του Σπύρου Δανέλλη*, από το European Business Review
(H παρακάτω ομιλία δόθηκε στα πλαίσια δημοσιογραφικής ημερίδας την οποία διοργάνωσαν πρόσφατα η Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο Ηράκλειο Κρήτης. Θεωρούμε ότι παρουσιάζει με ειλικρίνεια και τόλμη, το πλαίσιο που διέπει την λειτουργία των ΜΜΕ στη χώρα μας, γι’ αυτό και την αναδημοσιεύουμε).
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στις 6 Αυγούστου 2009 εξέδωσε μία έκθεση 59 σελίδων για την Ελλάδα. Ουσιαστικά, ενημέρωνε ότι όλοι οι οικονομικοί δείκτες προεξοφλούσαν βαθειά ύφεση και χρεοκοπία της χώρας. Το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων συμπύκνωσε την είδηση σε τηλεγράφημα 230 λέξεων και την μοίρασε στα ελληνικά ΜΜΕ. Για τις πανελλήνιας κυκλοφορίας εφημερίδες ήταν ασήμαντη είδηση στις εσωτερικές σελίδες -πλην της Ελευθεροτυπίας, που τής αφιέρωσε 370 λέξεις και αναφορά στο πρωτοσέλιδο με τίτλο «Δύο χρόνια στο τούνελ». Για τα κανάλια δεν ήταν καν είδηση, ενώ λίγες εφημερίδες του περιφερειακού Τύπου που ασχολήθηκαν απλώς αντέγραψαν το τηλεγράφημε του ΑΠΕ.
18 Δεκεμβρίου 2008: Στο πλαίσιο της συζήτησης του Προϋπολογισμού, ο Κώστας Σημίτης προειδοποιούσε στην Βουλή με δραματικό τόνο ότι η «τωρινή πολιτική ηγεσία της χώρας, που στηρίχθηκε στην ΕΕ σε όλες τις σημαντικές επιδιώξεις της, εκμεταλλεύτηκε αυτή την συμπαράσταση για να μην τηρήσει τις δεσμεύσεις. Απλώς, τούς κορόϊδεψε. Η Ελλάδα πιστεύουν ότι καλό θα ήταν να αναγκαστεί να προσφύγει στο ΔΝΤ για δανεισμό, ώστε η παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας να είναι αρμοδιότητά του και όχι φροντίδα της Επιτροπής». Το ίδιο βράδυ στην τηλεόραση, δημοσιογράφοι και πολιτικοί αναλυτές αναδείκνυαν ως είδηση το τί δεν είπε ο Κ.Σημίτης -ότι, δηλαδή, δεν ανέφερε ούτε μία φορά τις λέξεις ΠΑΣΟΚ και Παπανδρέου- και έστρεφαν την προσοχή της κοινής γνώμης στην σχέση Παπανδρέου-Σημίτη. Την επομένη, τρεις εφημερίδες αφιέρωσαν δύο γραμμές στο τί είπε ο πρώην πρωθυπουργός και πολλές στο ότι ο Παπανδρέου απουσίαζε κατά την ομιλία Σημίτη.
20 Δεκεμβρίου 2008: Δύο ημέρες μετά, στο ίδιο πλαίσιο συζήτησης, ο πρώην υπουργός Οικονομικών Αλέκος Παπαδόπουλος έλεγε στην Βουλή: «.εγώ θα έλεγα μήπως, στην κατάσταση που είμαστε, εμείς να επιζητήσουμε έναν διεθνή οικονομικό έλεγχο, αναλαμβάνοντας ως πολιτική, οικονομική, κοινωνική, πνευματική ελίτ της χώρας να γίνει από άλλους εκείνο το οποίο έχουμε εμείς ως μέγα χρέος». Και απολύτως δραματικά κατέληγε: «Αυτό είναι ένας βαθύς προβληματισμός διότι, κύριοι, η κρίση είναι προ των πυλών. Ο Αννίβας είναι ante portas και έχει σημασία να σωθεί η πόλη, η Ρώμη, και όχι οι Καίσαρες ούτε οι Συγκλητικοί». Κανάλια, ραδιόφωνα και εφημερίδες δεν ανέφεραν ούτε λέξη για το ότι ένας έμπειρος αναγνώστης των αριθμών, ακέραιος πολιτικός και πρώην υπουργός Οικονομικών προβάλλει ως μόνη λύση σωτηρίας τον διεθνή οικονομικό έλεγχο.
Όμως, οι πολίτες δεν ενημερώνονται από τα πρακτικά της Βουλής και τις εκθέσεις του ΔΝΤ. Αυτή ακριβώς είναι η δουλειά των δημοσιογράφων: εντοπίζουν και αξιολογούν το συμβάν, ερευνούν τις επιπτώσεις του και το μεταφράζουν σε είδηση στις εφημερίδες και τα τηλεοπτικά δελτία, που οι πολίτες εμπιστεύονται για την ενημέρωσή τους. Αντ’ αυτής και εξ αυτού φτάσαμε ανέμελοι και ανυποψίαστοι στο «Ellines, kalo kouragio» του κ. Ρεν.
Πριν επιχειρήσουμε, ωστόσο, οποιονδήποτε προβληματισμό, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε -πολιτικοί, δημοσιογράφοι και πολίτες- πού επενδύουμε στην δημοκρατία, τί είναι και τί ακριβώς προσφέρει ένα Μέσο Ενημέρωσης είκοσι χρόνια τώρα στην χώρα μας. Η προφανής απάντηση ότι πρόκειται για επιχειρηματικούς ομίλους, επιχειρήσεις που πωλούν την πνευματική δουλειά των δημοσιογράφων και του προσωπικού των συμπληρωματικών ειδικοτήτων είναι ιδανικά απλουστευτική -και γι αυτό παραπλανητική για την Ελλάδα.
Στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, με αφορμή τα οικονομικά των ΜΜΕ, η δημόσια συζήτηση της σχέσης του Τύπου με την αγορά και η ανησυχία περιορισμού της ανεξαρτησίας του, κυριαρχεί την τελευταία δεκαετία. Ιστορικές εφημερίδες -πιο πρόσφατο παράδειγμα η Monde- με πολύχρονη παράδοση πολυεπίπεδης ενημέρωσης και ερευνητικής δημοσιογραφίας, υποκύπτουν, υπό το βάρος της συρρίκνωσης των διαφημιστικών εσόδων τους, που κατευθύνονται πια στην τηλεόραση, την διαδικτυακή ενημέρωση και τα λαϊκίστικα λάϊφ-στάϊλ έντυπα.
Στα καθ’ ημάς, η Ελευθεροτυπία, με αφορμή το κλείσιμο δύο εφημερίδων (24/6/2009) έγραφε στο πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο της: «Ο Τύπος και η ενημέρωση έχει τους δικούς του κανόνες, που είναι διάφοροι από τους κανόνες του ελεύθερου εμπορίου ή, πολύ περισσότερο, από τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς». Σε αυτόν τον αληθινό μύθο ότι τα ΜΜΕ δεν ανήκουν στην σφαίρα της αγοράς, άρα η επιβίωσή τους δεν συναρτάται με την προσφορά και την ζήτηση, ιδεολογήματα της επαρχιώτικης υποκρισίας μας, όπου τα ψευτοαριστερά ταμπού δίνουν άλλοθι στον κυνισμό της διαπλεκόμενης επιχειρηματικής ελίτ, στηρίχτηκε η ενημέρωση από την Μεταπολίτευση κι ως εδώ.
Έτσι, στην Ελλάδα, όπου σημειώνεται η μικρότερη αναγνωσιμότητα εφημερίδων στον δυτικό κόσμο, εκδίδονται περισσότερες εφημερίδες από όσες εκδίδονται στην Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και στο Παρίσι μαζί!!!Και μάλιστα, όσο συρρικνώνεται το αναγνωστικό κοινό, τόσο αυξάνεται η τιμή του προϊόντος και πληθαίνουν οι επιχειρηματικοί μνηστήρες των ΜΜΕ. Εδώ 27 εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας επιβιώνουν και εκδότες φτωχών εντύπων αδιάγνωστης αναγνωσιμότητας είναι πλούσιοι.
Θα μού πείτε βέβαια -το πιστεύω και εγώ- ότι «η ενημέρωση δεν είναι εμπόρευμα». Ποτέ κανείς στην Ελλάδα δεν θεώρησε και δεν αξιολόγησε την ενημέρωση ως εμπόρευμα. Μήπως, όμως, ακριβώς αυτή η ελληνική ιδιαιτερότητα καθιστά τα ΜΜΕ επιρρεπή στην χειραγώγηση, τους δημοσιογράφους παπαγαλάκια, τους πρόθυμους πολιτικούς βεντέτες και τους επιχειρηματίες πλούσιους; Μήπως αυτή τελικά είναι η κύρια παθογένεια του συστήματος ενημέρωσής μας; Γιατί, αν δεν είναι εμπορεύσιμο προϊόν εργασίας η ενημέρωση, τότε τί πουλούν στην ελληνική αγορά οι επιχειρήσεις ΜΜΕ και εξασφαλίζουν λειτουργία και κέρδη οι μέτοχοί τους;
Την απάντηση την ξέρουμε όλοι. Πουλούν, όταν χρειαστεί, πολιτική προστασία και επιρροή στην κοινωνία και αγοράζουν κρατικό χρήμα. Μόνον η κρατική διαφήμιση, από τα 42 εκατ. ευρώ το 2003, έφθασε τα 85 εκατ. ευρώ το 2008 -αύξηση πάνω από 100%. Τα κριτήρια κατανομής της, θολά ή ανύπαρκτα, ενισχύουν αυτή την αλήλθεια. Διάβασα από έναν έγκριτο συνάδελφό σας ότι μόνον ο κ. Τράγκας, η Χώρα της Κυριακής, με τα 500 φύλλα, το 2003 έλαβε 404.000 ευρώ (ο Καρατζαφέρης στην Βουλή ανέφερε 454.000 ευρώ) και το 2007 έφθασε στα 2.668.000 ευρώ. Ακόμη και χωρίς να συνυπολογίσουμε τις αδιαφανείς λίστες δημοσιογράφων στα payrolls υπουργείων και δημοσίων φορέων, η διαπίστωση μιας κρατικοδίαιτης χειραγωγούμενης ενημέρωσης αντικατοπτρίζει μια μεγάλη αλήθεια. Για να μην θυμηθούμε ότι η συζήτηση περί ρύθμισης της αγοράς των media και αυτορρύθμισης και κώδικα δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ παραμένει ατελέσφορη περίπου 25 χρόνια, όσα και οι ψίθυροι για νομοσχέδια ραμμένα στα μέτρα των ιδιοκτητών.
Σαν κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις, όπως είναι φυσικό τα ΜΜΕ αυτού του τύπου ενδιαφέρονται ελάχιστα για την ποιότητα του προϊόντος που συνοδεύει το dvd στο περίπτερο. Αδιαφορούν για τον επαγγελματισμό, την αξία, την μόρφωση και την επιμόρφωση των δημοσιογράφων τους. Γιατί, αφού δραστηριοποιούνται στην σφαίρα της πολιτικής επιρροής και δεν εκτίθενται στο πεδίο της αγοράς αξιόπιστης ενημέρωσης, συνήθως αρκούν δύο ακριβοπληρωμένοι αναγνωρίσιμοι δημοσιογράφοι με ισχυρές πολιτικές διασυνδέσεις. Οι σελίδες και οι ώρες γεμίζουν από τους κακοπληρωμένους, με μπλοκάκι, σκληρά εργαζόμενους σε δυο-τρεις δουλειές.
Το επιχειρηματικό μοντέλο αυτών των προδιαγραφών απαγορεύει στους δημοσιογράφους να κάνουν την δουλειά τους με αξιοπρεπή τρόπο και αξιόπιστο αποτέλεσμα. Η ερευνητική δημοσιογραφία και οι διαβασμένοι, οξυδερκείς δημοσιογράφοι είναι άχρηστη πολυτέλεια για μια τέτοια επιχείρηση. Απαιτούνται μόνον φτηνοί, γρήγοροι και υπάκουοι, χωρίς επαγγελματισμό και ηθικές αντιστάσεις. Και εφόσον το περιεχόμενο της είδησης δεν έχει ενημερωτική δύναμη, και ο φαινότυπός της πρέπει να είναι ελκυστικός. Έτσι, κάθε διαφωνία στην Βουλή και κάθε δημόσια αντιπαράθεση ιδεών βαφτίζεται επίθεση, πόλεμος, σκληρή κόντρα, οξύτητα -ώστε είδηση καταλήγει να είναι η εντύπωση μιας μονομαχίας και όχι η πολιτική ουσία. Είχα και εγώ πρόσφατα μια τέτοια .μονομαχία με τον κ. Κουράκη!
Στον ίδιο άξονα η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση, στην προσπάθειά της να τηλεοπτικοποιήσει την πολιτική, ευτέλισε την έννοια του διαλόγου και περιορίστηκε στα πρόσωπα που ξέρουν να χαμογελούν και να καβγαδίζουν στον φακό. Η πληροφόρηση που προσφέρουν τα δελτία ειδήσεων, κατακερματισμένη, δραματοποιημένη και καθησυχαστική πολιτικά, περιορίζεται στα παραπολιτικά σχόλια, ενώ ως πολιτική επικαιρότητα αναγορεύεται ο σχολιασμός των ανακοινώσεων των κομμάτων και των προσωπικών δηλώσεων. Τα ρεπορτάζ αναζητούν αξιοπιστία στις συνεντεύξεις των περαστικών και η επιλογή τους επενδύει στον λαϊκισμό και τον φόβο. Οι πολιτικές εκπομπές διαλόγου αργά το βράδυ, με καλεσμένους αναγνωρίσιμους πολιτικούς, καλλιτέχνες, δημοσιογράφους, δικηγόρους κ.α., οιονεί ειδήμονες, σπανίως φωτίζουν την ουσία του θέματος. Και αφού η Σχολή «Αυτιά» έχει αναλάβει την διαμόρφωση της κοινής γνώμης, οι λίγοι δημοσιογράφοι που ερευνούν και ασχολούνται με επαγγελματισμό και σοβαρότητα με τα κρίσιμα προβλήματα του τόπου, εκείνοι που μελετούν, ερευνούν και υπαινίσσονται δυσάρεστες αλήθειες, εξοβελίζονται στην μεταμεσονύκτια ζώνη, δίπλα στις ταινίες τρόμου.
Αγαπητοί φίλοι, η κρίση του Τύπου, όπως και η κρίση της Εκπαίδευσης και η κρίση της αγροτικής οικονομίας, είναι όψεις της ίδιας δομικής αδυναμίας που βιώνει η χώρα και η δημοκρατία μας. Εδράζεται στον τρόπο που δομήθηκε το κράτος και η αγορά μας, στηριγμένα στην αδιαφάνεια, την πελατειακή αντίληψη της αλληλοεξυπηρέτησης, την ευκολία της ατιμωρησίας και την απόκρυψη της προσωπικής ευθύνης πίσω από την συντεχνιακή λογική της συντήρησης.
Σήμερα, το πολιτικό προσωπικό της χώρας αλλάζει ή, αν θέλετε, μετράει ζημιές και εκκαθαρίζει τα του οίκου του, επιχειρώντας να διαχειριστεί με επάρκεια και σοβαρότητα την συγκυρία. Δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί αυτή η πορεία. Αυτό που βλέπω είναι ότι τα πολιτικά πρόσωπα είναι τα μόνα που κρίνονται, διαπομπεύονται, γίνονται αντικείμενο έρευνας, απαξιώνονται και καταβάλλουν το κόστος ως ανυποληψία, κοινωνική κατακραυγή και δικαστική απειλή. Ακόμη, για να ελαφρύνω λίγο την ατμόσφαιρα, και ο υιός Ζαγορίτη μπαίνει στην θέση του -και ορθώς! Σε αυτήν την πρόσφατη είδηση το πολιτικό σύστημα ευθύνεται και ηθογραφείται στο πρόσωπο του υιού. Άλλο τόσο η δημοσιογραφική κοινότητα ευθύνεται και ηθογραφείται στο πρόσωπο ενός πορνιδίου που η αθώα δημοσιογραφική ευκολία ανέδειξε σε εθνική σταρ.
Η 25χρονη διαπραγμάτευση της νομοθεσίας και των κανόνων της μηντιακής αγοράς και του δημοσιογραφικού επαγγέλματος -αμοιβαία ευθύνη πολιτικών και δημοσιογράφων- οδήγησε σε τριγωνική αμφίδρομη ομηρεία πολιτικούς, επιχειρηματίες και δημοσιογράφους. Σήμερα αποδεικνύεται ότι και στις τρεις πλευρές αυτού του τριγώνου σωρεύτηκαν κέρδη, που τώρα μετατρέπονται σε δίνη ύβρως και αναξιοπιστίας. Ο χώρος που περικλείεται από τις πλευρές του τριγώνου, η δημόσια ενημέρωση, μετατράπηκε σταδιακά σε ορφανοτροφείο δημοκρατικών ιδεών, λόγου και ήθους.
Αλήθεια, πώς αισθάνεστε εσείς οι δημοσιογράφοι όταν βλέπετε τα βράδια έναν συνάδελφό σας, εκδότη, κομιστή, συλληφθέντα με κάμποσα παράνομα εκατομμύρια στα σύνορα, κατηγορούμενο, παράγοντα, κλπ, να κρίνει δημόσια πρόσωπα και να διαμορφώνει πρότυπα από τηλεοράσεως;
Καταλήγω με τρεις επισημάνσεις και ένα συμπέρασμα: α) Ο κοινωνικός χαρακτήρας της ενημέρωσης δεν μπορεί να διασφαλιστεί χωρίς να λειτουργεί κοινωνικός έλεγχος και κριτική όσων την ασκούν, β) Η κατοχύρωση της δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας είναι πολιτικό χρέος, πολιτισμικό ζητούμενο και ασφαλιστική δικλείδα της δημοκρατίας. Αλλά παραμένει άλλοθι, αν δεν είναι ευθέως ανάλογη της δημοσιογραφικής ευθύνης. Το άκουσα πρόσφατα από έναν τολμηρό συνάδελφό σας: «Η αντικειμενικότητά μας», είπε, «εξαρτάται από τον βαθμό ευπρέπειας της υποκειμενικότητάς μας», γ) Ο πλουραλισμός δεν εξασφαλίζεται μόνον με ρυθμιστικούς κανόνες και αντι-τραστ νομοθεσία. Λειτουργεί προς όφελος της ενημέρωσης και της κοινωνίας μόνον αν συνοδεύεται από τον αυστηρό έλεγχο που βασίζεται στην διαφάνεια. Το δικαίωμα να γνωρίζουμε σε ποιον ανήκει, πώς και ποιος χρηματοδοτεί κάθε ΜΜΕ μέσω της υποχρεώσής του για διαφανείς ισολογισμούς και κοινωνικό έλεγχο, είναι δικαίωμα και υποχρέωση όλων μας, πολιτικών, δημοσιογράφων, πολιτών.
Όλα όσα σάς είπα σήμερα, καθώς και όλα τα στοιχεία που χρησιμοποίησα, αποτελούν προϊόν προβληματισμού και έρευνας, σκέψεις εκφρασμένες δημόσια Ελλήνων δημοσιογράφων που διακρίνονται για την τόλμη, την εντιμότητα και την αξιοπιστία τους. Πιστεύουν, μαζί τους κι εγώ, ότι δεν αρκεί ούτε είναι δυνατή η αλλαγή στο πολιτικό πεδίο, προσώπων και νοοτροπίας χωρίς την δική σας παράλληλη πορεία, χωρίς την δική σας επανατοποθέτηση στον δημόσιο βίο. Μένει μόνο να αποφασίσει καθένας με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει.
* Ο Σπύρος Δανέλλης είναι Ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ