Από τον Αριστείδη Παπανικόλα. Όλα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα τα τρία τελευταία χρόνια υλοποιήθηκαν μέσα από το κλίμα της συνυπευθυνότητας της κοινωνίας και προσωπικά του κάθε πολίτη. Τη στιγμή που μειωνόταν μια σύνταξη, την ίδια στιγμή ακούγαμε για τις μαϊμού συντάξεις, τη στιγμή που κοβόταν ένα επίδομα, την ίδια στιγμή ακούγαμε για τα προνόμια των συνδικαλιστών, τη στιγμή που μειωνόταν ένας μισθός, την ίδια στιγμή διαβάζαμε για τις ανισότητες μισθοδοσίας μεταξύ των υπουργείων, τη στιγμή που ποινικοποιείται μια οφειλή τριών χιλιάδων ευρώ στην εφορία, την ίδια στιγμή μας λένε για τα δισεκατομμύρια των ανείσπρακτων φόρων και προστίμων. Τη στιγμή που η ηλικία συνταξιοδότησης αυξανόταν κατά 5-10 χρόνια, την ίδια στιγμή μαθαίναμε για τους συνταξιούχους των 45 ετών, τη στιγμή που παίρναμε ένα στεγαστικό δάνειο, την ίδια στιγμή διαβάζαμε για εορτοδάνεια και δάνεια διακοπών, τη στιγμή που κοβόταν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την ίδια στιγμή μαθαίναμε για υπερσυνταγογράφηση και κομπίνες φαρμακοποιών. Και πολλά άλλα παραδείγματα που δεν έχει σημασία να αναφέρουμε τώρα.
Θα μου πείτε, ψέματα ήταν; Δεν υπήρχαν μαϊμού συντάξεις, προνόμια συνδικαλιστών, ανισότητες μισθοδοσίας, δισεκατομμύρια ανείσπρακτων φόρων, συνταξιούχοι 45 ετών, εορτοδάνεια, υπερσυνταγογράφηση και τόσα άλλα; Όχι βέβαια, αλήθεια ήταν και πολλά εξακολουθούν να υπάρχουν. Η διαφορά είναι όμως, ότι οι περικοπές γινόντουσαν σε όλους, ενώ τα παραδείγματα αφορούσαν μειοψηφίες. Έπρεπε όμως όλοι να σκεφθούμε και να μουρμουρίσουμε: «κοίτα τι γινότανε, φταίμε κι εμείς…». Έπρεπε να νιώσουμε ότι κάναμε κάτι κακό όλα τα προηγούμενα χρόνια και τώρα το πληρώνουμε. Έπρεπε να αποδεχθούμε ότι ήμασταν διεφθαρμένοι και μας αξίζει η τιμωρία. Έπρεπε να νιώσουμε ότι δουλεύαμε λίγο και ξοδεύαμε πολύ και πρέπει να τα γυρίσουμε πίσω. Όλοι. Το ίδιο και η ενενηντάχρονη μάνα μου που ορκίζομαι ότι ουδέποτε παρανόμησε στη ζωή της, το ίδιο και ο συνδικαλιστής με τα προκλητικά προνόμια, το ίδιο και το λαμόγιο που εισέπραττε τις συντάξεις των πεθαμένων γονιών του.
Είναι αλήθεια ότι το κόλπο έπιασε. Γι’ αυτό και οι αντιδράσεις ήταν υποτονικές σε σχέση με το μέγεθος της ληστρικής επιδρομής σε συντάξεις, μισθούς, επιδόματα, παροχές και πρόνοιες υπέρ του κοινωνικού συνόλου. Ίσως θα έπρεπε να θυμηθούμε ότι το πρώτο έτος της διακυβέρνησης από τον σημερινό περιοδεύοντα καθηγητή πολλοί από εμάς (τρομάρα μας…) είχαμε μια θετική προσέγγιση σε όλα αυτά με το σκεπτικό ότι «πράγματι, κάτι πρέπει να αλλάξει». Έτσι, ακόμα και την πρόσκληση της τρόικας από το ακριτικό Καστελόριζο, δεν την αξιολογήσαμε τόσο αρνητικά όσο θα εξελισσότανε. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τότε (και εδώ πραγματικά πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας) ότι μέσα σε 2 χρόνια θα ακούγαμε έναν πρωθυπουργό να λέει: «πρέπει να γίνει αυτό, αλλά δεν ξέρω αν το δέχεται η τρόικα!». Εκλεγμένος πρωθυπουργός, ανεξάρτητης χώρας!
Γιατί όμως είναι κόλπο, αφού πολλά από αυτά ανταποκρινότανε στην αλήθεια; Είναι κόλπο γιατί όλες αυτές οι δυσλειτουργίες, οι ανισότητες και τα παρατράγουδα χωρίζονται σε δύο και μόνο κατηγορίες:
α) σε όσα ήταν νόμιμα (έστω και αν ήταν άδικα ή προκλητικά), με βάση νόμους που το ίδιο το πολιτικό δυναμικό ψήφιζε και εφάρμοζε. Συνεπώς, δεν μπορεί να κατηγορείται ο οποιοσδήποτε εφάρμοζε τον νόμο ακόμα και αν απολάμβανε κάθε είδους προνόμια ή ευεργετήματα. Είναι γνωστές οι πελατειακές σχέσεις και το αλισβερίσι μεταξύ πολιτικών και κοινωνικών ομάδων-ψηφοφόρων-πελατών, αλλά χωρίς την ψήφιση από την Βουλή των σχετικών νόμων δεν θα υπήρχαν τα υπόλοιπα. Ακόμα και τα εορτοδάνεια και ο υπέρογκος δανεισμός στηριζόταν σε αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και σε επιθετική προσφορά προς την κοινωνία (ακόμα και των κρατικών τραπεζών) και όχι σε πρωτοβουλία των πολιτών.
β) σε όσα ήταν παράνομα, σε όσα δηλαδή ήταν αποτέλεσμα απάτης, υπεξαίρεσης, απιστίας κ.λπ. Όλα αυτά όμως ουδέποτε θέλησε το ίδιο το κράτος, οι πολιτικοί μας άνδρες, οι βουλευτές και οι υπουργοί μας να τα ελέγξει, να τα σταματήσει, να τα τιμωρήσει. Ποτέ δεν διασταυρώθηκαν στοιχεία, ποτέ δεν ελέγχθηκαν μηχανισμοί. Δεν τα ήξεραν; Φυσικά και τα ήξεραν, φυσικά και τα κουκούλωναν οι ίδιοι σε αντάλλαγμα ψήφων και θέσεων.
Και στις δύο περιπτώσεις οι πολιτικοί μας, βουλευτές, υπουργοί και πρωθυπουργοί, όχι μόνο γνώριζαν αλλά, ή από αυτούς ξεκινούσαν τα προβλήματα, τα προνόμια, οι παροχές και οι ανισότητες όταν ψήφιζαν νόμους ή αυτοί κάλυπταν ως κοινοί συνεργοί τις παρανομίες και τις απάτες, όταν δεν έδιναν εντολές διασταύρωσης, ελέγχου, τιμωρίας. Αυτοί όλοι λοιπόν ήρθαν να μας τιμωρήσουν ως διεφθαρμένους!!! Και μέχρι στιγμής, μπράβο τους, το πετυχαίνουν. Στο τέλος μάλιστα μπορεί θα γραφτούν και στην ιστορία ως οι σωτήρες της Ελλάδας!
Το κόλπο λοιπόν έπιασε. Μας κρατούσαν στο χέρι, ως κοινωνία. Μας εκβίασαν, με λογικά και συναισθηματικά επιχειρήματα. Πώς ακούμε (γιατί εμείς δεν ξέρουμε..) ότι το σημερινό πολιτικό σύστημα εκβιάζεται με βάση λίστες της Siemens που κάποιοι κρατάνε στη Γερμανία, έτσι κι εμάς μας εκβίασαν, εξασφάλισαν την ανοχή μας, για όσα οφέλη είχαμε ή βλέπαμε τριγύρω μας τις προηγούμενες δεκαετίες. Μας τιμώρησαν γιατί χτίσαμε ένα σπίτι, μας τιμώρησαν γιατί ανεβάσαμε το βιοτικό μας επίπεδο, με δική τους παρότρυνση και με δικούς τους νόμους και πολιτικές.
Δυστυχώς όμως, μετά την Ελλάδα, σειρά είχε η Κύπρος, που τυχαία(!!!) είναι το δεύτερο κράτος του ελληνισμού, με διαφορετικό όμως στόχο, που θα αναλύσουμε στο επόμενο άρθρο μας.