Το «κλειδί» για την ανάπτυξη και χρηματοδότηση των υποδομών κρατούν οι ασφαλιστικές και τα συνταξιοδοτικά ταμεία, δηλώνει ο Maximilian Zimmerer, Μέλος του Δ.Σ. της Allianz SE, εξηγώντας τον τρόπο επίτευξής τους. Διευκρινίζει, ωστόσο ότι οι επενδύσεις σε έργα υποδομών στις ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου φθίνουν, προκρίνοντας πάντα με στόχο την ανάπτυξη του ΑΕΠ, συνέργειες μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου τομέα.
«Όποιος έχει βιώσει διακοπή ρεύματος στη Νέα Υόρκη, έπρεπε να πάρει το τρένο σε ώρα αιχμής στο Λονδίνο, ή έμεινε εγκλωβισμένος σε μποτιλιάρισμα στην Κολωνία, γιατί μία από τις γέφυρες που συνδέουν τη μία όχθη του ποταμού Ρήνου που διασχίζει την πόλη με την άλλη έχει κλείσει, λόγω τεχνικών προβλημάτων, γνωρίζει επακριβώς τι σημαίνει ανεπάρκεια υποδομών.
Τα προβλήματα αυτά γίνονται πλέον πιο εμφανή. Το κόστος της κυκλοφοριακής συμφόρησης το 2013 κόστισε στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, τη Γαλλία, και τις ΗΠΑ -στις τέσσερις αυτές οικονομίες το τεράστιο ποσό των 160 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στον αριθμό αυτό ενσωματώνονται τα χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας του ανθρωπίνου δυναμικού, οι αυξήσεις των τιμών λόγω του υψηλότερου κόστους μεταφοράς και εξόδων που συνδέονται με τις υπερβολικές εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα.
Σύμφωνα με το Κέντρο Οικονομικών και Εμπορικών Ερευνών του Λονδίνου, οι δαπάνες αυτές αντιστοιχούν στο 0,8% του συνολικού ΑΕΠ. Το Κέντρο προβλέπει τα κόστη που συνδέονται με την κυκλοφοριακή συμφόρηση στις οικονομίες των τεσσάρων αυτών χωρών θα εκτοξευθεί στα 240 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2030, αν τα επενδυτικά προγράμματα κατασκευής δρόμων δεν καταφέρουν να συμβαδίσουν με τα επίπεδα πυκνότητας της κυκλοφορίας.
Οι βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου βασίζονται σε έργα υποδομών που έχουν γίνει πριν 30-50 χρόνια. Είναι, πλέον καιρός για ανακαίνιση ή αντικατάσταση. Ωστόσο, οι δημόσιες δαπάνες για επενδύσεις για κατασκευή δρόμων, σταθμούς ηλεκτρικής ενέργειας, δημόσια κτίρια και δίκτυα φθίνουν. Από το 2003 και έπειτα οι αποσβέσεις των υποδομών στη Γερμανία ήταν υψηλότερες των αντίστοιχων επενδυτικών κονδυλίων του δημοσίου τομέα. Ωστόσο, οι επενδύσεις για τη δημιουργία ανταγωνιστικών υποδομών στον τομέα αυτό είναι επιτακτικές για κάθε χώρα που στόχο έχει να διασφαλίσει την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Χρηματοδότηση έργων υποδομών – αποσυμπιέζει τους ισολογισμούς
Οι επενδύσεις σε έργα υποδομών προωθούν την ζήτηση βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, στηρίζουν την παραγωγή στην οικονομία, σύμφωνα με το ΔΝΤ, η παραγωγικότητα αυτή αντιστοιχεί περίπου στο 1,5% του ΑΕΠ κάθε φορά που οι επενδύσεις σε υποδομές αυξάνονται κατά μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ. Εν τούτοις, εδώ μιλάμε για τεράστια ποσά. Έρευνα της McKinsey διαπιστώνει πως για να καλυφθεί η παγκόσμια ζήτηση για υποδομές από σήμερα και μέχρι το 2030, χρειάζεται να επενδυθούν 46 τρισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό σε παγκόσμιο επίπεδο σημαίνει ότι χρειάζεται να αντληθούν 3 τρισεκατομμύρια ευρώ με κατεύθυνση στο συγκεκριμένο τομέα υποδομών, αντί των 2,2 τρισεκατομμυρίων που υπολογίζονται μέχρι σήμερα
Ένα πράγμα είναι σίγουρο: Το ότι οι περισσότερες κυβερνήσεις δεν είναι σε θέση να πληρώσουν το λογαριασμό των επενδύσεων. Σχεδόν όλες οι χώρες θα πρέπει, πρώτα να ενισχύσουν τους ισολογισμούς τους. Το πρόβλημα αυτό γίνεται πιο σύνθετο με την αύξηση των κοινωνικών δαπανών λόγω των δημογραφικών.
Με την κατάσταση ως έχει, καλώντας τις χώρες για περισσότερο δανεισμό, όπως οι περισσότεροι οικονομολόγοι και το ΔΝΤ, υποστηρίζουν ότι αυτό δεν θα έπληττε μόνο τη δέσμευση της Ευρώπης για σταθερότητα με ανυπολόγιστες συνέπειες. Θα αποστερούσε από τους πολιτικούς το περιθώριο ελιγμών, δημιουργώντας βαριές υποχρεώσεις και αφήνοντας περισσότερο χρέος στις επόμενες γενεές
Την ίδια στιγμή, η παρούσα γενεά που βρίσκεται στον παραγωγικό τομέα, αντιμετωπίζει πρώτα και κύρια την ανάγκη να τοποθετήσει τα κατάλληλα κεφάλαια στην άκρη για συνταξιοδότηση, κάτι το οποίο αποδεικνύεται δύσκολο εν μέσω παρατεταμένου περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων.
Συνεπώς, τι θα μπορούσε να έχει περισσότερο νόημα από ότι να τεθούν προς συζήτηση οι προκλήσεις αυτές, οι οποίες είναι αλληλένδετες, αλλά χαρακτηρίζονται από έλλειψη σαφήνειας, προκειμένου να εξευρεθεί μία λύση η οποία ταιριάζει σε όλους και αξιοποιεί ιδιωτικά συνταξιοδοτικά κεφάλαια για τη χρηματοδότηση υποδομών. Η λύση αυτή τονώνει την ανάπτυξη και αποσυμπιέζει τους ισολογισμούς.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία διαχειρίζονται επενδύσεις αξίας 40 τρισεκατομμυρίων ευρώ, κάτω του 1% των κεφαλαίων των οποίων επενδύονται σε έργα υποδομών. Υπάρχουν πιθανές μορφές συνεργασιών με το δημόσιο τομέα και συνεπάγεται ότι οι μορφές αυτές έχουν στο επίκεντρο την προστασία του δημοσίου συμφέροντος.
Εάν ένα έργο υποδομής πρόκειται να χρηματοδοτηθεί και να λειτουργήσει με ιδιωτικά κεφάλαια, το κόστος δεν μπορεί να είναι υψηλότερο, σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, από ότι το κόστος χρηματοδότησης του δημοσίου τομέα. Εάν τα έξοδα από τόκους σε ό,τι αφορά την ιδιωτική χρηματοδότηση είναι υψηλότερα, αυτό θα πρέπει να αντισταθμιστεί από την αποτελεσματική κατασκευή και λειτουργία του έργου.
Για αυτό είναι θετικό το γεγονός ότι οι πολιτικοί και οι θεσμικοί επενδυτές είναι επιφυλακτικοί μεταξύ τους. Αν μπορούμε να τυποποιήσουμε την ανάθεση του έργου και την αξιολόγηση της διαδικασίας, ώστε να είναι όσον το δυνατόν πιο διάφανη, αποκλείοντας των κίνδυνο των αλλαγών σε συμφωνίες που πραγματοποιούνται αργότερα ή εκτός των προγραμματισμένων, τότε όλοι θα έχουν οφέλη.
Αν, εν συνεχεία αυτό, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των ιδιωτικών και δημοσίων έργων στην αγορά, για το καλό της οικονομίας στο σύνολο της – τότε αυτό πρέπει να γίνει.»