Επιστρέφουν τα σενάρια ακόμα περί υποχρεωτικής επαγγελματικής ασφάλισης. Μάλιστα αυτήν τη φορά φαίνεται πως βρίσκουν έδαφος και μεταξύ των μελών της Επιτροπής Σοφών που συνέστησε ο απερχόμενος Υπουργός Εργασίας, κ. Γιώργος Κατρούγκαλος.
Στόχος είναι η διαμόρφωση ενός «υποκατάστατου» αλλαγών στο Ασφαλιστικό – Συνταξιοδοτικό σε σχέση με εκείνες που προβλέπει το νέο Μνημόνιο.
Μέλη της εν λόγω Επιτροπής φέρονται να στηρίζουν τη δημιουργία δύο πυλώνων ασφάλισης:
1. Ενός Δημόσιου πυλώνα που θα χρηματοδοτείται βασικά από το κράτος το οποίο θα εισπράττει ειδικούς φόρους για τις συντάξεις ανάλογα με το εισόδημα κάθε πολίτη.
2. Ενός επαγγελματικού – ιδιωτικού (ή 2ου και 3ου) πυλώνα που θα χρηματοδοτείται από τους εργαζομένους ή/και τους εργοδότες και θα είναι προαιρετικός ή ακόμα και υποχρεωτικός, όπως είναι σε 14 αναπτυγμένες χώρες του κόσμου.
Οι δυνατότητες, αλλά και οι αδυναμίες της ανάπτυξης του επαγγελματικού – ιδιωτικού πυλώνα είχαν αναπτυχθεί στην ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδας τον Δεκέμβριο του 2012, την επαύριον, δηλαδή, της τελευταίας μεγάλης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης στη χώρα που έφερε την κατάργηση της 13ης – 14ης σύνταξης, τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στα επικουρικά ταμεία και τον υπολογισμό των συντάξεων μετά την 1/1/2015 με βάση το νέο κατώτατο μισθό (586 ευρώ αντί 751 ευρώ ).
Δύο χρόνια, νωρίτερα, δηλαδή το 2010 είχαν θεσπιστεί αλλαγές που προέβλεπαν τη διαμόρφωση της σύνταξης ανάλογα με την εξέλιξη του ΑΕΠ και του πληθωρισμού, αλλά και τη μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης.
Στην έκθεση της ΤτΕ, στα τέλη του 2012, αναφερόταν πως «η μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης των νεοεισερχομένων τείνει να ενισχύει την ελκυστικότητα του δεύτερου και τρίτου πυλώνα».
Ωστόσο, η ΤτΕ, επισήμαινε πως «σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, τα άτομα με τα χαμηλότερα εισοδήματα και όσοι δεν έχουν μόνιμη απασχόληση τείνουν να έχουν μικρότερη συμμετοχή σε εθελοντικά προγράμματα τρίτου πυλώνα» και πως «η χρηματοπιστωτική κρίση έχει αναδείξει την ανάγκη για ενίσχυση του πλαισίου διαχείρισης κινδύνων των κεφαλαιοποιητικών ασφαλιστικών συστημάτων γενικώς, καθώς και την ανάγκη για αποτελεσματικότερη εποπτεία».