του Gianpiero Petriglieri*
Υπάρχει μια παλιά γελοιογραφία που δείχνω συχνά στους μάνατζερς με τους οποίους δουλεύω. Απεικονίζει μια χαμογελαστή ομάδα στελεχών γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι. Ο πρόεδρος ρωτά, «Όλοι υπέρ;», όλοι σηκώνουν το χέρι τους. Εν τω μεταξύ, τα συννεφάκια πάνω από κάθε κεφάλι περιέχουν τις εξής απόψεις: «Πρέπει να αστειεύεστε», «Αν είναι δυνατόν», «Ο μη γένοιτο».
Έχω ένα όνομα για αυτό το αλλόκοτο είδος σεβασμού, για αυτή την παθητική συμπεριφορά συμμόρφωσης που πνίγει τους ανθρώπους και τις ομάδες τους. Την ονομάζω βίαιη ευγένεια και την έχω δει αμέτρητες φορές. Η πιο γνωστή μορφή της είναι μετά από κάποια συζήτηση, που συχνά χαρακτηρίζεται ως «brainstorming», τα μέλη της ομάδας θα επιλέξουν την πιο αθώα πρόταση και θα την ακολουθήσουν με μισή καρδιά, κρατώντας τους εαυτούς τους απασχολημένους για να αποφύγουν να αποδεχτούν κάτι που γνωρίζουν όλοι: Η πρόταση δεν πρόκειται να λειτουργήσει. Όταν στα πλαίσια έρευνας, ρωτάω τους μάνατζερς σχετικά με αυτή τους τη δυναμική, συνήθως μου εξηγούν ότι η προσοχή τους αντανακλά την αβεβαιότητα για τη θέση τους. Τους φαίνεται παρακινδυνευμένο να εκφράσουν τις επιφυλάξεις τους, ειδικά αν δεν μπορούν να προσφέρουν μια εναλλακτική πορεία δράσης κάνοντάς τους να φανούν στο αφεντικό τους και στους συναδέλφους τους ανίδεοι ή καταστροφικοί. Ως προσωπική συνήθεια, συχνά χρησιμοποιούμε ως δικαιολογία το να μην φέρουμε σε δύσκολη θέση τους άλλους ή να φανούμε υποστηρικτικοί. Ως ομάδα, το ενισχύουμε, προωθώντας μια «εποικοδομητική» κουλτούρα που δυσφημίζει τη διαφωνία ως μορφή μικρότερης συμμετοχής σε σχέση με τον ενθουσιασμό.
Η βίαιη ευγένεια είναι τόσο συνηθισμένη πρακτική που εξακολουθούμε να τη δικαιολογούμε. Ξεχνάμε ότι οι στενότερες σχέσεις μας δεν είναι εκείνες στις οποίες οι εντάσεις συγκαλύπτονται, αλλά εκείνες στις οποίες μπορούμε να τις επιλύσουμε με ασφάλεια. Κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας λέγοντας ότι ο χρόνος θα μας κάνει πιο ανοιχτούς, ενώ ο χρόνος το μόνο που κάνει είναι να μετατρέπει τη δοκιμαστικότητα σε επιπολαιότητα. Με τη βίαιη ευγένεια να διαβρώνει τη συνεργασία και τη λήψη αποφάσεων σκοτώνοντας τον ενθουσιασμό και εμποδίζοντας τη μάθηση. Η τακτική αυτή σκοτώνει με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια, τα οποία ισχυριζόμαστε πως αγαπάμε: τη φωνή μας και τις σχέσεις μας. Και όταν το έχουμε κάνει για αρκετό καιρό έχουμε χάσει την ελπίδα να μιλήσουμε ή να ακούσουμε την αλήθεια, να νοιαζόμαστε πραγματικά ή να νοιάζονται οι άλλοι για εμάς. Λέμε στους εαυτούς μας, «είναι μοναχικά στην κορυφή». Φυσικά και είναι, και δεν είναι μόνο εκεί. Είναι μοναχικά οπουδήποτε αισθάνεστε ότι πρέπει να εγκαταλείψετε τη φωνή σας προκειμένου να μείνετε στο δωμάτιο. Είναι μοναχικά όταν οι σχέσεις είναι εύθραυστες.
Όταν δείχνω τη γελοιογραφία που ανέφερα νωρίτερα στους μάνατζερς, αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους πιο εύκολα στην αυτο-λογοκριτική ομάδα των ανθρώπων που προσποιείται πως συμφωνεί. Λίγοι αναγνωρίζουν τον εαυτό τους πρώτα στον πρόεδρο της συνάντησης. Δεν είναι καθόλου περίεργο. Όταν τους ζητώ να το κάνουν και να σκεφτούν πώς θα ένιωθαν, το γέλιο συνήθως σταματά. «Μοναχικά» είναι η πιο συνηθισμένη απάντηση. «Επιβαρυμένος», «Τυφλωμένος», «Με αντιμετωπίζουν με καχυποψία» και «Ανίδεος» είναι επίσης συχνές απαντήσεις. Δεν μπορούμε να σταματήσουμε τη βίαιη ευγένεια ή τη μοναξιά στην κορυφή ή οπουδήποτε αλλού μέχρι να είμαστε έτοιμοι να σταματήσουμε να κρυβόμαστε από την κοινή θέα. Είναι ένα μικρό βήμα που χρειάζεται πολύ κουράγιο. Κουράγιο να πάρουμε τη δουλειά μας στα σοβαρά, ενώ τον εαυτό μας λιγότερο σοβαρά. Κουράγιο να είμαστε ευάλωτοι και γενναιόδωροι και να σταματήσουμε να ντροπιάζουμε αυτούς που δεν μπορούν να κρυφτούν. «Η κορυφή», με αυτό τον τρόπο, δεν διαφέρει από οπουδήποτε αλλού. Χρειαζόμαστε καλούς φίλους για να ευδοκιμήσουμε και για να είμαστε ο εαυτός μας. Πραγματικούς φίλους. Φίλους που θα προτιμούσαν να είναι ανελέητα ειλικρινείς παρά βίαια ευγενικοί.
*Ο Gianpiero Petriglieri είναι αναπληρωτής καθηγητής οργανωσιακής συμπεριφοράς στο INSEAD, όπου διευθύνει το πρόγραμμα Management Acceleration Program.