Του Σαράντου Καργάκου – Ιστορικού, φιλόλογου και δοκιμιογράφου
Κακώς το εκλάβατε, αν το εκλάβατε έτσι, ότι δηλαδή πρόκειται περί πολιτικής μελέτης. Πρόκειται περί φιλολογικής μελέτης. Όσο για το συχνά λεγόμενο «πάσα ομοιότητα προς παρόντα πρόσωπα και παρούσες καταστάσεις», δεν θα πω ότι είναι παντελώς συμπτωματική. Εξάλλου, οι συμπτώσεις- κατά περιπτώσεις – δημιουργούν την ιστορία, αν βέβαια εκλάβουμε και την ιστορία ως αλχημεία της ανθρώπινης αθλιότητας και κακίας.
Όπως σας είναι γνωστό, πάρα πολύ σοβαρή επιστημονική εργασία ξεκινά από την Αντισθένεια «ονομάτων επίστασιν» ή «επίσκεψιν», από την ακριβή σημασιοδότηση του εξεταζόμενου όρου. Όσο κι αν σας κάνει εντύπωση,η λέξη παράσιτος, απ’ όπου το ουδέτερο παράσιτο, είχε αρχικά τιμητική σημασία. Ο παράσιτος στην αρχαία αθηναϊκή πολιτεία ήταν αξίωμα σημαντικό που το ελάμβαναν άνθρωποι υψηλού κύρους και ήθους, που πλαισίωναν τους άρχοντες ως συμβοηθοί τους και μάλιστα σε υψηλά καθήκοντα, όπως ήταν η προσφορά και η φύλαξη των προσφερόμενων από τους πιστούς σε διάφορους ναούς σιτίων. Δηλαδή προϊόντων προς σίτιση.
Αργότερα, όμως, ο όρος εξέπεσε σημασιολογικά και άρχισε να υποδηλώνει άνθρωπο χαμερπή, ευτελή, που απρόσκλητος προσερχόταν στις οικίες των πλουσίων και εξασφάλιζε κοντά στους άλλους συνδαιτημόνες εύκολη και ασφαλώς πλούσια σίτιση. Τύπος παρασίτου ανθρώπου εξεικονίζεται στο «Συμπόσιον» του Ξενοφώντος και σε διάφορα έργα της Νέας Κωμωδίας. Οι Ρωμαίοι κωμωδιογράφοι, κυρίως ο Τερέντιος και Πλαύτος, συνεχίζοντας, αλλά σε πιο «σκαμπρόζικο» τόνο, την παράδοση της Νέας Κωμωδίας, έδωσαν πιο γελοιοποιτική διάσταση στην τύπο του παρασίτου. Έγινε μάλιστα τόσο χαρακτηριστικός ο τύπος αυτός,ώστε να θεωρείται μετά τους αυτοκρατορικούς χρόνους αναγκαίος ρόλος σε κάθε κωμική θεατρική παράσταση.
Όλα αυτά αποτελούν προοίμιο για το κύριο μέρος της μελέτης μας, που είναι ο περίφημος διάλογος του Λουκιανού (αυτός ήταν Σύρος – κι όχι Σύριος – ελληνομαθής που έζησε μεταξύ του 120/125 μέχρι το 192 μ.Χ. στο περίπου), ένας διάλογος που είναι γνωστός με τον τίτλο «Περί Παρασίτου» και με την αναγκαία τότε διευκρίνιση «ότι η παρασιτική είναι τέχνη». Τούτο τουλάχιστον δεν χρήζει αποδείξεως, καθότι στα χρόνια μας ο παρασιτισμός, όρος νεωτερικός, έγινε υψηλότατη τέχνη που διδάσκεται σε όλες τις κοινωνικές και πολιτικές βαθμίδες.
Ο διάλογος του Λουκιανού γίνεται ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, τον Τυχιάδη και τον Σίμωνα τον Παράσιτο. Ο Λουκιανός με τον διάλογο αυτό επιχειρεί μια ευφυέστατη και συνάμα χαριέστατη σάτιρα του παρασιτισμού που ήταν τότε και πάντα του συρμού.
Ο διάλογος ξεκινά με το αφελές ερώτημα του Τυχιάδη προς τον Σίμωνα: Γιατί δεν κατέχει, όπως όλοι οι άνθρωποι μια τέχνη ή γιατί δεν ασκεί κάποιο επάγγελμα για να εξασφαλίσει διά του ιδρώτος του τα προς το ζην; Ο Παράσιτος απαντά προς τον Τυχιάδη κυνικά ότι αγνοεί τις συνήθεις τέχνες, μουσική, ρητορική, ιατρική, αλλά κατέχει την παρασιτική τέχνη, για την οποία νιώθει μεγαλύτερη υπερηφάνεια απ’ ότι ένιωθε για τη γλυπτική τέχνη του ο Φειδίας. (Κι εδώ που τα λέμε είχε δίκιο. Παραλίγο για την τέχνη του ο Φειδίας να φάει το κεφάλι του.)
Έκπλητος ο Τυχιάδης για την ωμότητα του Σίμωνος του υποβάλλει το καταπελτικό ερώτημα:
– Δεν αισχύνεσαι να σε αποκαλούν Παράσιτον; Θα δεχόσουν μιαν επιστολή που θα έφερε την επιγραφή «Προς Σίμωνα τον Παράσιτον»;
– Ποσώς, αποκρίθηκε αυτός. Απεναντίας θα με κολάκευε περισσότερο απ’ ότι αν με αποκαλούσαν… φιλόσοφο!
Ακολούθως, ο Παράσιτος εξηγεί στον εμβρόντητο Τυχιάδη ότι η παρασιτική είναι τέχνη, διότι αποτελείται από ένα άθροισμα γνώσεων και «τεχνικών», όπως λέμε στον παρόντα καιρό, με τις οποίες επιτυγχάνεται ένας βασικός σκοπός, δηλαδή ένας ωφέλιμος, θρεπτικός και ξεκούραστος βίος. Ασφαλώς, εξηγεί ο Παράσιτος, η παρασιτική δεν είναι εύκολη τέχνη. Πρέπει ο Παράσιτος να διαθέτει πλούσια φαρέτρα γνώσεων. Κατά πρώτον, πρέπει να ξέρει ποιος είναι ο κατάλληλος άνθρωπος (σήμερα και κόμμα ή συνδικαλιστική οργάνωση ή μπαμπάς με κατανόηση) για να τον τρέφει. Ακολούθως, για να μπορέσει να προσκολληθεί σ’ αυτόν πρέπει να ξέρει τι να σου λέει, ώστε να γίνεται ευχάριστος. Το ότι οι γνώσεις αυτές είναι αναγκαίες, καταφαίνεται από αυτό: ουδόλως αμφισβητείται και ουδείς αρνείται ότι το τρώγειν και πίνεις αμόχθως είναι λίαν ωφέλιμο στη ζωή, αφού και αυτή η ζωή εξαρτάται από το τρώγειν και το πίνειν. Άλλωστε, (χωρίς αυτό να το λέει ο Παράσιτος), το παλαιό κλέφτικο άσμα, που ως πρακτική συνεχίζεται και στην παρούσα πολυκλεπτική εποχή, έχει ως επωδό το περιλάλητο: «Φάτε, πιέτε, μωρ’ αδέρφια…»!
Αλλά για να εγκυρώσει τους ισχυρισμούς του αυτούς ο Παράσιτος, καταφεύγει στον Όμηρο, για τον οποίο λέγει ότι ήταν θαυμαστής των παρασίτων. Δεν είναι τυχαίο που οι πλείστοι ομηρικοί ήρωες ονομάζονται δαιτυμόνες, λέξη που δηλώνει τον σύνδειπνο, δηλαδή τον τρώγοντα μαζί με άλλους και πίνοντα «εις υγείαν των κορόιδων». Παλαιών, νεωτέρων και ημών των ταϊζόντων διά του μόχθου μας πλήθος παρασίτων.
Μετά τον Όμηρο, ο Παράσιτος στρέφεται προς τον επίκουρο και του προσάπτει κλοπή της παρασιτικής τέχνης, την οποία έκανε κέντρο της φιλοσοφίας του, αφού προσδιόρισε ως σκοπό ζωής την ευτυχία που επιτυγχάνεται με την αταραξία σώματος και ψυχής. Με έναν «παχυδερμισμό» που διευκολύνει τον κάθε παρασιτικώς ζώντα να αποφεύγει στενοχώριες και ενοχλήσεις, περιοριζόμενος στο να τρώει και να πίνει και μακαρίως να ξαπλώνει, αφήνοντας σε άλλους την φροντίδα της συντηρήσεώς του.
Ο Παράσιτος δεν αρκείται στο να αποδείξει ότι η παρασιτική είναι τέχνη αλλά και ότι είναι η κορυφαία των τεχνών. Και όχι μόνο αυτό: επιπλέον είναι σοφία («ώστε έμοιγε δοκεί η παρασιτική κινδυνεύειν κατά γε τούτο και σοφίαν είναι»). Λέγει μάλιστα, ότι πάρα πολλοί φιλόσοφοι αγάπησαν την παρασιτική και εξακολουθούν και την αγαπούν, προσκομίζοντας έναν ορμαθό φιλοσόφων από τον Αρίστιππο τον Κυρηνναίο μέχρι τον Πλάτωνα,ο οποίος, όμως, δεν είχε ταλέντο παρασίτου και γι’ αυτό εξέπεσε από την εκτίμηση του τυράννου Διονυσίου των Συρακουσών («τω τυράννω του παρασιτείν αφυίας εξέπεσε»). Μετά περιλαμβάνει τον Ευρυπίδη που ήταν παράσιτος του Αρχελάτου της Μακεδονίας και του Αριστοτέλη, παράσιτος και αυτός του Φιλίππου, που άρχισε τη φιλοσοφική του πορεία ξεκινώντας από την παρασιτική.
Ο Παράσιτος, αφού χρησιμοποιήσει όλα τα μεγάλα ονόματα της ελληνικής μυθολογίας και ιστορίας όπως ακριβώς κάνουν πολλοί παράσιτοι της πνευματικής μας ζωής που για να δικαιολογήσουν την κρατική τους τροφή, δυσφημούν κάθε σπουδαία μορφή της παλαιότερης εποχής και αφού δείξει ότι ο ομηρικός Μηριόνης ήταν παράσιτος του Ιδομενέα και ο Πάτροκλος του Αχιλλέα, καταλήγει στο πολύ θελκτικό συμπέρασμα: τις λοιπές τέχνες για να τις εκμάθουμε πρέπει να κοπιάσουμε, την παρασιτική μπορούμε να την εκμανθάνουμε και συνάμα να την απολαμβάνουμε. Οι άλλες τέχνες μας τρέφουν αφού πρώτα τις μάθουμε. Η παρασιτική μας τρέφει, ενώ τη μαθαίνουμε! Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο, προσθέτει ο Παράσιτος, να βλέπουμε μαθητές να φεύγουν με κλάματα από το σχολείο λόγω της δυσκολίας των μαθημάτων ή της αυστηρότητας των δασκάλων. Οι χειροτέχνες πάλι εργάζονται σκληρά ολημερίς και απολαμβάνουν ανάπαυση και καλή τροφή το πολύ δύο φορές το μήνα. Αντίθετα, ο Παράσιτος ζει κάθε μέρα με γιορτή, χωρίς ποτέ του να μοχθεί.
Ο Παράσιτος προσθέτει κι ένα ακόμη υπέρ αυτού επιχείρημα: δεν φοβάται κανένα θηρίο. Διότι τρώγοντας σθεναρώς σε ξένα σαλόνια, έχει αποκτήσει ισχυρά σαγόνια. Έτσι, αν του επιτεθεί κάποιος αγριόχοιρος, στα δόντια του θηρίου θα αντιτάξει τα δικά του εξίσου αιχμηρά δόντια. Όσο για τους λαγούς, τους κυνηγά καλύτερα κι από λαγωνικό, αφού τους βρίσκει όχι σε λόγγους και βουνά, αλλά καλοψημένους σε πλούσιες τράπεζες. Και κάτι για την κοινωνική υπόσταση: οι λοιποί άνθρωποι αισχύνονται όταν παίρνουν από άλλους χρήματα. Ο Παράσιτος, ως περιφρονητής της καλής φήμης ή της δόξας, δεν αισχύνεται να τα «τσεπώνει», όπως ο ρήτορας που διδάσκει επί χρήμασι ή ο δικαστής που παίρνει κρυφά κάποιο «μπαξίς» (ο όρος φακελάκι δεν είχε τότε καθιερωθεί) για να βγάλει απόφαση ευνοϊκή.
Ο Παράσιτος, αφού αναφερθεί σε μια εκατοντάδα ονομάτων ανδρών επιφανών, μυθικών και ιστορικών, και αφού τους αποδώσει ιδιότητες Παρασίτου, καταλήγει στην πειστική διαπίστωση ότι και σε καιρό ειρήνης η παρασιτική τέχνη υπερέχει της φιλοσοφίας όσο υπερέχει η ειρήνη έναντι του πολέμου. Και κατά την εκτίμησή του, ο φιλόσοφος δεν γνωρίζει την τέχνη να σταθεί σ’ ένα συμπόσιο και μοιάζει έτσι με σκύλο στα λουτρά. Και κάτι πολύ θετικό για τον καθ’ ημέραν βίο: Ο Παράσιτος δεν χολοσκά. Δεν οργίζεται με τίποτε, όχι διότι είναι ανεξίκακος, αλλά διότι δεν έχει τίποτε για να οργιστεί, τίποτε που να του προκαλεί αγανάκτηση ή κατήφεια. Όλα γι’ αυτόν είναι «καλά λίαν».
Ο λόγος είναι απλός: Εφόσον θα υπάρχουν πλούσιοι, θα υπάρχουν και Παράσιτοι. Ο Παράσιτος είναι απόλυτα αναγκαίος για έναν πλούσιο. Αποτελεί γι’ αυτόν ένα κόσμημα, ενώ ο πλούσιος δεν είναι ποτέ κόσμημα γι’ αυτόν. Κι ακόμη ο Παράσιτος προσφέρει στον πλούσιο ένα αίσθημα ασφαλείας, διότι, δοκιμάζοντας πρώτος αυτός τα προσφερόμενα στον πλούσιο εδέσματα και ποτά, αποτελεί έναν οιονεί θώρακα σε περίπτωση απόπειρας δηλητηριάσεως.
Ο Σίμων, περαίνοντας την υπέρ του παρασιτισμού διδασκαλία του, παρατηρεί ότι η τέχνη του δεν έχει τίποτε ονειδιστικό και εξευτελιστικό. Θα μπορούσε κανείς, μιλώντας Βαρναλικά, να προσθέσει ότι ο Παράσιτος εφαρμόζει την πιο αποδοτική και θρεπτική τακτική: «Όμορφα και τακτικά πάει με κείνον που τον ταΐζει καλά». Το ίδιο βέβαια, προσθέτουμε εμείς, κάνουν και οι σκύλοι. Με μία διαφορά: οι σκύλοι νιώθουν ευγνωμοσύνη, οι παράσιτοι όχι. Συχνά μάλιστα αγκώνουν αυτούς που σε αλλοτινούς καιρούς τους είχαν καλοταΐσει. «Και τέλος πάντων, να τραβούμε εμπρός», όπως θα έλεγε και ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Τι το ψεκτόν, τι το ντροπιαστικό έχει το να τρώγει κανείς δίπλα σε κάποιον, αν μάλιστα, το φαγητό του περισσεύει;
Ύστερα από το επιχείρημα αυτό, ο Τυχιάδης συναινεί πως η παρασιτική είναι τέχνη επωφελής και για να επωφεληθεί θα σπεύσει κοντά στον Σίμωνα από πολύ πρωί για να διδαχθεί τα μυστικά της τέχνης του. Φιλοδοξεί μάλιστα να γίνει ο πρώτος του Παρασίτου μαθητής, διότι, καθώς ορθώς παρατηρεί, και οι μητέρες αγαπούν περισσότερο τα πρώτα τους παιδιά.
Και με τη φράση αυτή κλείνει ο διάλογος, τον οποίο προσφέρουμε προς διδαχή στο συρφετό που και σήμερα ανερυθριάστως εξακολουθεί να ονομάζεται ελληνικός, ενώ το ορθόν θα ήταν να ονομασθεί Λαός Παρασίτων. Όπως αποδεικνύει ο Λουκιανός, ουδέν μεμπτόν, ουδέν ψεκτόν έχει ο τίτλος αυτός. Ενώ το να είσαι Έλληνας, και μάλιστα να το συνειδητοποιείς, είναι επικίνδυνο στον παρόντα καιρό. Ειδικά στην Ελλάδα το να είσαι Έλληνας είναι τόσο επικίνδυνο όσο και το να έλεγες πως είσαι Εβραίος στη χιτλερική Γερμανία. Κάποια κοινωνικά παρασαρκώματα καραδοκούν για να σε ξεσκίσουν. Αν όμως εφαρμόζεις την τακτική της μύγας και σπεύδεις να φας από εκεί που τρώνε όλες, ουδένα κίνδυνο διατρέχεις. Αυτό εξηγεί και τις συχνές κομματικές διακυμάνσεις.