Η Ένωση Ασφαλιστών Β. Ελλάδος έλαβε κείμενο από τον Δικηγόρο κ. Δημήτριο Κυριακόπουλο:
Με αφορμή πρόσφατο τον αποκλεισμό Ασφαλιστικού Πράκτορα από τη συμμετοχή σε προκηρυχθέντα διαγωνισμό ασφαλίσεως οχημάτων Δημοτικής Επιχείρησης, κατ΄επίκληση των ειδικών διατάξεων του άρθρου 19α του Ν. 1569/1985, κατά τη ρητή διατύπωση του οποίου «Η ιδιότητα του ασφαλιστικού πράκτορα, του μεσίτη ασφαλίσεων, του ασφαλιστικού συμβούλου και του συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων, είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του γενικού διευθυντή ή διευθυντή ή εκπροσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης. Επίσης η ιδιότητα του ασφαλιστικού πράκτορα είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μεσίτη ασφαλίσεων», παρατίθενται οι παρακάτω σκέψεις και παρατηρήσεις σχετικά με τη γενικότερη ρύθμιση των ασυμβιβάστων του Ασφαλιστικού Πράκτορα.
Τα ασυμβίβαστα των ασφαλιστικών πρακτόρων ρυθμίζονταν αρχικά με το άρθρο 9 του Ν. 1569/1985 με τίτλο “Διαμεσολάβηση στις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης, σύσταση σώματος ειδικών πραγματογνωμόνων τροχαίων ατυχημάτων, λειτουργία γραφείου διεθνούς ασφάλισης και άλλες διατάξεις”. Με την παρ.30 του άρθρου 36 του Ν. 2496/1997 μεταφέρθηκε το πρώην άρθρο 9 του ίδιου νόμου ως άρθρο 19α και προστέθηκε σ΄αυτό δεύτερο εδάφιο, με συνέπεια η εν λόγω διάταξη του άρθρου 19α του Ν. 1569/1985 με τίτλο “Ασυμβίβαστα” να έχει σήμερα όπως παρατέθηκε στην παραπάνω εισαγωγική παράγραφο. Άλλωστε, το έργο που αναλαμβάνει με σύμβαση ο ασφαλιστικός πράκτορας θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μόνο ως σύμβαση έργου (κατά την έννοια των διατάξεων του ενάτου κεφαλαίου του Αστικού Κώδικα – άρθρα 681 επ. Α.Κ.) και πάντως σε καμία περίπτωση δεν υπάγεται στο εικοστό τέταρτο κεφάλαιο του ίδιου Κώδικα (άρθρα 741 επ. Α.Κ. περί εταιρίας), υπερισχυόντων όμως, υπό οποιαδήποτε εκδοχή, ως ειδικότερων, των προαναφερθεισών διατάξεων περί ασυμβιβάστου του Ασφαλιστικού Πράκτορα. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 ιδίου Ν. 1569/85, όπου επίσης ρητά αναφέρεται ότι «ο πράκτορας υποχρεούται σε όλα τα έγγραφά του και σε όλες τις επαγγελματικές του συναλλαγές να αναγράφει και να δηλώνει την ιδιότητά του ως ασφαλιστικού πράκτορα ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που πρακτορεύει, καθώς και τον αριθμό μητρώου του».
Περαιτέρω, με το άρθρο 14 του Π.Δ. 190/2006 προσαρμόστηκε η ελληνική νομοθεσία στην Οδηγία 2002/92/Ε.Κ. του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (L 9/15.1.2003), χωρίς να περιλαμβάνεται άρση ή διαφοροποίηση του παραπάνω ασυμβιβάστου.
Ως προς το αντικείμενο του έργου του ασφαλιστικού πράκτορα, με το άρθρο 2 παρ.1 του Ν. 1569/1985 ορίζεται ότι «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή διαμέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων ασφαλιστικές συμβάσεις. Επίσης παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση ασφαλιστικής περίπτωσης.».
Έτσι, από το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, προκύπτει με σαφήνεια η έκταση και ο περιορισμός της εκπροσώπησης ασφαλιστικής επιχείρησης από τον ασφαλιστικό πράκτορα, ενώ η σχέση που συνδέει το ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση που πρακτορεύει βασίζεται στην πρακτοριακή σύμβαση, η οποία απαιτείται να γίνει εγγράφως και να κατατεθεί στην αρμόδια Αρχή Εποπτείας της Ιδιωτικής Ασφάλισης, η οποία (πρακτοριακή σύμβαση) βεβαίως είναι έγκυρη μόνο κατά το μέρος που προβλέπει αρμοδιότητες και εξουσίες του ασφαλιστικού πράκτορα που δεν υπερβαίνουν την προβλεπόμενη από το νόμο έκταση.
Ενόψει των προαναφερομένων, ο ασφαλιστικός πράκτορας, όπως και τα άλλα ονομαστικώς αναφερόμενα στο άρθρο 19α του Ν. 1569/1985 διαμεσολαβούντα στις ασφαλίσεις πρόσωπα, δεν μπορεί να ενεργεί ως εκπρόσωπος ασφαλιστικής εταιρίας κατά την σύναψη ιδιωτικής ασφάλισης αφού αφενός κωλύεται νομικά να είναι ταυτόχρονα και άμεσος εκπρόσωπος ασφαλιστικής επιχείρησης ώστε η εξουσία αυτή να προέκυπτε από τη σύμπτωση των εν λόγω ιδιοτήτων και αφετέρου η εξουσία αυτή δεν του παρέχεται στο πλαίσιο της πρακτοριακής σύμβασης.
Πράγματι, όπως ορίζει και η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 2 παρ.1, εδ.β΄ του Ν. 1569/1985, ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή δια μέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων ασφαλιστικές συμβάσεις και μόνο. Αντιθέτως, ο ασφαλιστικός πράκτορας ποτέ δεν μπορεί να ενεργήσει άμεσα ως εκπρόσωπος ασφαλιστικής επιχείρησης για οποιαδήποτε άλλη πράξη εκτός από αυτές για τις οποίες περιοριστικά εξουσιοδοτείται με την πρακτοριακή σύμβαση και, πολύ περισσότερο, ποτέ δεν μπορεί να συμβληθεί για τη διενέργεια οποιασδήποτε ασφαλιστικής πράξης για δικό του λογαριασμό, αφού ο ίδιος δεν είναι ασφαλιστής (ασφαλιστική επιχείρηση), με την έννοια του νόμου, όπως αυτή περιλαμβάνεται και στο νέο σχέδιο νόμου ενσωμάτωσης της Κοινοτικής Οδηγίας για την Φερεγγυότητα II, και επειδή αυτό απαγορεύεται από τον Ν. 400/70, που ήδη ενσωματώνεται και καταργείται από το νέο σχέδιο νόμου, με προβλεπόμενη ισχύ του από 01.01.16.
Έτσι, η έλλειψη δικαιώματος ασφαλιστικού πράκτορα να συμμετέχει ο ίδιος σε προκηρυχθέντα διαγωνισμό ασφαλίσεως οχημάτων είναι ρητή και σαφής. Στο πλαίσιο των προκηρύξεων διαγωνισμών ασφαλίσεων οχημάτων (αλλά και άλλου ασφαλιστικού αντικειμένου) από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους φορείς (δημόσιους και μη), προκύπτει όμως στην πραγματικότητα ένα άλλο ερώτημα, το οποίο αφορά όλη την τάξη των Επαγγελματιών Διαμεσολαβούντων στις ασφαλίσεις και όχι μόνον περιοριστικά των ασφαλιστικών πρακτόρων. Συγκεκριμένα, τίθεται το μέγα και σοβαρό ερώτημα κατά πόσο είναι νόμιμη η υποκατάσταση των ασφαλιστικών πρακτόρων στο έργο που τους ανέθεσε ο νομοθέτης, αφού τα εν λόγω μεσολαβούντα πρόσωπα δεν έχουν καμία συμμετοχή στο πλαίσιο της διαδικασίας κατάρτισης και προκήρυξης διαγωνισμών ασφαλίσεων, η οποία γίνεται στην πραγματικότητα αποκλειστικά από άλλους – τρίτους που στερούνται της ιδιότητας του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, υποκαθιστώντας τους στο νομοθετικά ανατεθέν στους μεσολαβούντες αυτούς έργο της «προπαρασκευής, προετοιμασίας και παρουσίασης ασφαλιστικών καλύψεων και όρων».
Κατά την γνώμη μου εδώ πρέπει να επικεντρωθεί η προσοχή και το ενδιαφέρον όλων των φορέων της Επιστήμης των Ιδιωτικών Ασφαλίσεων και όχι στο αν και πότε ασφαλιστικός πράκτορας είναι αντιπρόσωπος ή εκπρόσωπος ασφαλιστικής επιχείρησης (συντρέχει ασυμβίβαστο και συνεπώς ποτέ δεν μπορεί να γίνει αυτό), αδιαφόρως των σχέσεών του με τον εντολέα (Ασφαλιστική Επιχείρηση) που αναφέρονται στο άρθρο 4 του Ν. 1569/85 και καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση μεταξύ τους, που αντίγραφο υποβάλλεται στην αρμόδια Αρχή Εποπτείας της Ιδιωτικής Ασφάλισης επειδή όλοι οι όροι της πρακτοριακής σύμβασης υποχρεωτικά πρέπει να είναι σύμφωνοι με τις διατάξεις της ισχύουσας ασφαλιστικής νομοθεσίας, μία των οποίων διάταξη είναι το ασυμβίβαστο του άρθρου 19α Ν. 1569/85.
Δηλαδή, με απλά και κατανοητά λόγια, «Έκαστος στο είδος του»!
Δημήτριος Κυριακόπουλος
Δικηγόρος
Αριστοτέλους 8, Θεσσαλονίκη
2310 263169