“Το ΔΝΤ είναι ένας από τους ισχυρότερους, αν όχι ο ισχυρότερος διεθνής οργανισμός, αλλά ταυτόχρονα είναι αναμφίβολα και ο λιγότερο δημοφιλής. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ο πιο αντιπαθητικός και μισητός διεθνής οργανισμός”.
(Πριν από μερικές ημέρες ο Χάρης Βήττας, παρουσίασε σε ομιλία τον τρόπο με τον οποίον λειτουργεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μιας και υπήρξε για πάνω από 30 χρόνια ανώτατο στέλεχος του Οργανισμού και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου. Για μια σειρά ετών επίσης, υπήρξε Εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ. Παρακάτω δημοσιεύουμε τα κυριότερα κομμάτια της ομιλίας του.)
Την ομιλία οργάνωσε το περιοδικό: “Επιστημονικό Marketing Management” και χορηγοί της εκδήλωσης ήταν οι Εταιρείες, ΑΤΕ Ασφαλιστική, Allianz, Εθνική ΑΕΓΑ, Interamerican και Victoria ΑΕΓΑ.
του Χάρη Βήττα
Το ΔΝΤ είναι ένας από τους ισχυρότερους, αν όχι ο ισχυρότερος διεθνής οργανισμός, αλλά ταυτόχρονα είναι αναμφίβολα και ο λιγότερο δημοφιλής. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ο πιο αντιπαθητικός και μισητός διεθνής οργανισμός! Είναι ισχυρός με την έννοια ότι οι αποφάσεις του, αλλά ακόμα και οι απόψεις που εκφράζει συχνά επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές εξελίξεις είτε σε μεμονωμένες χώρες είτε σε παγκόσμιο επίπεδο. Μερικές φορές μάλιστα έχει τύχει να επηρεάσουν και τις πολιτικές εξελίξεις. Η δύναμή του πηγάζει κυρίως από το γεγονός ότι έχει λεφτά. Για την ακρίβεια διαχειρίζεται πολύ μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία χρησιμοποιεί όποτε χρειαστεί για να βοηθήσει τις χώρες-μέλη του να ξεπερνούν οικονομικές κρίσεις. Εκτός όμως από την συγκριτικά μεγάλη οικονομική του ευρωστία, υπάρχουν και μερικοί άλλοι παράγοντες που σε δευτερεύοντα βαθμό συντελούν στην αίγλη και την επιρροή που ασκεί αυτός ο οργανισμός:
• Διαθέτει προσωπικό υψηλής επαγγελματικής στάθμης, προσωπικό που προσλαμβάνεται σχεδόν πάντοτε απευθείας από τον οργανισμό, χωρίς την μεσολάβηση καμίας κυβέρνησης, με τελείως αξιοκρατικά κριτήρια, και κατά συνέπεια προσωπικό που δεν επηρεάζεται εύκολα από πολιτικές σκοπιμότητες
• Έχει αποκτήσει μεγάλη εμπειρία/τεχνογνωσία στην διαχείριση κρίσεων
• Είναι πολύ ευέλικτος και προσαρμόσιμος οργανισμός που συνέχεια προσπαθεί να αντλεί μαθήματα από το παρελθόν και να βελτιώνει τον τρόπο με τον όποιο ασκεί τις παρεμβάσεις του.
Το γιατί δεν είναι δημοφιλές το ΔΝΤ αμφιβάλλω αν χρειάζεται να σας το εξηγήσω. Ο κυριότερος λόγος είναι κατά τη γνώμη μου το ότι η παρέμβασή του ζητείται κατά κανόνα πολύ αργά, δηλαδή όταν μια χώρα έχει φτάσει στα πρόθυρα οικονομικής κατάρρευσης. Σε αυτές τις περιστάσεις η αποκατάσταση κάποιας ισορροπίας απαιτεί σχεδόν πάντοτε τη λήψη σκληρών μέτρων, π.χ. μείωση κρατικών παροχών, αύξηση φόρων, υποτίμηση του νομίσματος, μέτρων που ερμηνεύονται ως αντιλαϊκά. Ο κόσμος παραγνωρίζει το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ήταν πολύ πιο επώδυνα αν δεν υπήρχε η παρέμβαση του Ταμείου, ενώ οι κυβερνήσεις σπανίως έχουν το θάρρος να αναλάβουν την ευθύνη για τα μέτρα. Έτσι το ΔΝΤ γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος.
Ένας πρόσθετος λόγος για την έλλειψη δημοτικότητας του Ταμείου είναι η κριτική που έχει γίνει εις βάρος του τα τελευταία χρόνια, από οικονομολόγους διεθνούς φήμης, για κακό σχεδιασμό προγραμμάτων οικονομικής ανάκαμψης τα οποία έχει υποστηρίξει ή για την αποτυχία αυτών των προγραμμάτων. Η κριτική αυτή δεν είναι τελείως αδικαιολόγητη. Παραβλέπει όμως 2 σημαντικά πράγματα:
• Στα μέσα μιας κρίσης που πρέπει να αντιμετωπίσει επειγόντως, δεν αποκλείεται να γίνουν κάποια λάθη είτε στη διάγνωση του προβλήματος είτε στον σχεδιασμό μέτρων για την αντιμετώπισή του. Αυτά τα λάθη όμως συνήθως αναγνωρίζονται και διορθώνονται στην πορεία. Το ΔΝΤ ποτέ δεν διεκδίκησε το αλάθητο. Υποστηρίζει όμως δικαιολογημένα ότι έχει την ικανότητα και την απαραίτητη ευελιξία να προσαρμόσει του όρους της οικονομικής υποστήριξης που παρέχει ούτος ώστε να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες κάθε περίπτωσης.
• Η επιτυχία ή αποτυχία ενός προγράμματος δεν εξαρτάται από το ΔΝΤ αλλά από την κυβέρνηση της χώρας που το εφαρμόζει και από τον λαό αυτής της χώρας.
Το ΔΝΤ είναι κοινό Ταμείο Οικονομικής Συνεργασίας. Κάθε μέλος συνεισφέρει ένα ποσό και το κεφάλαιο που δημιουργείται είναι διαθέσιμο για να χρηματοδοτεί βραχυπρόθεσμα δάνεια σε χώρες που είτε από κακοτυχία είτε από κακοδιαχείριση αντιμετωπίζουν δυσκολίες ισοζυγίου πληρωμών. Δεν είναι όμως φιλανθρωπικό ίδρυμα, πρωταρχική του υποχρέωση είναι η εξασφάλιση της ακεραιότητας του και γι’ αυτό τον λόγο τα δάνεια είναι βραχυπρόθεσμα, με όρους, και μόνο όταν υπάρχει βάσιμη ελπίδα ότι θα εξοφληθούν. Επίσης, δεν είναι όργανο των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος και ένα από τα πιο δραστήρια μέλη του οργανισμού. Ελέγχουν όμως μόνο το 17% των ψήφων και δεν είναι σε θέση να κάνουν ό,τι θέλει. Η ΕΕ έχει πάνω από το 30% των ψήφων αν και σπανίως ενεργεί συντονισμένα.
Πάντως και σε καμία περίπτωση δεν έχει «μαγικό ραβδί» όπως επίσης δεν έχει και πολιτική ιδεολογία. Τα μέλη του περιλαμβάνουν χώρες με όλα τα πολιτικά καθεστώτα και όλα έχουν την ίδια μεταχείριση. Η ιδεολογία του είναι οικονομική, διέπεται από συγκεκριμένη Οικονομική Φιλοσοφία. Αυτή είναι κατά βάση νεοφιλελεύθερη, αλλά όχι της ακραίας μορφής. Πρεσβεύει ότι είναι χρήσιμο να στηρίζεται κανείς στον μέγιστο δυνατό βαθμό στους μηχανισμούς της αγοράς, χωρίς όμως να αρνείται ότι οι ‘αγορές’ πάσχουν συχνά από μυωπία και άλλες ατέλειες, και επομένως χωρίς να απορρίπτει την αναγκαιότητα κρατικών παρεμβατισμών.
Βασική και μέχρι πριν από 2-3 χρόνια σχεδόν αποκλειστική, πηγή χρηματοδότησης των δανείων που χορηγεί το ΔΝΤ, είναι τα μερίδια των χωρών-μελών. Το μερίδιο κάθε χώρας εξαρτάται κυρίως από το οικονομικό της μέγεθος και προσδιορίζει τον αριθμό ψήφων που έχει καθώς και μέχρι πρότινος το μέγιστο ποσό που μπορεί να δανειστεί σε περίπτωση κρίσης. Η κάθε χώρα καταβάλει το ¼ του μεριδίου που της αναλογεί σε συνάλλαγμα και το υπόλοιπο καταβάλλεται εάν και όποτε το χρειαστεί ο οργανισμός. Κάθε τρεις μήνες καταρτίζεται προϋπολογισμός ο οποίος προσπαθεί να προβλέψει την ενδεχόμενη προσφυγή μελών στο ΔΝΤ για δανειοδότηση και το κυριότερο, προσδιορίζει ποιες είναι οι χώρες που έχουν ισχυρό ισοζύγιο πληρωμών και επομένως μπορούν να συνδράμουν στη χρηματοδότηση των δανείων.
Για κάθε δάνειο χρησιμοποιούνται καταρχήν πόροι από το ήδη καταβεβλημένο μερίδιο της χώρας-μέλος, και αν αυτό δεν αρκεί καλείται μία ομάδα χωρών-μελών που έχουν ισχυρό Ισοζύγιο Πληρωμών να καλύψουν το υπόλοιπο. Η χώρα που δανείζεται πληρώνει τόκους ενώ οι χώρες που συμμετέχουν στη χρηματοδότηση εισπράττουν τόκους.
Η επάρκεια των πόρων του ΔΝΤ επανεξετάζεται κάθε 5 χρόνια, και σταδιακά δημιουργήθηκε η ανάγκη συμπλήρωσης των πόρων του Ταμείου με Δανεισμό. Ο δανεισμός δεν γίνεται από τις αγορές αλλά από τα κράτη-μέλη, είτε με διμερείς είτε με πολυμερείς συμφωνίες δανεισμού. Πρόσφατα το Ταμείο δανείστηκε $ 250 δις από την Ιαπωνία, την Κίνα, την Ινδία, τη Βραζιλία. Από το 2010 κάθε πρόγραμμα που υποστηρίζει το ΔΝΤ χρηματοδοτείται κατά 50% από τον ίδιο και κατά 50% από την ενεργοποίηση των Διμερών Συμφωνιών Δανεισμού.
Στις διαπραγματεύσεις με τη χώρα η οποία ενδέχεται να λάβει δάνειο, επιδιώκεται κατ’ αρχήν η επίτευξη συμφωνίας ως προς τη διάγνωση της κατάστασης (πρόβλημα ρευστότητας ή φερεγγυότητας;) και ακολουθεί συζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Το ΔΝΤ είναι υποχρεωμένο να λαμβάνει υπόψη τις πολιτικές και κοινωνικές προτεραιότητες της κυβέρνησης της εκάστοτε χώρας, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό. Τα προγράμματα του ΔΝΤ πετυχαίνουν όταν υπάρχει υψηλός βαθμός κυριότητας από την κυβέρνηση της χώρας και ουσιαστική υποστήριξη από τον πληθυσμό.
Στην Ελλάδα σημειώθηκε συσσώρευση προβλημάτων. Έλλειμμα, υπερβολικό δημόσιο χρέος, υπέρογκη πιστωτική επέκταση, υπερβολική εξάρτηση από εισροή κεφαλαίων αμφιβόλου διάρκειας, απώλεια ανταγωνιστικότητας. Η συσσώρευση άρχισε από την ημέρα που εγκρίθηκε η ένταξή μας στην ΟΝΕ, αν και δεν έγινε αμέσως προφανής γιατί η οικονομία μας πήγαινε καλά. Από τότε και μετά σημειώθηκε εγκληματική αμέλεια από όλες τις κυβερνήσεις. Χάσαμε την ευκαιρία να νοικοκυρέψουμε την οικονομία και να αποκτήσουμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιούμε τα δημοσιονομικά εργαλεία για αντιμετώπιση δυσμενών εξελίξεων, πράγμα που ήταν απαραίτητο στη νομισματική ένωση μιας και η δυνατότητα χρήσης νομισματικών εργαλείων δεν υπάρχει πια.
Ακόμη, στην Ελλάδα εδραιώθηκε μία παράλογη συμπεριφορά και από τις Δημόσιες Υπηρεσίες και από τους ιδιωτικούς οργανισμούς. Ουτοπικές προσδοκίες σύγκλισης αμοιβών με τις πιο ανεπτυγμένες χώρες της ευρωζώνης, παραβλέποντας το γεγονός ότι εξακολουθούσε να υπάρχει πολύ μεγάλη απόκλιση στην παραγωγικότητα.
Και ύστερα η κατάσταση επιδεινώθηκε από τις επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης. Μέχρι πρόσφατα υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι η Ελλάδα δεν επηρεάζεται σημαντικά ενώ η αλήθεια είναι ακριβώς η αντίθετη. Η απρονοησία των προηγουμένων ετών μας αναγκάζει τώρα να παίρνουμε αυστηρά περιοριστικά μέτρα που αναπόφευκτα επιδεινώνουν την ύφεση.
Οι «εναλλακτικές» λύσεις πέραν του δανεισμού από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι τρεις:
Η μονομερής στάση πληρωμών/αναδιαπραγμάτευση χρέους η οποία παρουσιάζει κίνδυνο για αντίποινα, και κίνδυνο κατάρρευσης των Ελληνικών Τραπεζών. Επίσης, συνεπάγεται πολύ πιο επώδυνα δημοσιονομικά μέτρα γιατί το πρωτογενές έλλειμμα θα πρέπει να μηδενιστεί αυθημερόν.
Η συναινετική αναδιαπραγμάτευση χρέους δεν είναι εφικτή τώρα γιατί το πρωτογενές έλλειμμα είναι πολύ μεγάλο. Αδύνατο να πεισθούν οι δανειστές ότι η χώρα θα είναι σε θέση στο μέλλον να εξυπηρετήσει ένα μειωμένο χρέος. Ίσως σε 2-3 χρόνια αν στο διάστημα που μεσολαβεί καταφέρουμε να μηδενίσουμε ουσιαστικά την ανάγκη δανεισμού για πληρωμή τρεχουσών δαπανών (π.χ. για μισθούς & συντάξεις).
Η έξοδος από την ευρωζώνη, με αποτέλεσμα τον υπερπληθωρισμό και ό,τι αυτό συνεπάγεται, αλλά και τη διεθνή ταπείνωση.
Λόγος αποτυχίας του προγράμματος του ΔΝΤ είναι η σημαντική παρέκκλιση από το συμφωνηθέν πρόγραμμα, π.χ. λόγω κουτοπόνηρης νοοτροπίας κυβερνητικών στελεχών με αποτέλεσμα αρνητική επίπτωση στην εμπιστοσύνη. Ακόμη, η βαθύτερη ή πιο παρατεταμένη ύφεση, π.χ. εξ αιτίας παράλογης συμπεριφοράς οργανωμένων συμφερόντων [ή γιατί η παραμονή στο ευρώ αποδεικνύεται μη βιώσιμη], αλλά και η πολιτική αστάθεια.
Ωστόσο υπάρχουν θετικά στοιχεία τα οποία μας στηρίζουν στο να σκεφτόμαστε θετικά: Η υποτίμηση του ευρώ οπωσδήποτε βοηθά, όπως και η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας η οποία μπορεί να προσφέρει τη δυνατότητα διακρατικών συμφωνιών. Η χρηματική ενίσχυση που έχει τεθεί στη διάθεσή μας είναι πάρα πολύ μεγάλη και η στήριξη της ΕΚΤ προς τις Ελληνικές Τράπεζες, που υπάρχει, είναι εξαιρετικά σημαντική.