Αν έπρεπε να χαρτογραφήσουμε την ελληνική ασφαλιστική αγορά από πλευράς πλήθους εταιρειών, τρεις επισημάνσεις θα μπορούσαμε να εξάγουμε σε πρώτο επίπεδο. Η πρώτη και γνωστή σε όλους, ότι το πλήθος των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα έχει ακολουθήσει μια έντονα φθίνουσα πορεία από το 1981 μέχρι σήμερα. Από τις 164 εταιρείες στις 67. Και αν το 1981 φαίνεται πολύ μακρινό, το 1994 πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια οι εταιρείες ήταν 149, δηλαδή μέσα σε είκοσι χρόνια το πλήθος των εταιρειών έχει μειωθεί κατά 55%.
Η δεύτερη επισήμανση είναι ότι αν σήμερα λέμε ότι έχουμε 67 ασφαλιστικές επιχειρήσεις, στην πραγματικότητα, με την έννοια της ασφαλιστικής εταιρείας που γνωρίζει ο καταναλωτής, οι επιχειρήσεις είναι κοντά στις 30! Γιατί αυτό; Ο καταναλωτής γνωρίζει την Ιντεραμέρικαν και όχι τις 4 εταιρείες που έχει ο όμιλος, ο καταναλωτής γνωρίζει την Eurolife και όχι τις 2 εταιρείες που ανήκουν στον όμιλο κ.λπ. Επίσης, ο καταναλωτής γνωρίζει και χρησιμοποιεί τη κάλυψη της οδικής βοήθειας, αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν ότι παρέχεται από ανεξάρτητες εταιρείες. Το ίδιο, αν και σε μικρότερο βαθμό, ισχύει για τη νομική προστασία. Αν υπολογίσουμε λοιπόν (και αφαιρέσουμε): α) τις εταιρείες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, αλλά με διαφορετικό επιμέρους αντικείμενο, β) τις εξειδικευμένες εταιρίες πιστώσεων, οδικής βοήθειας και νομικής προστασίας και γ) τις εταιρείες με ελάχιστη (αμελητέα) παραγωγή, οι εταιρείες που απομένουν είναι λίγο πάνω από 30. Ακόμα κι αν συνυπολογίσουμε όλες τις εξειδικευμένες εταιρείες (το έργο των οποίων είναι σημαντικό και αναντικατάστατο στην αγορά) είμαστε πάλι κοντά στις 40 εταιρείες.
Η τρίτη επισήμανση είναι ότι η αγορά (στο σύνολό της) αναμένει και περαιτέρω μείωση του πλήθους των επιχειρήσεων. Είτε λόγω επικείμενων πωλήσεων ασφαλιστικών επιχειρήσεων (π.χ. Αγροτική Ασφαλιστική) σε ήδη λειτουργούσες στη χώρα μας επιχειρήσεις, είτε λόγω συγχωνεύσεων, είτε λόγω (απευκταίων) νέων ανακλήσεων αδειών, η αγορά συμπεριλαμβανομένων των καταναλωτών γνωρίζει και αναμένει νέα μείωση του πλήθους των επιχειρήσεων.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, ποιο είναι το πλήθος εκείνο των εταιρειών που είναι επιθυμητό για την ελληνική ασφαλιστική αγορά; Ποιο είναι το σημείο ισορροπίας ώστε να μην χαρακτηρισθεί «ολιγοπωλιακή» η αγορά; Ποιο είναι το σημείο εκείνο ώστε να εκπέμπεται αναπτυξιακή αίσθηση, χωρίς όμως να δημιουργεί την επιθυμία στον κάθε ενδιαφερόμενο να ιδρύσει και μια νέα εταιρεία; Υπάρχει πλάνο από την Εποπτική αρχή; Υπάρχει μελέτη από την ίδια την ΕΑΕΕ; Υπάρχει μελέτη από τους φορείς των Διαμεσολαβητών; Ή βαδίζουμε στα τυφλά και περιμένουμε πρώτα τη σταθεροποίηση της αγοράς, να κάνουμε «ταμείο» δηλαδή, ποιοι άντεξαν, ποιοι πουλήθηκαν, ποιοι αγόρασαν, ποιοι αποσύρθηκαν (καλώς ή κακώς) και μετά… βλέπουμε;
Ένα κριτήριο θα ήτανε οι μέσοι όροι των ανεπτυγμένων ασφαλιστικών αγορών της Ευρώπης. Παρά την κρίση, παρά τα προβλήματα των ευρωπαϊκών οικονομιών και κυρίως του νότου, μέσοι όροι υπάρχουν. Τι λένε λοιπόν τα στοιχεία της Europe Insurance; Ένας δείκτης είναι το πλήθος των ασφαλιστικών επιχειρήσεων σε σχέση με τον πληθυσμό κάθε χώρας.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση “European Insurance in Figures, Statistics N°48, February 2014” που περιλαμβάνει τα στοιχεία του 2012, στην Ευρώπη (στα 32 κράτη μέλη της Insurance Europe) υπάρχουν 4.926 ασφαλιστικές εταιρείες σε συνολικό πληθυσμό 593.341.000 κατοίκων. Αυτό σημαίνει ότι αντιστοιχεί μια ασφαλιστική επιχείρηση ανά 120.451 κατοίκους. Με βάση τον δείκτη αυτόν, στην Ελλάδα θα έπρεπε να λειτουργούν 94 ασφαλιστικές εταιρείες. Αν βέβαια θέσουμε εκτός δείγματος χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Ιρλανδία, στις οποίες για πολλούς λόγους εδρεύει δυσανάλογα μεγάλο πλήθος ασφαλιστικών εταιρειών, τότε αντιστοιχεί μια ασφαλιστική επιχείρηση ανά 152.231 κατοίκους. Με τον πιο «προσγειωμένο» αυτόν δείκτη, στην Ελλάδα θα έπρεπε να λειτουργούν 74 ασφαλιστικές εταιρείες κάθε μορφής. Όπως είπαμε, στη χώρα μας λειτουργούν σήμερα 67 εταιρείες κάθε μορφής και αν προσθέσουμε και τις ανακλήσεις της τελευταίας διετίας (αφού τα συγκρίσιμα ευρωπαϊκά στοιχεία είναι του 2012) η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ως προς το πλήθος των εταιρειών, με βάση τον πληθυσμό της.
Αλήθεια όμως, τι συμβαίνει σε χώρες με παραπλήσιο πληθυσμό ή το αντίστροφο σε χώρες με παραπλήσιο αριθμό εταιρειών; Στο Βέλγιο, με πληθυσμό 11.095.000 κατοίκους λειτουργούν 146 ασφαλιστικές επιχειρήσεις, δηλαδή υπερδιπλάσιες από την Ελλάδα. Αντίθετα, στην Τσεχία με πληθυσμό 10.505.000 κατοίκους λειτουργούν 53 ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ενώ στην Πορτογαλία με πληθυσμό 10.542.000 κατοίκους λειτουργούν 79 ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Τέλος, παραπλήσιο με εμάς αριθμό ασφαλιστικών εταιρειών έχει η Φιλανδία (68 εταιρείες αλλά με λιγότερους από τους μισούς κατοίκους, μόλις 5.401.000) και η Τουρκία (66 εταιρείες αλλά με επταπλάσιους σχεδόν κατοίκους, 74.724.000).
Τι συμπέρασμα βγαίνει από όλους αυτούς τους συγκριτικούς αριθμούς; Ότι η ανάπτυξη μιας ασφαλιστικής αγοράς εξαρτάται κυρίως από ποιοτικά και όχι ποσοτικά χαρακτηριστικά. Εξαρτάται από την παιδεία, την κουλτούρα, την ανάπτυξη της ασφαλιστικής συνείδησης, τη νομοθεσία, τη προστασία του καταναλωτή, την εποπτεία των αγορών (ασφαλιστικής, τραπεζικής και ευρύτερα χρηματοοικονομικών αγορών,) το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, τη σταθερότητα της φορολογίας και κυρίως από τη στάση του κράτους έναντι του θεσμού της ιδιωτικής ασφάλισης. Σε ποιο από τα παραπάνω έχουμε επενδύσει στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια; Και ποια είναι η στάση σήμερα του κράτους έναντι της ασφαλιστικής αγοράς; Απλώς, της… αφήνει χώρο; Για την απόκτηση ισχυρών ποιοτικών χαρακτηριστικών απαιτείται πολύς χρόνος, ίσως μια-δυο γενιές. Έχουμε ξεκινήσει;