του Μιχαήλ Πυρουνάκη
Από τα στοιχεία της ΥΣΑΕ έτους 2007 (Ιούλιος 2008), για τον κλάδο αυτοκινήτων1 και ειδικά αυτά που αφορούν την κατανομή των Ζημιών προκύπτουν κάποια συμπεράσματα, ιδιαίτερα χρήσιμα, για όλους τους ενδιαφερόμενους και δη τους -καθ’ οιονδήποτε τρόπο- «κοστολόγους». (*) Μερικά στοιχεία ξενίζουν τόσο, που δείχνουν να ενέχουν πιθανότητα σφάλματος.
Το εντυπωσιακότερο συμπέρασμα είναι αυτό που προκύπτει από την κατανομή των Ζημιών σύμφωνα με την «ηλικία» Ασφάλισης, όπως καταγράφεται στον ακόλουθο 1° πίνακα.
Θεωρώντας ότι, η ασφαλιστική «ηλικία» αφορά μάλλον την χρονική διάρκεια από την ημερομηνία πρώτης Ασφάλισης του αυτοκινήτου, αν υποθέταμε πως η ηλικία αυτή φτάνει στα είκοσι έτη και πως το πλήθος των αυτοκινήτων είναι περίπου ισοκατανεμημένο σ’ αυτά, θα μπορούσε ν’ αντιστοιχεί το ένα τέταρτο των πιθανοτήτων υπαίτιων ζημιών σε κάθε 5ετία (25%).
Η πραγματικότητα, όπως καταγράφεται στατιστικά, εν μέρει εκπλήσσει. Την πρώτη πενταετία δηλώνεται το – 53,5 % των Ζημιών και όλα τα επόμενα το υπολειπόμενο ~ 46,5 %.
Έτσι, για κάθε νεοασφαλιζόμενο αυτοκίνητο θα έπρεπε να πληρώνονται τα μισά Ασφάλιστρα της «ζωής» του πριν συμπληρώσει πενταετία ασφάλισης, Ή διαφορετικά, να πληρώνονται την πρώτη πενταετία (για την αντιστάθμιση των ζημιών), κατά μέσο όρο, περίπου τρεισήμισι φορές περισσότερα Ασφάλιστρα και μάλιστα ανισοκατανεμημένα προς την έναρξη (53,5/5 : 46,5/-15 ή 10,7 : -3,1 ή 3,45). Πιο συγκεκριμένα, 325% το πρώτο δωδεκάμηνο Ασφάλισης 228% το 2°, 194% το 3°, 171% το 4°, 151% το 5°, 135% το 6°, 124% το 7°, 105% το 8°, 83% το 9°, 66% το 10°, 56% το 11° και <=±50% τα επόμενα.
Πραγματική τιμή θα προέκυπτε σε συνδυασμό με το πλήθος των ασφαλισμένων αυτοκινήτων του δείγματος που βρίσκονται σε κάθε έτος.
Στον βαθμό που σχετίζεται η «ηλικία» ασφάλισης με την «νεότητα» οδήγησης, δεν φαίνεται να αρκεί η συνήθης επιβάρυνση νέου οδηγού, ούτε σε ποσοστό ούτε σε διάρκεια (30% επί 12 μήνες λ.χ.).
Επεξηγήσεις
1. Αναφέρεται το κατά σειρά 1°, 2°, 3° κλπ. έτος ασφάλισης του αυτοκινήτου, που αναγγέλλεται κάθε ζημία. 2. Το ποσοστό επί τοις εκατό (%) του συνόλου των αναγγελιών ζημιών, κατ’ έτος. 3. Το αντίστοιχο προοδευτικό άθροισμα των ίδιων αναγγελιών. 4. Το κατά μέσο όρο ποσοστό επί τοις εκατό {%) του συνόλου των αναγγελιών ζημιών, κατά την εξεταζόμενη τριετία 2005-2007.
5. Στο πρώτο ασφαλιστικό έτος, αντιστοιχεί κατά μέσο όρο πλέον του 16% του συνόλου των ζημιών όλων των ετών ασφάλισης. 6. Στα πέντε πρώτα έτη ασφάλισης, αντιστοιχεί -κατά μέσο όρο- πλέον του 53% του συνόλου των ζημιών όλων των ετών ασφάλισης. 7. Στα δέκα πρώτα έτη ασφάλισης, αντιστοιχεί κατά μέσο όρο σχεδόν το 80% του συνόλου των ζημιών όλων των ετών ασφάλισης. 8. Στα δεκαπέντε πρώτα έτη ασφάλισης, αντιστοιχεί κατά μέσο όρο σχεδόν το 92% του συνόλου των ζημιών όλων των ετών ασφάλισης. 9. Σε όλα τα υπόλοιπα έτη ασφάλισης, από το 16° και πέρα, αντιστοιχεί κατά μέσο όρο 8% περίπου του συνόλου των ζημιών όλων των ετών ασφάλισης.
Η ανάλυση ενός προς ένα των ετών αυτών, σε συνδυασμό και με το πλήθος του δείγματος, σε κάθε ένα απ’ όλα τα έτη, θα είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, για την εξαγωγή περαιτέρω συμπερασμάτων.
Σημειώνεται πως αξία για τον αναγνώστη δεν έχει τόσο η τυχόν ακρίβεια -ή μη- των λεπτομερειών αλλά το σκεπτικό αυτό καθαυτό. Να υπενθυμίσω την θέση μου ότι, οι δηλώσεις υπαιτιότητας θα ‘πρεπε πρωτίστως να χρεώνονται στην άδεια ικανότητας οδήγησης και να προσμετρώνται στην τιμολόγηση.
Στην συνέχεια ας δούμε τυχόν συμπεράσματα που μπορεί να προκύπτουν από την κατανομή των ζημιών σύμφωνα με την ηλικία του δηλουμένου-εμπλεκόμενου οδηγού, όπως καταγράφεται στον ακόλουθο 2ο πίνακα.
Αν υποθέταμε -αυθαίρετα- πως, οι οδηγοί από ηλικίας 26 έως 65 ετών είναι, ως προς το πλήθος τους, ισοκατανεμημένοι σε κάθε έτος ηλικίας, τότε, θα μπορούσε ν’ αντιστοιχεί το ένα όγδοο των πιθανοτήτων υπαίτιων ζημιών τους ανά ενδιάμεση 5ετία ηλικιών τους (12,5%). Η πραγματικότητα -όπως καταγράφεται στατιστικά- είναι αρκούντως διαφορετική. Μακράν καλύτεροι /μη ζημιογόνοι αναδεικνύονται οι εξηντάρηδες οδηγοί και συγκεκριμένα τρεις φορές καλύτεροι από τους τριαντάρηδες. Όπως προκύπτει, με την επισφαλή έστω παραδοχή περί ισοκατανομής, τότε, ο οδηγός θα ‘πρεπε να πληρώνει τα μισά ασφάλιστρα της ζωής του ως τα 40 του έτη και τα άλλα μισά όλα τα υπόλοιπα χρόνια του. Πιο συγκεκριμένα, με κάποια εξομάλυνση, αναλόγως του νεαρού ή ωρίμου της ηλικίας του, και προφανώς της ιδιότητας του ως εργαζομένου ή μη, από ετών 26 έως 30 αντιστοιχούν ασφάλιστρα -130%, από 31 – 35 -125%, 36 – 40 -120%, 41-45-110%, 46 – 50 -100%, 51 – 55 -90%, 56 – 60 -80%, 61 – 65 & εντεύθεν -40% .
Κι εδώ, δεν φαίνεται να αρκεί η συνήθης επιβάρυνση νέου -στην ηλικία- οδηγού, ομοίως, ούτε σε ποσοστό ούτε σε διάρκεια (30% έως 23 ετών λ.χ.).
Επεξηγήσεις
1. Αναφέρεται η ομάδα ηλικίας του οδηγού κατά την αναγγελία ζημίας. 2. Το ποσοστό επί τοις εκατό του συνόλου των αναγγελιών ζημιών, κατ’ έτος. 3. Το αντίστοιχο προοδευτικό άθροισμα των ίδιων αναγγελιών. 4. Το κατά μέσο όρο ποσοστό επί τοις εκατό του συνόλου των αναγγελιών ζημιών, κατά την εξεταζόμενη τριετία 2005-2007.
5. Στην πρώτη ομάδα ηλικιών περιλαμβάνονται 10 έτη. Το σχετικά περιορισμένο ποσοστό αναγγελιών ζημιών, οφείλεται στο μικρότερο αναλογικά πλήθος οδηγών και στα ανασφάλιστα περιστατικά τα οποία δεν αναγγέλλονται (λ.χ. πτώσεις, αυτοτραυματισμαί με δίκυκλα). 6. Οι οδηγοί έως 40- 41 ετών, δηλώνουν το 50% των ζημιών. 7. Στην ηλικία των 60 + φαίνεται να παρατηρείται η πρώτη σημαντική μείωση των αναγγελιών ζημιών. 8. Στην ηλικία των 60 + καταγράφεται δραστική μείωση των αναγγελιών ζημιών, η οποία οφείλεται σε σημαντικό βαθμό και στον περιορισμό των διανυόμενων χιλιομέτρων λόγω διακοπής της εργασιακής δραστηριότητας. 9. Στην τελευταία ομάδα ηλικιών περιλαμβάνονται περίπου +20 έτη.
Η αναπροσαρμογή των ποσοστών αναγγελιών, με βάση το πραγματικό πλήθος οδηγών κάθε ηλικίας του δείγματος, θα είναι επίσης ιδιαίτερα χρήσιμη για την εξαγωγή σημαντικών περαιτέρω συμπερασμάτων.
Ανεξήγητη μοιάζει εκ πρώτης όψεως η δραστική μεταβολή της κατανομής ζημιών κατά είδος άδειας (ερασιτεχνική ή επαγγελματική) μεταξύ 2005 και 2006.
Προφανώς οφείλεται και στην εκρηκτική αύξηση του πλήθους των Ε.Ι.Χ λόγω της αλλαγής της πωλησιακής πολιτικής (ευκολότερη απόκτηση).
Από την κατανομή των ζημιών σύμφωνα με τον μήνα αναγγελίας και βάσει των ημερών εκάστου, (πίνακας 4), μακράν καλύτερος εμφανίζεται ο Δεκέμβριος, με επόμενο τον Αύγουστο και μετά τον Μάρτιο & Ιανουάριο. Αντιθέτως, επιβαρημένοι είναι ο Ιούνιος & Ιούλιος, ο Οκτώβριος, Μάιος, Σεπτέμβριος & Νοέμβριος ενώ λιγότερο ο Απρίλιος, με τον Φεβρουάριο να προσεγγίζει τον μέσο όρο.
Η θερμοκρασία φαίνεται να επιδρά αναλογικά στην συχνότητα των ζημιών, όπως -βεβαίως- και τα διανυόμενα χιλιόμετρα.