Παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες προτάσσουν την υγεία ως πολύτιμο αγαθό, η πρόληψη δεν είναι από τις πρώτες σκέψεις που έρχονται στο μυαλό τους ως προϋπόθεση για την εξασφάλισή της.
της Ευγενίας Τζώρτζη (Αναδημοσίευση από τον ΟΔΗΓΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ που κυκλοφόρησε στις 24/11/2024)
Αυτό προκύπτει από έρευνα που πραγματοποίησε ο όμιλος Affidea για την κατανόηση του τομέα της υγείας στη χώρα μας. Επιπροσθέτως, τα ευρήματα δείχνουν ότι, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο κάθε άτομο επιλέγει να φροντίσει ενεργά την υγεία του ή τη στάση του απέναντί της, ανεξάρτητα από τα δημογραφικά στοιχεία, τα ψυχογραφικά στοιχεία και το υπόβαθρο, η υγεία είναι κοινώς αποδεκτή στη συνείδηση του κόσμου ως «η βέλτιστη αξία». Εντούτοις, όταν τους ζητείται να δώσουν τις πρώτες, αυθόρμητες σκέψεις τους για την υγεία, η πρόληψη δεν είναι το πρώτο που έρχεται στο μυαλό τους και η αυτόματη απάντησή τους αφορά τη δευτερεύουσα πτυχή της, δηλαδή τα νοσοκομεία. Το φαινόμενο αυτό είναι θέμα νοοτροπίας, παιδείας και πολιτισμού και δεν μπορεί εύκολα να αντιστραφεί, επισημαίνει η Affidea, και σίγουρα όχι από έναν μόνο παίκτη. Σε αυτό πρέπει να συμβάλουν όλοι οι θεσμοί, από την οικογένεια μέχρι και το κράτος, και φυσικά όλους τους φορείς υγείας. Βασιζόμενος στα ευρήματα της έρευνας, ο όμιλος Affidea, που διαθέτει ισχυρή παρουσία στη χώρα μας στον κλάδο των διαγνωστικών κέντρων, προτείνει μέσα από τη συνεργασία με τις ασφαλιστικές εταιρείες την προώθηση της νοοτροπίας πρόληψης και την αντιστροφή της κουλτούρας αντίδρασης. Στόχος αυτής της πρωτοβουλίας θα είναι η αξιοποίηση των συνεργειών του οικοσυστήματος για καλύτερες τιμές, καλύτερα πακέτα και καλύτερες παροχές προς τους πελάτες.
Στόχος αυτής της πρωτοβουλίας που, όπως επισημαίνει η Affidea, πρέπει να πάρει τη μορφή μιας «σταυροφορίας», είναι να αλλάξει το μήνυμα και να προωθηθεί η πρόληψη. Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν τα πρότυπα και οι διαδικασίες εξυπηρέτησης, δίνοντας έμφαση στην ενσυναίσθηση των πελατών.
Από την έρευνα προκύπτει ότι το σημείο αλλαγής τρόπου σκέψης απέναντι στην υγειονομική περίθαλψη συμβαίνει γύρω στην ηλικία των 40+ ή/και με την απόκτηση παιδιών. Πρόκειται για χρονικά ορόσημα κατά τα οποία έρχεται η συνειδητοποίηση της σημασίας της υγείας με βαθύτερο και πιο ουσιαστικό τρόπο. Με βάση τα ευρήματα της έρευνας σε σχέση με την προληπτική συμπεριφορά στην υγεία, προκύπτει ότι:
▶ Η ελληνική κουλτούρα παραδοσιακά δεν περιλαμβάνει την πρόληψη ως νοοτροπία, κυρίως επειδή είναι μια κουλτούρα που αποφεύγει τις αρνητικές σκέψεις και τα αρνητικά σενάρια. Αυτό ισχύει για όλα τα θέματα που σχετίζονται με την ασφάλιση, αλλά ισχύει και για θέματα υγείας.
▶ Σήμερα, μόνο το 57% του πληθυσμού θα επισκεπτόταν ένα ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο για να κάνει οποιαδήποτε εξέταση υγείας μέσα σε διάστημα 12-18 μηνών!
▶ Παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι δηλώνουν ότι η πρόληψη είναι απαραίτητη σε ό,τι αφορά τα θέματα υγείας (82%), οι «αποφεύγοντες» τους γιατρούς και τις διαγνωστικές εξετάσεις αποτελούν ένα σταθερό 47% του πληθυσμού. Οι άνθρωποι αυτοί οδηγούνται από τη μοιρολατρία και τον φόβο της αντιμετώπισης πιθανών προβλημάτων τους. Το σύνθημά τους είναι «δεν χρειάζεται να ανησυχώ, γιατί η ανησυχία για την υγεία μου θα επηρεάσει την υγεία μου» ή «ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει».
Η κουλτούρα της πρόληψης
Όπως επισημαίνει η έρευνα, είναι σημαντικό να επεκταθεί η αναφορά στην «υγεία» και σε θέματα εκτός νοσοκομείου, και να τοποθετηθεί η έννοια και η νοοτροπία της πρόληψης στο προσκήνιο μέσα από την καλλιέργεια μιας «κουλτούρας πρόληψης», με έμφαση στις νεότερες ηλικίες, που θα ξεπερνά τις βασικές αιματολογικές εξετάσεις και τις απεικονιστικές εξετάσεις ρουτίνας. Στη βάση αυτή πρέπει να διευρυνθεί η χρήση και η χρησιμότητα των διαγνωστικών κέντρων, προς όφελος ολόκληρου του κλάδου. Όπως επισημαίνει η έρευνα, «αυτό είναι ένα καθήκον όλων των παικτών της αγοράς των διαγνωστικών κέντρων μαζί με τους υπόλοιπους ενδιαφερομένους: ασφαλιστικές εταιρείες, ιατρούς κ.ά.». Με βάση τα στοιχεία, η ιδιωτική ασφάλιση προσδίδει αξία στην υγεία και αντίστροφα, αλλά, όταν επενδύει κανείς σε ασφαλιστική κάλυψη υγείας, θέλει να δει την επένδυσή του να αποδίδει θετικά, θέλει δηλαδή να χρησιμοποιήσει τις καλύψεις της ασφάλισής του.
Σχετικά με τη δημόσια και ιδιωτική υγειονομική περίθαλψη και τη μείωση του χάσματός τους, η δημόσια υγειονομική περίθαλψη έχαιρε εκτίμησης από πάντα, λόγω των έμπειρων γιατρών που είχε στο δυναμικό της. Τα τελευταία χρόνια όμως, έχουν σημειωθεί πολλές εξελίξεις και στον τρόπο λειτουργίας της. Η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, η εικονική συνταγογράφηση, ο ψηφιακός προσωπικός φάκελος υγείας, τα ηλεκτρονικά συστήματα κρατήσεων κ.λπ. έχουν καταστήσει ταχύτερη και ευκολότερη από ποτέ την αλληλεπίδραση του κοινού με τη δημόσια περίθαλψη. Οι εξελίξεις αυτές έχουν αλλάξει σημαντικά τη συνολική εικόνα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία υψηλότερων προτύπων για τον τομέα, σε βαθμό που αφήνουν πίσω ακόμα και ορισμένους παίκτες του ιδιωτικού τομέα.
Οι βασικότερες τάσεις στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης είναι:
▶ H τεχνολογική επανάσταση: Το σύστημα υγείας θα συνεχίσει να εξελίσσεται όλο και περισσότερο, και να προσφέρει όλο και περισσότερες και καλύτερες τεχνολογικές λύσεις. Τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα δεν έχουν άλλο δρόμο από το να «ανέβουν σε αυτό το κύμα». Ο πρώτος που θα το πράξει θα κερδίσει τον ηγετικό ρόλο, τουλάχιστον στην αρχή αυτής της νέας εποχής.
▶ Η ηγεσία σκέψης (thought leadership): Ο πρώτος που θα φέρει τις νεότερες, καλύτερες, ταχύτερες, ακριβέστερες, καθοδηγούμενες από AI ιατρικές τεχνολογίες για διάγνωση, είναι αυτός που έχει να κερδίσει τα περισσότερα. Σε αυτό περιλαμβάνεται και η πρόσληψη ή η συνεχής εκπαίδευση προσωπικού κατάλληλου για να διαχειριστεί αυτή την τεχνολογία, κάτι που μπορεί να απαιτήσει αλλαγή στην εταιρική κουλτούρα και στις διαδικασίες.
▶ H πρόληψη και μια πιο ενσυναισθητική προσέγγιση από το οικοσύστημα υγείας, που οδηγεί σε μια πιο χαλαρωτική, ποιοτική εμπειρία πελάτη. Μια προσέγγιση που στις διαδικασίες της θα αναγνωρίζει και θα περιλαμβάνει τις ψυχολογικές ανάγκες και τη διανοητική κατάσταση του πελάτη, ακόμα και όταν έρχεται για να κάνει προληπτικές εξετάσεις, πόσω δε μάλλον όταν είναι ασθενής.
▶ Μια πιο ολιστική προσέγγιση στην υγειονομική περίθαλψη, που θα ενσωματώνει ανάγκες όπως: Πρώτον, η ψυχική υγεία, η οποία τέθηκε στο προσκήνιο ως ουσιαστικό θέμα ιδιαίτερα μετά τον Covid, αλλά και λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής. Είναι ένας τομέας που προσδιορίζεται σαφώς ως σημαντικός και με αυξανόμενη σημασία στο μέλλον, καθώς, όπως προκύπτει από τα ευρήματα της έρευνας, «υπάρχει μια τάση: όλοι, μαζί με τον γιατρό τους, θα θέλουν τον ψυχολόγο τους». Δεύτερον, προηγμένες διαγνωστικές, όπως μετρήσεις DNA για τον εντοπισμό της προδιάθεσης του καρκίνου. Τρίτον, η νόσος του Αλτσχάιμερ, η άνοια και άλλες παρόμοιες ασθένειες των ηλικιωμένων που εξαπλώνονται γρήγορα, λόγω και της γήρανσης του πληθυσμού στις δυτικές κοινωνίες.
Τέταρτον, η υγειονομική περίθαλψη γονιμότητας είναι ένας άλλος τομέας που ανθεί και αναμένεται να συνεχίσει.
O ρόλος των διαγνωστικών κέντρων
Ο ρόλος των διαγνωστικών κέντρων αποτελεί κλειδί για το οικοσύστημα της υγειονομικής περίθαλψης, προσφέροντας (περισσότερο ή λιγότερο) προηγμένες διαγνωστικές υπηρεσίες και εξετάσεις, που μπορεί να μην είναι άμεσα διαθέσιμες σε δημόσια ή ακόμα και ιδιωτικά νοσοκομεία. Με βάση τις απαντήσεις των ερωτηθέντων στην έρευνα, το 45% επιλέγει μόνο αλυσίδες ιδιωτικών διαγνωστικών κέντρων για απεικονιστικές εξετάσεις, επισημαίνοντας ότι «δεν θα πήγαινα σε νοσοκομείο για να κάνω τις εξετάσεις μου». Αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι
είναι:
α) Ένα γρήγορο και αποτελεσματικό μέσο για να «κάνουμε τις εξετάσεις μας», αποφεύγοντας τους μεγάλους χρόνους αναμονής (έως και εβδομάδες) και το χαοτικό περιβάλλον των δημόσιων νοσοκομείων ή τη φασαρία, τα κόστη και τις πιθανές καθυστερήσεις μιας ιδιωτικής κλινικής.
β) Είναι σύγχρονα και αξιόπιστα, καθώς συνδέονται με την ποιότητα των υπηρεσιών τόσο ως προς την εμπειρία, όσο και ως προς το αποτέλεσμα.
γ) Λειτουργούν ως «διευκολυντές» για να εξαλειφθεί το φαινόμενο συμφόρησης για απλούστερες ιατρικές πράξεις, όπως οι εξετάσεις. Ο ρόλος τους βρίσκεται ανάμεσα στα κενά των δημόσιων και ιδιωτικών πρωτογενών συστημάτων υγείας και είναι μια καθιερωμένη συντόμευση για την άμεση πρόσβαση σε πρωτογενείς ιατρικές πράξεις. Επιπλέον, βρίσκονται –βολικά– παντού.
Το προφίλ του κοινού που επισκέπτεται ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις των ερωτηθέντων, έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
▶ Είναι πάνω από 44 ετών, γεγονός που μπορεί να σχετίζεται τόσο με την ιατρική ανάγκη όσο και με την πιο ώριμη ιατρικά συνείδηση, που προκύπτει από τους μοχλούς αλλαγής νοοτροπίας – ηλικία και οικογένεια, και ίσως και το διαθέσιμο εισόδημα.
▶ Είναι και ιδιωτικά ασφαλισμένοι σε ποσοστό 46%.
▶ Έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο, κάτι που τελικά συνδυάζεται και με ένα υψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα, αλλά και με έντονη παρουσία στον ιδιωτικό τομέα απασχόλησης ή αυτο-απασχόλησης.
▶ Είναι υπέρ των εμβολίων σε ποσοστό 96%, καθώς είναι εμβολιασμένοι για τουλάχιστον 1 ασθένεια. Κατά μέσο όρο, κάθε άτομο είναι εμβολιασμένο για σχεδόν 3 ασθένειες, με τα εμβόλια του Covid και
της γρίπης να έχουν τα πρωτεία.
▶ Κατά δήλωση, σε ποσοστό 92% θεωρούν ότι έχουν «καλό» επίπεδο υγείας, όμως μόλις το 11% την αξιολογεί ως «εξαιρετική» και το 51% ως «πολύ καλή».
▶ Για το 48%, η φροντίδα της υγείας τους επηρεάζεται σημαντικά από την οικονομική τους κατάσταση.
▶ Ο μέσος επισκέπτης αντιμετωπίζει δύο με τρία προβλήματα υγείας, με την πλειονότητα να σχετίζεται με ορθοπεδικά προβλήματα, χοληστερίνη, δερματολογικά θέματα
και ενδοκρινολογικά νοσήματα.
▶ Είναι ένα κοινό «ανοιχτό» σε ψηφιακά εργαλεία υγείας με βάση τη χρήση ή τη διάθεση για χρήση εφαρμογών υγείας στο μέλλον και τη γνώση ύπαρξης ψηφιακών εφαρμογών υγείας.
▶ Οι αλυσίδες διαγνωστικών κέντρων είναι η πιο δημοφιλής επιλογή· αφορούν περίπου το 70% του κοινού για εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις.
Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της ιδιωτικής ασφάλισης και της πιθανότητας να χρησιμοποιεί κάποιος ένα διαγνωστικό κέντρο για τις εξετάσεις υγείας του αντί για ένα δημόσιο νοσοκομείο. Ο λόγος είναι ότι θέλει να μεγιστοποιήσει την απόδοση της επένδυσής του στην ιδιωτική ασφάλιση. Αντίστοιχα, οι ασφαλισμένοι στον ιδιωτικό τομέα είναι πιθανό να επισκέπτονται κάποιο διαγνωστικό κέντρο πιο τακτικά, γιατί έχουν την πρόληψη ως προτεραιότητα και τείνουν να είναι πιο σχολαστικοί και πειθαρχημένοι όσον αφορά τις τακτικές εξετάσεις τους.
Τα κριτήρια επιλογής διαγνωστικού κέντρου για τους ιδιωτικά ασφαλισμένους είναι:
▶ Το κατά πόσο είναι συμβεβλημένο ή όχι με τον ΕΟΠΥΥ, ώστε να ελαχιστοποιηθεί το κόστος των εξετάσεων.
▶ Το να έχει τη φήμη και την εμπειρία έγκυρων και ποιοτικών αποτελεσμάτων στις εξετάσεις του.
▶ Το να μπορεί να κλείσει κανείς ραντεβού άμεσα, όταν το χρειάζεται.
▶ Το να διαθέτει σύγχρονο εξοπλισμό και μηχανήματα.
▶ Η εγγύτητα και η πρόσβαση στο διαγνωστικό κέντρο.
▶ Η ανθρώπινη προσέγγιση και η συμπεριφορά με ενσυναίσθηση. Είναι αξιοσημείωτο ότι το θέμα του κόστους των εξετάσεων έρχεται μετά από όλα τα παραπάνω κριτήρια και δεν αποτελεί ένα από τα κορυφαία κριτήρια επιλογής για τους περισσότερους.
info: Η έρευνα πραγματοποιήθηκε online, με τη χρήση online panel καταναλωτών. Συμμετείχαν άντρες και γυναίκες στην Αθήνα, επισκέπτες ιδιωτικών διαγνωστικών κέντρων, με πρόσφατη εμπειρία επίσκεψης τον τελευταίο έναν- ενάμιση χρόνο.