Τεστ… Αντοχής στο Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Σύστημα πραγματοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος. Πρόκειται για ένα σύστημα από Ασκήσεις Προσομοίωσης Ακραίων Καταστάσεων, με βάση Υποθετικά Σενάρια, που πραγματοποιείται εδώ και χρόνια στο εξωτερικό, αλλά για πρώτη φορά στη χώρα μας. Οι Ασκήσεις αυτές μετρούν τη Συνεκτικότητα και τις Δυνάμεις του Συνολικού Πιστωτικού Συστήματος και συμφωνούνται από κοινού με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά, μιας και καμία Ελληνική Τράπεζα δε φαίνεται να αντιμετωπίζει προβλήματα ως προς την αποπληρωμή των Υποχρεώσεών της, ούτε επί του παρόντος ούτε ακόμα και αν οι διεθνείς Οικονομικές Συνθήκες χειροτερέψουν.
Στη σχετική «Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας» που δημοσίευσε στις 23 Ιουνίου 2009 η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνεται χαρακτηριστικά: «Τα Αποτελέσματα έδειξαν ότι ο Τραπεζικός Τομέας είναι σε θέση να αντεπεξέλθει ακόμη και σε ιδιαίτερα έντονους Κραδασμούς, η πιθανότητα εμφάνισης των οποίων είναι εξαιρετικά χαμηλή».
Η Έκθεση φιλοδοξεί να αποτελέσει πηγή Πληροφόρησης για τα ζητήματα αυτά και Δίαυλο Επικοινωνίας με τα λοιπά Θεσμικά Όργανα της Πολιτείας, τους Φορείς που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, τους Κοινωνικούς Εταίρους και την κοινή γνώμη.
Όσο για τον Ασφαλιστικό Κλάδο, που εμφανίστηκε και αυτός στην Έκθεση, εκτιμάται ότι βραχυπρόθεσμα η Ανάπτυξη θα είναι περιορισμένη λόγω της Οικονομικής Κρίσης, ωστόσο, οι Μεσοπρόθεσμες Προοπτικές παραμένουν Θετικές. Θετικότερες είναι οι Προοπτικές για τον Κλάδο Ζημιών σε σχέση με τον Κλάδο Ζωής, μιας και στον πρώτο η Ασφάλιση είναι συχνά υποχρεωτική (Αυτοκίνητα) ή τόσο αναγκαία, που καθίσταται υποχρεωτική (Εμπορεύματα).
Ακολουθεί Απόσπασμα της Έκθεσης που αφορά τον Ασφαλιστικό Κλάδο:
Στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα δραστηριοποιούνται πλην των τραπεζών και άλλες, μη τραπεζικές εταιρείες, καθώς και φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Ιδιαίτερα σημαντική κατηγορία είναι οι ασφαλιστικές εταιρείες, το ενεργητικό των οποίων στο τέλος του 2008 διαμορφώθηκε σε επίπεδο ελαφρά κάτω του 3%του συνολικού ενεργητικού του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις υπόλοιπες μη τραπεζικές εταιρείες ανέρχεται σε επίπεδα ελαφρώς άνω του 3%, ενώ για τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης στο 6%. Οι λοιπoί αυτοί τομείς μέχρι σήμερα δεν έχουν διαταράξει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ωστόσο, η κατά περίπτωση σύνδεσή τους με τον τραπεζικό κλάδο, αλλά και την οικονομία γενικότερα απαιτεί την παρακολούθηση της δραστηριότητάς τους, ώστε να συνεκτιμώνται τυχόν αρνητικές εξελίξεις που θα μπορούσαν να ασκήσουν πιέσεις στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
2. Ασφαλιστικές Εταιρείες
2.1 Εξελίξεις και Μεγέθη
Μεταξύ των λοιπών (πλην τραπεζών) εταιρειών του χρηματοπιστωτικού τομέα οι ασφαλιστικές αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικό κλάδο, καθώς οι μεγάλου μεγέθους ασφαλιστικές εταιρείες ανήκουν σε τραπεζικούς ομίλους. Σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠΕΙΑ), ο συνολικός αριθμός των ασφαλιστικών εταιρειών που δραστηριοποιήθηκαν το 2008 ανήλθε σε 166. Συγκεκριμένα, δραστηριοποιήθηκαν 64 ανώνυμες ασφαλιστικές εταιρείες με έδρα την Ελλάδα, 94 με έδρα σε κράτος-μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), ο οποίος περιλαμβάνει τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και επιπλέον την Ισλανδία, τη Νορβηγία και το Λιχτενστάιν, καθώς και 3 με έδρα σε χώρα εκτός ΕΟΧ. Επίσης, λειτούργησαν και 5 αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί.
Από το σύνολο των 166 ασφαλιστικών εταιρειών στην Ελλάδα οι 21 δραστηριοποιούνται στον Κλάδο Ζωής, οι 131 στον Κλάδο Ζημιών και οι υπόλοιπες 14 και στους δύο κλάδους. Ο βαθμός συγκέντρωσης στον ασφαλιστικό τομέα, όπως συμβαίνει και στον τραπεζικό τομέα, είναι υψηλός. Έτσι, οι 10 μεγαλύτερες εταιρείες από άποψη μεγέθους παραγωγής ασφαλίστρων των Κλάδων Ζωής και Ζημιών συγκεντρώνουν το 88,7% και 54,9%αντίστοιχα της συνολικής παραγωγής ασφαλίστρων του κάθε κλάδου, ενώ στο σύνολο των ασφαλίστρων και των δύο κλάδων ο σχετικός βαθμός συγκέντρωσης ανέρχεται σε 57,3%. Έπειτα από συνεχή άνοδο τα τελευταία έτη το ενεργητικό των ασφαλιστικών εταιρειών σημείωσε μικρή υποχώρηση το 2008 και διαμορφώθηκε σε 14,9 δισ. ευρώ (2,8% του ενεργητικού του χρηματοπιστωτικού συστήματος), έναντι 15 δισ. ευρώ το 2007. Η μείωση αυτή αποδίδεται στην υποχώρηση της αξίας του χαρτοφυλακίου επενδύσεων των ασφαλιστικών εταιρειών σε μετοχές (κατά 30%) και σε αμοιβαία κεφάλαια (κατά 20%) και αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά τα κέρδη του 2008, χωρίς να αποκλείεται ακόμη και καταγραφή ζημιών για πρώτη φορά μετά το 2004. Σύμφωνα πάντοτε με στοιχεία της ΕΠΕΙΑ, το 2008 εξαγοράστηκαν ασφαλιστικά συμβόλαια ζωής ύψους 600 εκατ. ευρώ περίπου, έναντι περιορισμένου ύψους εξαγορών τα προηγούμενα έτη. Η ίδια τάση συνεχίστηκε και το α’ τρίμηνο του 2009, κατά το οποίο οι εξαγορές ανήλθαν σε 180 εκατ. ευρώ περίπου.
Όσον αφορά την παραγωγή ασφαλίστρων, τα τελευταία χρόνια ο Κλάδος Ζωής και ο Κλάδος Ζημιών συμμετέχουν ο καθένας κατά 50%περίπου στη συνολική παραγωγή. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΠΕΙΑ, η παραγωγή ασφαλίστρων όλων των κλάδων το 2008 ανήλθε σε 5,3 δισ. ευρώ, οριακά αυξημένη κατά 1,8% σε σύγκριση με το 2007. Ειδικότερα, παρατηρήθηκε οριακή πτώση στην παραγωγή ασφαλίστρων του Κλάδου Ζωής (2008: -1%, 2007: +10,2%) και αύξηση, αν και με επιβραδυνόμενο ρυθμό, στην παραγωγή ασφαλίστρων του Κλάδου Ζημιών (2008: +4,4%, 2007: +8,1%). Το α’ τρίμηνο του 2009 η συνολική παραγωγή ασφαλίστρων αυξήθηκε κατά 2,9% έναντι του α’ τριμήνου του 2008. Ειδικότερα, η παραγωγή ασφαλίστρων ζημιών αυξήθηκε κατά 6,0%,ενώ η παραγωγή ασφαλίστρων ζωής μειώθηκε κατά 1,0%.
2.2 Κίνδυνοι και Αξιολόγησή τους
Ως εκ της φύσεως των εργασιών τους, οι ασφαλιστικές εταιρείες αντιμετωπίζουν τους εξής κινδύνους:
- Κίνδυνο αγοράς, δηλαδή πιθανότητα ζημιών από τοποθετήσεις σε χρηματοοικονομικά προϊόντα των οποίων οι τιμές ενδέχεται να μειωθούν. Κίνδυνο μακροοικονομικού περιβάλλοντος, δηλαδή πιθανότητα ζημιών από ενδεχόμενη μακροοικονομική επιδείνωση που περιορίζει τη ζήτηση ασφαλιστικών προϊόντων ή ενθαρρύνει την εξαγορά ασφαλιστικών συμβολαίων ζωής. Κίνδυνο επέλευσης καταστροφικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να εξαναγκάσουν τις ασφαλιστικές εταιρείες να ρευστοποιήσουν εσπευσμένα ορισμένα στοιχεία του ενεργητικού τους, προκειμένου να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις καταβολής αποζημιώσεων. Ο κίνδυνος αυτός υφίσταται μόνο για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον Κλάδο Ζημιών.
- Κίνδυνο μετάδοσης προβλημάτων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε περίπτωση είτε συμμετοχής των ασφαλιστικών εταιρειών στο μετοχικό κεφάλαιο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων είτε επενδύσεων σε προϊόντα των ιδρυμάτων αυτών. Κίνδυνο μακροζωίας σε περίπτωση αύξησης του προσδόκιμου χρόνου ζωής που απαιτεί σχηματισμό πρόσθετων ασφαλιστικών προβλέψεων από τις ασφαλιστικές εταιρείες του Κλάδου Ζωής.
- Κίνδυνο αυξανόμενου ανταγωνισμού από άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή από τράπεζες που προσφέρουν ασφαλιστικές υπηρεσίες. Π.χ., ο έντονος ανταγωνισμός ωθεί τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε υποτιμολόγηση των προϊόντων τους, η οποία συνεπάγεται υψηλότερο κίνδυνο ζημιών.
Από τους ανωτέρω κινδύνους σχετικά σημαντικότεροι για το τρέχον έτος είναι ο κίνδυνος αγοράς και ο κίνδυνος μακροοικονομικού περιβάλλοντος. Σε βραχυχρόνιο ορίζοντα η ανάπτυξη της ασφαλιστικής αγοράς στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα είναι μάλλον περιορισμένη, για όσο διάστημα διαρκέσει η σχετική μακροοικονομική δυσπραγία, δεδομένου ότι σε περιόδους οικονομικής αβεβαιότητας τα νοικοκυριά επιδεικνύουν αυξημένη προτίμηση στη διακράτηση ρευστών διαθεσίμων και τείνουν μερικές φορές να ρευστοποιούν ήδη συναφθέντα ασφαλιστικά συμβόλαια. Αυτό ισχύει κυρίως για τον κλάδο των ασφαλειών ζωής. Σχετικά ηπιότερες εκτιμάται ότι θα είναι οι επιπτώσεις της κρίσης στον Κλάδο Ζημιών, δεδομένου ότι οι ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, ιδίως στον κλάδο των αυτοκινήτων, είναι υποχρεωτικές. Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης των ασφαλιστικών εταιρειών εκτιμάται ότι είναι θετικές, καθώς τα κατά κεφαλήν ασφάλιστρα ως ποσοστό τουΑΕΠ στην Ελλάδα (2,2%) είναι σημαντικά χαμηλότερα του μέσου όρου στην Ε.Ε. (9%).
2.3 Εξελίξεις στο Θεσμικό Πλαίσιο
Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ασφαλιστικών εταιρειών, όπως έχει διαμορφωθεί από σειρά οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ορίζει μεταξύ άλλων τον απαιτούμενο ελάχιστο βαθμό κεφαλαιακής επάρκειας αυτών. Οι ασφαλιστικές εταιρείες οφείλουν να διατηρούν περιουσιακά στοιχεία αξίας τουλάχιστον ίσης με το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας ή με το εγγυητικό κεφάλαιο, όποιο εκ των δύο είναι μεγαλύτερο. Καθώς για τον υπολογισμό του δείκτη φερεγγυότητας δεν αξιολογούνται όλοι οι κίνδυνοι στους οποίους αυτές είναι εκτεθειμένες, αναμένεται η τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου με την υιοθέτηση της οδηγίας «Solvency IΙ» κατά το πρότυπο του πλαισίου «Βασιλεία ΙΙ» που ισχύει για τα πιστωτικά ιδρύματα. Η οδηγία «Solvency IΙ» δομείται σε τρεις κεντρικούς πυλώνες. Ο Πυλώνας 1 καθορίζει τους χρηματοοικονομικούς πόρους που απαιτούνται ώστε να διασφαλίζεται η φερεγγυότητα των ασφαλιστικών εταιρειών.
Για τον υπολογισμό των πόρων αυτών θα λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικοί κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν οι ασφαλιστικές εταιρείες.
Ο Πυλώνας 2 καθορίζει τις αρχές εσωτερικού ελέγχου και την εποπτική διαδικασία ελέγχου της εταιρικής φερεγγυότητας, ενώ ο Πυλώνας 3 καθορίζει τις απαιτήσεις δημοσίευσης/διαφάνειας, παρέχοντας τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης εποπτείας της ασφαλιστικής αγοράς και ισχυρότερης προστασίας των καταναλωτών.
Με την εφαρμογή του νέου αυτού θεσμικού πλαισίου θα απαιτηθεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να προβούν σε σημαντική αύξηση των ιδίων κεφαλαίων τους. Εξάλλου, με το Ν. 3455/2006 (μεταφορά στην Ελληνική Νομοθεσία της κοινοτικής Οδηγίας 2002/87/ΕΚ) έχει καθιερωθεί η συμπληρωματική εποπτεία των Χρηματοπιστωτικών Ομίλων Ετερογενών Δραστηριοτήτων, δηλαδή εκείνων που εμφανίζουν σημαντική δραστηριότητα ταυτόχρονα στον τραπεζικό και τον ασφαλιστικό τομέα.
Η συμπληρωματική εποπτεία περιλαμβάνει: την εκτίμηση της κεφαλαιακής επάρκειας σε επίπεδο ομίλου (με έμφαση στην αποτροπή της διπλής ή πολλαπλής χρήσης των ιδίων κεφαλαίων), τον έλεγχο της συγκέντρωσης κινδύνων και των εντός ομίλου συναλλαγών και την παρακολούθηση της επάρκειας των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων.
H έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος καταδυκνύει οτι το τραπεζικό σύστημα της χώρας ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά στην κρίση. Τα δέ αποτελέσματα για την αντοχή σε “ακόμα ισχυρότερους κραδασμούς” είναι ενθαρρυντικά καθώς οι προβλέψεις για το μέλλον είναι πιό ζοφερές. Η χθεσινή έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για τους ρυθμούς ανάπτυξης δείχνει οτι το 2010 ο παγκόσμιος ρυθμός ανάπτυξης πορβλέπεται να είναι -2,9% και της Ευρωζώνης -4,5%. Ταυτόχρονα ο οικονομολόγος Χαρι Ντεντ, μιλώντας στο αυστραλιανό τηλεοπτικό δίκτυο NBC, μίλησε για μια επερχόμενη, πιό ισχυρή κρίση τα επόμενα δύο χρόνια. Ιδωμεν…
Πηγη: Ναυτεμπορική, Καθημερινή