Την κατάσταση στο εθνικό σύστημα υγείας αποτυπώνει έρευνα της eurostat για το 2020, στην οποία η Ελλάδα συγκεντρώνει το χειρότερο δείκτη όσον αφορά την πρόσβαση σε γιατρό και ιατρικές υπηρεσίες.
γράφει ο Νίκος Μωράκης
Ειδικότερα η Ελλάδα είναι στην πρώτη θέση όσον αφορά τη μη ικανοποίηση για πρόσβαση σε γιατρό λόγω οικονομικών ή γεωγραφικών συνθηκών ή λόγω μεγάλης αναμονής.
Περίπου 1 στους 10 πολίτες δεν έχει πρόσβαση σε γιατρό όταν υπάρχει σχετική ανάγκη. Στην περίπτωση μάλιστα των ανθρώπων με χαμηλά εισοδήματα το ποσοστό αυτό φτάνει στο 18,1%. Αντίστοιχα στα υψηλά εισοδήματα, που αφορούν και πολύ μικρότερη μερίδα του πληθυσμού μόλις το 0,9% δηλώνει ότι δεν έχει ιατρική φροντίδα όταν τη χρειάζεται.
Την ίδια στιγμή μεγάλο μέρος των δαπανών υγείας προέρχεται από απευθείας δαπάνες των πολιτών και μόλις ένα πολύ μικρό ποσοστό αφορά την ιδιωτική ασφάλιση υγείας, που μπορεί να αφαιρέσει μεγάλο βάρος από το εθνικό σύστημα υγείας και να παράσχει την αναγκαία φροντίδα στους πολίτες.
Στη δεύτερη θέση της λίστας βρίσκεται η Εσθονία με ποσοστό 16,4% και ακολουθούν η Σερβία με 5,8%, η Ρουμανία με 4,8%, η Φινλανδία με 4,7%, το Ηνωμένο Βασίλειο με 4,5%, η Λετονία με 4,3%, Πολωνία με 4,2%, Σλοβενία με 2,9%, Σλοβακία με 2,6%, Ιταλία με 2,4%, Λιθουανία με 2,2%, η Πορτογαλία με 2,1% και η Ιρλανδία με 2%. Στην Ευρώπη των 27 κρατών μελών ο μέσος όρος των ανθρώπων που δεν έχουν πρόσβαση σε ιατρική φροντίδα όταν χρειαστεί είναι στο 1,8% του πληθυσμού.
Τα εν λόγω στοιχεία που έχει ενσωματώσει στην έρευνα της η Eurostat προέρχονται από το 2018 και ενδέχεται να έχουν εν μέσω πανδημίας αναθεωρηθεί προς το χειρότερο, δεδομένης αφενός της οικονομικής κρίσης που επέφερε ο κορωνοϊός και αφετέρου εξαιτίας της δύσκoλης πρόσβασης σε δημόσιες δομές υγείας που διαχειρίζονται περιστατικά covid-19.
Όπως αναφέρει η Eurostat «η μειωμένη οικονομική προστασία μπορεί να μειώσει την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, να υπονομεύσει την κατάσταση της υγείας, να εμβαθύνει τη φτώχεια και επιδεινώνει τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες».