Η πρόσκαιρη χαρά από την επιστροφή 900 εκατ. ευρώ καταθέσεων στις τράπεζες τις προηγούμενες 3 ημέρες, κόπασε καθώς ο δρόμος εξόδου από την κρίση αναδεικνύεται δύσβατος και μακρύς. Τα πολλά λεφτά που έχουν φύγει στο εξωτερικό και σε… σεντούκια δεν φαίνεται ότι θα έρθουν άμεσα. Τα μηνύματα από το χθεσινό Eurogroup ήταν αρνητικά, με πολλούς υπουργούς οικονομικών να διαμορφώνουν εχθρικό κλίμα για την Ελλάδα. Δεν φαίνονται διατεθειμένοι να δώσουν εύκολα επόμενες δόσεις, από τις οποίες στηρίζεται άμεσα και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Τραπεζικοί κύκλοι αναφέρουν ότι η καθυστέρηση στην οριστικοποίηση των όρων (έπρεπε να ολοκληρωθεί τον Μάρτιο) ήταν μεγάλο λάθος. Πλέον η συζήτηση αναμένεται να ανοίξει ξανά, παρουσία της τρόικας που καταφθάνει για την πρώτη συζήτηση με την ελληνική πλευρά. Μόνο που πλέον το τοπίο έχει αλλάξει δραστικά κατά της Ελλάδας.
Το ζήτημα αναμένεται να αναλάβει προσωπικά ο νέος υπουργός Οικονομικών και έμπειρος τραπεζίτης Βασίλης Ράπανος, μέχρι πρότινος πρόεδρος της Εθνικής. Επανέρχεται μετά από 8 χρόνια σε γνωστά λημέρια στα οποία υπηρέτησε την περίοδο 2000- 2004 από τη θέση του προέδρου του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων. Πλέον, δεχόμενος την θέση του υπουργού Οικονομικών, έρχεται αντιμέτωπος και με τις τραπεζικές εκκρεμότητες. Πέραν της υπουργικής απόφασης για την ανακεφαλαιοποίηση και των χρημάτων που πρέπει να δοθούν από την ΕΕ, πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για την ΑΤΕ και το ΤΤ, το μέλλον του Ταμείου Παρακαταθηκών αλλά και να υποστηριχθούν προσπάθειες συγχωνεύσεων μεταξύ ιδιωτικών τραπεζικών ιδρυμάτων. Προς το παρόν δουλειά έχει αναλάβει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας με την διενέργεια ειδικού οικονομικού ελέγχου στις 4 τράπεζες που έχουν ήδη λάβει λεφτά για την ανακεφαλαιοποίησή τους. Πρόκειται για την Εθνική, την Eurobank, την Alpha Bank και την Πειραιώς στις οποίες αναμένεται η εκκίνηση του ελέγχου εντός των ημερών, από διεθνείς ελεγκτικές εταιρείες. Τα στοιχεία θα κατατεθούν στο τέλος Ιουλίου προς επεξεργασία στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, σε αντιδιαστολή με τα business plans που έχουν ήδη καταθέσει στο Ταμείο για να κριθεί η επάρκειά τους.