μεγέθους της οικογένειας, της παιδικής θνησιμότητας, του προσδόκιμου ζωής και του επιπέδου εθνικής εκπαίδευσης. Αυτά τα κριτήρια επιλέχθηκαν ως αναπαράσταση του εκπαιδευτικού και βιοτικού επίπεδου της κάθε χώρας κατά το έτος γέννησης των συνεντευξιαζόμενων, ενώ στη συνέχεια αυτός ο δείκτης συγκρίθηκε με τη νοητική τους απόδοση.
Τα νοητικά τεστ
Η νοητική απόδοση μετρήθηκε χρησιμοποιώντας τεστ επεισοδιακής μνήμης (συγκράτηση λέξεων στη μνήμη), παραγωγής λέξεων από συγκεκριμένες κατηγορίες (όπως παραδείγματα ονομάτων ζώων) και αριθμητικής. Οι γυναίκες αναμενόταν ότι θα είναι καλύτερες από τους άνδρες στην επεισοδιακή μνήμη, ενώ οι άνδρες καλύτεροι στην αριθμητική. Τέλος, κανένα από τα δύο φύλα δεν αναμενόταν να υπερέχει στο τεστ παραγωγής λέξεων από συγκεκριμένες κατηγορίες.
Η επεισοδιακή μνήμη είναι σημαντική επειδή συνδέεται με τα συναισθήματα. Το μυαλό για να συγκρατήσει ασύνδετες λέξεις τις συσχετίζει με μία ανάμνηση ή μία φανταστική κατάσταση και είναι αυτό το συναίσθημα που θεωρείται ότι βοηθάει το μυαλό να θυμηθεί τη λέξη. Αν στην πραγματικότητα οι γυναίκες είναι πιο συναισθηματικές από τους άνδρες ή αν η κοινωνία αναμένει μία τέτοια ικανότητα επειδή εδώ και τόσους αιώνες είναι αυτές που μεγαλώνουν κατά κύριο λόγο τα παιδιά, είναι αμφιλεγόμενο ζήτημα. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της αριθμητικής. Οι άνδρες υπερισχύουν στην επιστήμη επειδή πράγματι είναι καλύτεροι ή επειδή ήταν μία επιλογή καριέρας στην οποία δεν είχαν ευρεία πρόσβαση οι γυναίκες πριν από τα τέλη του 20ού αιώνα;
Η νέα αυτή έρευνα, παρότι δεν αναζητεί απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, πάει την έρευνα ένα βήμα μπροστά. Οπως ήταν αναμενόμενο, οι γυναίκες ήταν καλύτερες ή το ίδιο καλές με τους άνδρες στο τεστ επεισοδιακής μνήμης, ανεξαρτήτως γεωγραφικής προέλευσης ή ηλικιακής ομάδας. Τα αποτελέσματα στο τεστ αριθμητικής ήταν ακόμα πιο ξεκάθαρα. Οι άνδρες ήταν καλύτεροι σε αυτό το τεστ σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές και σε κάθε ηλικιακή ομάδα. Οι διαφορές στο τεστ παραγωγής λέξεων από συγκεκριμένες κατηγορίες ήταν τόσο μικρές που δεν κρίνονται στατιστικά σημαντικές. Αυτό όμως που προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στους ερευνητές, ήταν ο τρόπος με τον οποίο τα αποτελέσματα αυτά διαφοροποιούνται μεταξύ των διαφορετικών ηλικιών και γεωγραφικών περιοχών.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όσο οι χώρες προοδεύουν με βάση τον Τοπικό Αναπτυξιακό Δείκτη, η νοητική απόδοση ολόκληρου του πληθυσμού αυξάνεται. Μεγαλύτερη νοητική απόδοση παρουσιάστηκε στις χώρες της βόρειας Ευρώπης, εν συνεχεία της κεντρικής Ευρώπης και τέλος της νότιας Ευρώπης. Με έκπληξη, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι όσο πιο ανεπτυγμένη ήταν μία χώρα, τόσο υψηλότερος ήταν και ο ρυθμός αύξησης των νοητικών ικανοτήτων των γυναικών. Παρόλα αυτά δεν είναι γνωστό γιατί οι γυναίκες επωφελούνται δυσανάλογα από τη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών. Κάτι τέτοιο μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι ξεκινούν από πιο μειονεκτική θέση.
Οποια και να είναι η αιτία, η μελέτη αυτή αναφέρει ότι οι νοητικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν είναι εξ ολοκλήρου κληρονομήσιμες. Αντίθετα, τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι οι νοητικές ικανότητες αποκτούνται μέσω των ρόλων που η κοινωνία προσδοκά από τα δύο φύλα, και ότι αυτές οι διαφορές μπορούν να μεταβληθούν όσο αλλάζει η κοινωνία. Οι σύγχρονοι καιροί υπαγορεύουν σύγχρονη σκέψη.