Η επιτυχία της ημερίδας του ΕΙΑΣ με θέμα “ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ II-Ολιστική προσέγγιση στην εφαρμογή της Οδηγίας από τις ασφαλιστικές εταιρείες, υπό το πρίσμα της διαχείρισης κινδύνων”, που πραγματοποιήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2014 στο Royal Olympic Hotel, ήταν αναμενόμενη. Τα ονόματα των Ομιλητών, των Συντονιστών και των Συμμετεχόντων στα πάνελς συζήτησης παρείχαν την εγγύηση για την ποιότητα και το αποτέλεσμα.
Όλες οι τοποθετήσεις, οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις υψηλού επιπέδου, κάποιες ίσως πιο “τεχνικές και δύσκολες” από όσο θα περίμενε κάποιος, αλλά απολύτως αναγκαίες για την παρουσίαση και κατανόηση του, ούτως ή άλλως, δύσκολου θέματος.
Το σημαντικότερο όλων όμως, είναι η αίσθηση που δημιουργήθηκε στο πολυπληθές ακροατήριο, μεταξύ των οποίων βρισκότανε Διευθύνοντες Σύμβουλοι, Γενικοί Διευθυντές, Μέλη Διοικητικών Συμβουλίων, Οικονομικοί Διευθυντές, Εμπορικοί Διευθυντές, Διευθυντές Πωλήσεων, Αναλογιστές, Στελέχη Ελεγκτικών Εταιρειών και στελέχη από όλη την ασφαλιστική αγορά. Τονίζουμε το υψηλό επίπεδο του ακροατηρίου γιατί θα ήταν τελείως διαφορετική η εκτίμηση, αν το ακροατήριο ήταν διαφορετικό.
Ποιά αίσθηση δημιουργήθηκε; Ότι, τώρα αρχίζουν τα δύσκολα! Για την κάθε ασφαλιστική εταιρεία χωριστά και για το σύνολο της αγοράς. Μιας αγοράς που θα πρέπει να πάρει συγκεκριμένες αποφάσεις και μάλιστα πολύ σύντομα. Αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικές παρεμβάσεις από το ακροατήριο, από δύο ανωτάτου επιπέδου στελέχη, που ουδείς μπορεί να σκεφθεί ότι δεν γνωρίζουν την ασφαλιστική αγορά και τις επιχειρήσεις, το αντίθετο μάλιστα.
Ο πρώτος ανέφερε ότι, με όσα ακούστηκαν, επιβεβαιώνεται η προ ετών δημοσιευθείσα μελέτη της Mackenzie ότι από τις 5.500 χιλιάδες ασφαλιστικές εταιρείες που λειτουργούν στην Ευρώπη, το καλό σενάριο προβλέπει ότι θα μειωθούν σε 2.400 εταιρείες και το… κακό σενάριο σε 800 εταιρείες. Συνεπώς, θα πρέπει ή να “καθοδηγηθούν” και να “βοηθηθούν” οι εταιρείες της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς, ώστε συνολικά ως αγορά να σχεδιασθεί η επόμενη ημέρα ή, αν αυτό δεν συμβεί, να χαράξει κάθε μία νέα στρατηγική συγχωνεύσεων, συνενώσεων και συνεργασιών για να ανταπεξέλθουν, χωρίς και αυτό να εξασφαλίζεται.
Ο δεύτερος ανέφερε χαρακτηριστικά, ότι το σύνολο της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς δεν συγκαταλέγεται ούτε στις μεσαίου μεγέθους ευρωπαϊκές ασφαλιστικές εταιρείες και συνεπώς, όλα όσα προβλέπονται και επιβάλλονται, προφανώς δεν μπορεί να τύχουν πλήρους εφαρμογής, σε σχέση με τα μεγέθη των ελληνικών ασφαλιστικών εταιρειών και ότι, αν επιμείνουν στην εφαρμογή τους, πολλές εταιρείες, που δεν μπορεί να χαρακτηρισθούν με οποιοδήποτε κριτήριο προβληματικές, οδηγούνται σε αδιέξοδο.
Η αναφορά από το πάνελ, προς καθησυχασμό, στην αρχή της αναλογικότητας δεν έτυχε της σύμφωνης γνώμης του Επόπτη που ρητά ανέφερε ότι δεν προβλέπεται οποιαδήποτε αναλογικότητα εφαρμογής των υποχρεώσεων, με κριτήριο το μέγεθος μιας ασφαλιστικής εταιρείας. Αντίθετα, προβλέπεται η αρχή της αναλογικότητας ως προς την πολυπλοκότητα των κινδύνων που αναλαμβάνει μια εταιρεία.
Ενδιαφέρουσα ήταν και η επισήμανση ότι πουθενά στις οδηγίες δεν αναφέρεται και δεν επιβάλλεται η δημιουργία ξεχωριστών Τμημάτων ή οργανωτικών μονάδων, αλλά όλες οι αναφορές γίνονται σε fuction (λειτουργίες) και συνεπώς ήδη υφιστάμενες μονάδες (ή υπάρχοντα εξειδικευμένα άτομα που θα αποτελέσουν τα μέλη μιας επιτροπής) μπορούν να επωμισθούν την εφαρμογή των νέων υποχρεώσεων.
Φυσικά, δεν υποβαθμίζουμε τις αναφορές των περισσοτέρων ότι η επιβαλλόμενη διαφάνεια και η προσαρμογή στις νέες υποχρεώσεις τελικά ωφελεί και προστατεύει τις ίδιες τις εταιρείες, τους μετόχους τους και τους πελάτες τους-καταναλωτές, αλλά η μετάβαση στο τελικό αυτό στάδιο είναι αρκετά επώδυνη και ίσως με πολλές ενδιάμεσες απώλειες. Η υποχρεωτική ακτινοσκόπηση κάθε εταιρείας, μέσω των προβλεπόμενων διαδικασιών και η διάγνωση οποιουδήποτε πιθανού μελλοντικού κινδύνου αποτελεί το πιο θετικό αποτέλεσμα του Solvency II. Ο προβληματισμός έγκειται ως προς το ύψος του κόστους προσαρμογής και ως προς το ποιός επιβαρύνεται το κόστος αυτό, οι μέτοχοι ή οι πελάτες;
Κομβικό σημείο των αναλύσεων και των προβληματισμών ήταν, ότι η φερεγγυότητα μιας εταιρείας, δεν εξαρτάται πλέον μόνο από τα δικά της κεφαλαιακά-οικονομικά-παραγωγικά-πελατειακά-λειτουργικά στοιχεία, αλλά συνδέεται άμεσα με την κατάσταση της οικονομίας εντός της οποίας λειτουργεί, με το σύνολο της ασφαλιστικής αγοράς και με εξωγενείς και ίσως απρόβλεπτους παράγοντες. Συνεπώς, η φερεγγυότητα μιας εταιρείας θα προκύπτει πλέον πολυδιάστατα και εν μέρει, από άσχετους με την εταιρεία παράγοντες!
Όπως πολύ παρασταστικά ελέχθη, κάθε εταιρεία θα πρέπει να δομηθεί πλέον με τρόπο ώστε να αποτελεί επιθυμητό στόχο αγοράς κάποιου μελλοντικού επενδυτή, στο πλαίσιο ενός μελλοντικού οικονομικού περιβάλλοντος. Θα πρέπει δηλαδή την κάθε στιγμή, η κάθε εταιρεία, να μπορεί να αποδείξει ότι εξασφαλίζει την λειτουργία της, ότι εγγυάται στους πελάτες της κάθε κίνδυνο που έχει αναλάβει, ότι προσφέρει ικανοποιητικά κέρδη στους μετόχους της και ότι υπόσχεται μελλοντικές αποδόσεις, ώστε να αποτελεί ενδιαφέρουσα περίπτωση για υποτιθέμενους επενδυτές.
Και για να μην το ξεχνάμε, η εφαρμογή της Φερεγγυότητας ΙΙ ξεκινά υποχρεωτικά την 1η Ιανουαρίου 2016, δηλαδή… χθες.