Του Πάσχου Mανδραβέλη*
Αν το ελληνικό κράτος την 1η Ιανουαρίου 2009 είχε μηδενικό χρέος, στο τέλος του ίδιου χρόνου το χρέος της θα ήταν 23,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Τόσα περισσότερα ήταν τα έξοδα του Δημοσίου από τα έσοδά του και τόσα έπρεπε να δανειστεί από τις αγορές για να τα βγάλει πέρα. Αυτό στη γλώσσα των οικονομολόγων είναι το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Έσοδα μείον δαπάνες εκτός τόκων και χρεολυσίων. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι την τελευταία ημέρα του 2009 το ελληνικό κράτος ήθελε να κάνει μια νέα αρχή. Αποφάσιζε να κηρύξει ολόκληρο το δημόσιο χρέος «επαχθές», όπως είναι εσχάτως η ορολογία της μόδας. Διέγραφε ολόκληρο το χρέος προς τους πιστωτές του και δεν είχε δευτερογενείς αρνητικές επιπτώσεις. Δηλαδή υποθέτουμε όλα όσα αποκρύπτουν οι υπερασπιστές των εύκολων λύσεων, της αναδιάρθρωσης του χρέους ή της στάσης πληρωμών μόνο προς τους πιστωτές.
Υποθέτουμε δηλαδή ότι: α) Δεν θα επηρεάζονταν οι διεθνείς μας σχέσεις· Γάλλοι, Γερμανοί (κυρίως), αλλά Άγγλοι, Αμερικανοί κ.λπ. θα έλεγαν «δεν πειράζει που οι τράπεζές μας εγγράφουν ζημία δεκάδων δισ. Εσείς να είστε καλά και στα εθνικά σας θέματα εμείς τώρα θα σας στηρίξουμε ακόμη περισσότερο». β) Κατά ένα μαγικό τρόπο οι εγχώριοι πιστωτές του κράτους (δηλαδή οι ελληνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία) αναπλήρωναν τα εκατό δισεκατομμύρια που θα είχαν χάσει από τα μηδενισμένα ομόλογα του Δημοσίου. γ) Κανένας Έλληνας δεν θα έτρεχε στις τράπεζες να αποσύρει τις καταθέσεις του· να υπενθυμίσουμε ότι μόνο με τη φιλολογία περί πτώχευσης έφυγαν περί τα 40 δισ. από τις τράπεζες. δ) Η πιστοληπτική ικανότητα και των ελληνικών τραπεζών, αλλά και των ελληνικών επιχειρήσεων θα παρέμενε αμετάβλητη. Δηλαδή παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα θα είχε κηρύξει πτώχευση οι εγγυητικές επιστολές που χρησιμοποιούν οι εξαγωγικές και εισαγωγικές επιχειρήσεις, θα περνούσαν σαν καινούριες σε ολόκληρο τον κόσμο.
Δανεικά τέλος
Βέβαια, ακόμη και στον φανταστικό κόσμο που κηρύσσουν οι οπαδοί των ριζοσπαστικών λύσεων, θα πρέπει να υπάρχει μια αρνητική συνέπεια. Αυτή εκ των πραγμάτων θα είναι η στάση πληρωμών και των δανειστών. Δηλαδή, όσο κι αριστερός να είναι κάποιος δεν μπορεί να επιχειρηματολογήσει στα σοβαρά ότι αμέσως μετά την κήρυξη χρεοκοπίας θα έτρεχαν κάποιοι να δανείσουν μια χώρα που έβαλε «φέσια» στην αγορά.
Χωρίς τα δανεικά, λοιπόν, και χωρίς άλλες αρνητικές επιπτώσεις από τη διαγραφή του χρέους το κράτος θα έπρεπε το 2010 να περικόψει τις δαπάνες του ή να αυξήσει τα φορολογικά του έσοδα κατά 23,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Όσα μάζεψε τόσα έπρεπε και να ξοδέψει.
Ελέω Μνημονίου, όμως, το 2010 το κράτος περιέκοψε 12,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή ξόδεψε 11 δισ. περισσότερα απ’ όσα εισέπραξε. Αυτό σημαίνει ότι αν πόνεσαν τα μέτρα που προέβλεπε το Μνημόνιο, τα μέτρα χωρίς το Μνημόνιο θα πόναγαν διπλά. Θα έπρεπε να κόψουμε περαιτέρω τους μισθούς και τις συντάξεις ή να αυξήσουμε περισσότερο τη φορολογία ή ότι, τέλος πάντων, θα χρειαζόταν για να μειώσουμε το πρωτογενές έλλειμμα κατά 23,5 δισ. Αλλά ακόμη και φέτος και με την προϋπόθεση ότι το Μνημόνιο θα εφαρμοστεί τέλεια (που δεν εφαρμόστηκε πλήρως το 2010· έπρεπε να περικόψουμε 14,5 δισ. και τελικά περικόψαμε 12,5) το κράτος θα ξοδέψει 2,3 δισεκατομμύρια περισσότερα από αυτά που θα εισπράξει (1% του ΑΕΠ). Αν τα εισπράξει. Και αν περικόψει τις δαπάνες και δεν υπάρχουν υπουργοί που ό,τι κόβουν με το ένα χέρι το δίνουν με το άλλο.
Εκ των πραγμάτων και εξαιτίας του Μνημονίου η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας είναι πιο ήπια, απ’ ό,τι θα ήταν χωρίς το Μνημόνιο. Ακόμη κι αν όλες οι άλλες παράμετροι της οικονομίας δεν διολίσθαιναν αρνητικά, θα έπρεπε το 2010 να περικόψουμε 23 δισ. αντί 12,5.
Οι ιδεολογικοί μπαταχτσήδες της προόδου (και όχι μόνο αυτοί) χρησιμοποιούν ένα επικοινωνιακό τρικ για να πλήξουν την ηπιότερη προσαρμογή που κάνει το Μνημόνιο σε σχέση με εκείνη που θα γινόταν με την στάση πληρωμών. Συγκρίνουν την κατάσταση του 2009, που το κράτος ξόδεψε (εκτός τόκων και χρεολυσίων) 23 δισ. περισσότερα απ’ όσα εισέπραξε με την κατάσταση του 2010 που το κράτος ξόδεψε μόνο 12,5 δισ. περισσότερα απ’ όσα εισέπραξε. Φυσικά όλοι είναι υπέρ του 2009. Αποκρύπτεται όμως το γεγονός ότι 2009 δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει ξανά, ακριβώς επειδή… υπήρξε. Αν η Ελλάδα είχε δείξει τα προηγούμενα χρόνια δημοσιονομική αρετή δεν θα έμπαινε τόσο βαθιά στην κρίση και οι αγορές θα ήταν ανοιχτές. Όμως, την περίοδο 2003-2009 το ελληνικό κράτος ξόδεψε πρωτογενώς (δηλαδή, εκτός τόκων και χρεολυσίων) 50 δισ. περισσότερα απ’ όσα εισέπραξε. Κι αυτά έγιναν χρέος.
Η δεύτερη επικοινωνιακή μπαγαποντιά σε σχέση με το Μνημόνιο αφορά το χρέος. Όπως λένε και στα εγκυρότερα τηλεκαφενεία, αυτό αυξάνεται παρά την εφαρμογή του Μνημονίου. Η αλήθεια είναι ότι χωρίς τα τοκοχρεολύσια αν κόβαμε το 2010 και τα 23 δισ. του πρωτογενούς ελλείμματος το χρέος θα παρέμενε σταθερό. Τα επιπλέον 12,5 δισ. που πέρυσι ξόδεψε το ελληνικό κράτος επίσης προστέθηκαν στο χρέος. Αν και φέτος κάνουμε τα ίδια -και με την προϋπόθεση ότι οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης θα συνεχίσουν κανονικά τις δόσεις- θα προστεθούν άλλα 12,5 δισ. κ.ο.κ. Όσο το κράτος ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα εισπράττει θα αυξάνεται το χρέος. Απλή αριθμητική είναι.
Οι μελλοντικές οφειλές
Το έτερο κόλπο αφορά την προβολή του χρέους στο μέλλον και το βάρος της εξυπηρέτησής του. Αν και το συγκεκριμένο πρόβλημα μάλλον θα έπρεπε να απασχολεί περισσότερο τους πολίτες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών που μάς δανείζουν παρά τους Έλληνες, το χρέος πραγματικά θα γίνει μελλοντικά βραχνάς. Αλλά η συζήτηση εν Ελλάδι περί της μελλοντικής εξυπηρέτησης χρέους μοιάζει με ιατρικό ανέκδοτο. Αν μεταφερθεί κάποιος πολυτραυματίας σε νοσοκομείο, πρώτα σταματούν την αιμορραγία και μετά μετράνε τη χοληστερίνη του για να δουν αν θα πεθάνει από έμφραγμα ύστερα από δύο χρόνια. Κατά τον ίδιο τρόπο, στη συγκυρία που είμαστε, αυτό που πρέπει να μας απασχολεί πρωτίστως είναι ο μηδενισμός των πρωτογενών ελλειμμάτων και δευτερευόντως το πρόβλημα του χρέους. Γιατρός που θα έλεγε «αφήστε τον ασθενή να αιμορραγεί διότι σε δυο χρόνια θα πεθάνει από έμφραγμα», θα του αφαιρούσαν την άδεια. Εμείς γιατί να παίρνουμε στα σοβαρά εκείνους που λένε το ίδιο για την οικονομία;
Στον καιρό της κατοχής
Στους αριστερούς μπαχτσέδες της επικράτειας δεν ανθίζουν πλέον όλα τα λουλούδια. Φύονται πολλά επίθετα και απουσιάζουν τα ουσιαστικά. Δεν υπάρχουν επιχειρήματα, εξακοντίζονται συνθήματα. Όσοι καλλιεργούν αυτούς τους μπαχτσέδες δεν αναφέρονται στην πραγματικότητα· τη συγκρίνουν με τον άλλο κόσμο που λένε ότι είναι εφικτός. Δεν ακούνε τι λέει ο άλλος· απλώς χαρακτηρίζουν τον ομιλούντα. Για παράδειγμα, όσοι έλεγαν ότι δεν μπορεί το κράτος να πληρώνει ένα εκατομμύριο ημερησίως την «Ολυμπιακή» βαφτίζονταν «νεοφιλελεύθεροι». Αν έλεγε κάποιος κάτι για το ένα δισ. που έχανε ετησίως ο ΟΣΕ εκατηγορείτο ότι δεν έχει οικολογικές ευαισθησίες. Όσοι μιλούσαν για αποκρατικοποιήσεις χαρακτηρίζονταν «ξεπουληματίες». Αναφέρονταν στη μείωση του προσωπικού των δημόσιων οργανισμών; Φυσικά ήταν «ανάλγητοι» κ.ο.κ.
Η κρίση και το Μνημόνιο εμπλούτισαν τον μπαχτσέ με περισσότερα άδεια επίθετα. Ένα από αυτά έχει να κάνει με την «κατοχή» και όλα τα συμπαρομαρτούντα (δοσιλογισμός, κουίσλινγκ κ.λπ.). Η χώρα, λένε, βρίσκεται υπό κατοχή και δεν μπορεί να ασκήσει τις δικές της πολιτικές. Αυτό είναι εν μέρει αλήθεια. Τα περιθώρια ελιγμών της πολιτικής στην Ελλάδα έχουν στενέψει πολύ. Εκεί που το 2009 το κράτος είχε την ελευθερία να ξοδέψει (εκτός τόκων και χρεολυσίων) 23,5 δισ. περισσότερα απ’ όσα εισέπραξε, το 2011 ξόδεψε (πάλι χωρίς τόκους και χρεολύσια) 11 δισ. περισσότερα.
Το γεγονός ότι αυτό το έλλειμμα δεν περιορίστηκε στα 9 δισ., όπως προέβλεπε το κατοχικό Μνημόνιο προφανώς οφείλεται στη μυστική οργάνωση του ΕΑΜ-υπουργών που αντιστάθηκε όσο μπορούσε στις επιταγές των κατακτητών. Μην αναφέρουμε επίσης και το παλλαϊκό κίνημα αντίστασης των φοροφυγάδων, οι οποίοι αντιστέκονται στον κατακτητή με κάθε απόδειξη (που δεν κόβουν).
Στον καιρό της κατοχής, λοιπόν, δεν μπορεί να συνεχίσει να ξοδεύει ένα δισεκατομμύριο ετησίως για να μη στενοχωρηθούν οι μηχανοδηγοί του ΟΣΕ που παίρνουν 6.000 μηνιαίως για να κυκλοφορούν με άδεια τρένα. Η «κατοχική τρόικα» μάς το έχει απαγορεύσει. Επίσης στα ΕΛΠΕ δεν μπορούν να παίρνουν «επίδομα κυλικείου» όταν η σίτιση είναι δωρεάν, ούτε «επίδομα εργένη». Μια πραγματική κατοχή θα ανάγκαζε όλους τους ελεύθερους των ΔΕΚΟ να παντρευτούν, για να παίρνουν το επίδομα γάμου, αλλά η δική μας -προφανώς πιο light εκδοχή- απλώς τους κόβει το επίδομα. Για τους συνδικαλιστές της ΔΕΗ οι κατοχικές δυνάμεις προφανώς δεν έμαθαν ακόμη τίποτε, διότι σίγουρα θα έκοβαν τα 65.000 οδοιπορικά που έπαιρναν κάποιοι ετησίως για να συμμετέχουν στα ΔΣ των χρεοκοπημένων ασφαλιστικών οργανισμών.
Είναι αληθές, επίσης, ότι αυτή η «σκληρή κατοχή» προσπαθεί να απελευθερώσει όλα τα επαγγέλματα και περισσότερο απ’ όλους τη νιώθουν στο πετσί τους οι πολιτικοί. Πάνε οι παλιές καλές εποχές της ανεξαρτησίας, τότε που είχαν την ελευθερία να διορίζουν κατά χιλιάδες στο Δημόσιο.
Κάποιοι -προφανώς ρεφορμιστές αριστεροί- προσθέτουν και το επίθετο «ιδιότυπος». Λένε ότι ζούμε μια «ιδιότυπη κατοχή». Αυτοί μάλλον είναι πιο κοντά στην αλήθεια, διότι αυτή η «κατοχή» είναι τόσο ιδιότυπη που δεν χρειάζεται ούτε ΕΑΜ ούτε ΠΑΚ για να ανατραπεί. Με ένα «άι σιχτίρ» απελευθερωνόμαστε· και από τους κατακτητές και από τα λεφτά τους.
*το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή, της Δευτέρας 11 Ιουλίου 2011