Η (οριακή) ύφεση του 0,15% θα είναι το στοιχείο στην οικονομία που θα χαρακτηρίσει το 2015 σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα, λέει ο ΙΟΒΕ.
Ανεξάρτητα όμως από το ακριβές της μέγεθος, η έκταση της ύφεσης είναι σημαντικά μικρότερη από όσο αρχικά αναμενόταν με την είσοδο της οικονομίας στην περίοδο των κεφαλαιακών ελέγχων. Ταυτόχρονα βέβαια, η ύφεση επανήλθε, μετά από μια χρονιά, ασθενούς έστω ανάπτυξης το 2014, ακυρώνοντας τις προβλέψεις για σημαντικότερη ανάπτυξη ακολούθως.
Αξίζει να σημειωθούν οι κύριες δυνάμεις που συνθέτουν αυτό το αποτέλεσμα.
Ένα κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι η οικονομία είχε ήδη αναπτύξει μια σχετικά σημαντική δυναμική από το 2014 και η οποία επιβραδύνθηκε και αποσβέστηκε σταδιακά κατά την εξέλιξη των δραματικών διακυμάνσεων της προηγούμενης χρονιάς.
Ταυτόχρονα, η θετική επίδραση ορισμένων από τις μεταρρυθμίσεις που έλαβαν χώρα στις αγορές στην τελευταία τριετία, φαίνεται ότι συνεισφέρει προς τη θετική κατεύθυνση και ειδικότερα στη μικρή κάμψη της ανεργίας και τη δυναμική των εξαγωγών αγαθών η οποία είναι αξιοσημείωτη, ακόμη και αν δεν είναι επαρκής για να οδηγήσει συνολικά σε μια αναπτυξιακή δυναμική.
Οι θετικές εξελίξεις στον τουρισμό, το κόστος ενέργειας και τη συναλλαγματική ισοτιμία συνέβαλαν επίσης θετικά, ώστε η ύφεση να είναι σχετικά περιορισμένη, κυρίως μέσω της βελτίωσης του εξωτερικού ισοζυγίου.
Το σημαντικότερο πάντως σημείο σχετικά είναι ότι η τραπεζική αργία και η επιβολή ελέγχων κίνησης κεφαλαίων δεν αποτέλεσαν έκπληξη αλλά είχαν, σε ένα βαθμό τουλάχιστον, προεξοφληθεί στην οικονομία ως το επακόλουθο μιας επί μήνες εντεινόμενης αβεβαιότητας.
Στην περίοδο αυτή τόσο τα νοικοκυριά όσο και οι επιχειρήσεις σταδιακά προετοιμάζονταν για πιθανές αρνητικές εξελίξεις και, ως εκ τούτου, ο περιορισμός που τελικά επήλθε στη δυνατότητά τους να χρηματοδοτήσουν την κατανάλωση και την παραγωγή τους ήταν μικρός.
Ειδικότερα, και ενώ η αβεβαιότητα και οι κλειστές τράπεζες κράτησαν τις επενδύσεις καθηλωμένες την περασμένη χρονιά, η ρευστότητα στην οποία είχαν πρόσβαση τα νοικοκυριά που είχαν αποσύρει καταθέσεις τους από το τραπεζικό σύστημα, και δευτερευόντως η καθυστερημένη είσπραξη ορισμένων φόρων, κράτησαν την κατανάλωση σε σχετικά υψηλό επίπεδο.
Βέβαια, δεν μπορεί να μην τονιστεί η σημασία των δραματικών εξελίξεων κατά τη διάρκεια της χρονιάς σε πολιτικό και σε οικονομικό επίπεδο.
Μετά από ένα σύντομο διάστημα ανάκαμψης, η ύφεση επανήλθε και το τραπεζικό σύστημα αποσταθεροποιήθηκε, καθώς η αβεβαιότητα για τη συνέχιση της χρηματοδότησης και τις προοπτικές της οικονομίας έλαβε ακραία χαρακτηριστικά.
Οι έλεγχοι στις κινήσεις κεφαλαίων που τέθηκαν σε εφαρμογή είχαν και θα έχουν σημαντική περαιτέρω αρνητική επίδραση συνολικά στην οικονομία και στην τρέχουσα χρονιά και μεσοπρόθεσμα. Η άρση των ελέγχων γίνεται πλέον μια ακόμη ακανθώδης πλευρά της αναζητούμενης συνολικής εξόδου από την κρίση που πρέπει να είναι πλέον σαφές ότι δεν θα είναι επιτεύξιμη παρά μόνο με τη συνολική μετάβαση σε μια νέα ισορροπία και αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας.
Αναφορικά με τη χρονιά που πλέον διανύουμε, θα χαρακτηριστεί από μείγμα επιδράσεων, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν ήδη δρομολογηθεί από την προηγούμενη.
Πρώτον, η είσοδος στο έτος γίνεται από σημαντικά επίπεδα ύφεσης στο τέλος του 2015 και η δυναμική της αναμένεται να διατηρηθεί περίπου έως τα μέσα του έτους σημαντικό σημείο καμπής σχετικά θα αποτελέσει το πόσο γρήγορα θα κλείσει η εκκρεμότητα της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και πιστωτές, εξέλιξη που είναι κρίσιμο να λάβει χώρα το συντομότερο δυνατό.
Δεύτερον, θα υπάρξει πίεση στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και η δυνατότητα κατανάλωσης θα είναι περιορισμένη λόγω αύξησης της φορολογίας, των ασφαλιστικών εισφορών και της αποπληρωμής δανείων. Ταυτόχρονα η πρόσβαση σε αποταμιεύσεις που είχαν αποσύρει τα νοικοκυριά από τις τράπεζες σταδιακά εξαντλείται.Συνολικά είναι λογικό να αναμένεται μια μικρή μείωση της κατανάλωσης.
Οι επιδράσεις από το εξωτερικό της χώρας κατά τη διάρκεια του έτους αναμένεται να επιφέρουν συνολικά μια μικρή βελτίωση του ισοζυγίου. Το χαμηλό κόστος ενέργειας αναμένεται να έχει μια θετική επίδραση, ενώ και στον τουρισμό υπάρχει μια δυναμική σχετικής βελτίωσης. Στις εξαγωγές αγαθών μπορεί επίσης να συνεχιστεί η βελτίωση που έχει παρατηρηθεί, καθώς μέρος του παραγωγικού δυναμικού αναπόφευκτα προσανατολίζεται εκτός συνόρων προς αναζήτηση κερδοφορίας.
Η μεταβλητότητα στο ευρωπαϊκό και το διεθνές περιβάλλον όμως θα είναι αυξημένη και οι σχετικοί κίνδυνοι αυξάνονται.
Ο ασθενής κρίκος στην εξίσωση του εθνικού προϊόντος αναμένεται να είναι στην τρέχουσα χρονιά, και για μια ακόμη φορά, οι επενδύσεις. Όπως έχει τονιστεί επανειλημμένα, η ανάπτυξη δεν θα έρθει πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες για ένα ισχυρό επενδυτικό κύμα. Η διατήρηση αβεβαιοτήτων σε σχέση με τη μεσοπρόθεσμη πορεία της οικονομίας, η αδυναμία των τραπεζών να συνεισφέρουν με σημαντική χρηματοδότηση και συνολικά η παραμονή της οικονομίας υπό επιτήρηση χωρίς πλάνο εξόδου στις αγορές που να ακολουθείται με αξιόπιστο τρόπο και χωρίς παλινδρομήσεις, δεν αποτελούν συνολικά βάση ώστε η χώρα να αποτελεί έναν επαρκώς ελκυστικό επενδυτικό προορισμό.
Όσο συντομότερα και πληρέστερα αρθούν τα σχετικά εμπόδια, τόσο πιθανότερη θα γίνει η είσοδος της οικονομίας σε έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης.
Επί του παρόντος, η σύνθεση των παραγόντων που προσδιορίζουν το εθνικό προϊόν,και εάν δεν υπάρξουν σημαντικές θετικές ή αρνητικές εκπλήξεις, οδηγεί συνολικά την οικονομία και πάλι σε ύφεση για την τρέχουσα χρονιά, που μπορεί να αναμένεται για το σύνολο του έτους σε επίπεδα λίγο δυσμενέστερα από της προηγούμενης.
Σε κάθε περίπτωση, καθώς η ύφεση επανέρχεται, γίνεται όλο και κρισιμότερο το ερώτημα αν, πότε και πώς η ελληνική οικονομία μπορεί να εξισορροπήσει σε επίπεδο που θα επιτρέπει την ανάκτηση των εισοδημάτων που έχουν απολεσθεί σωρευτικά από το 2008 και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Η οικονομία βρίσκεται, για μια ακόμη χρονιά, σε αναζήτηση κατεύθυνσης. Η έλλειψη αξιόπιστης πυξίδας είναι αυτή που απομακρύνει τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επενδύσεις, αποθαρρύνει την καινοτομία και δυσχεραίνει τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και την αύξηση της παραγωγικότητας που είναι ο μόνος τρόπος για βιώσιμη και διατηρήσιμη αύξηση των εισοδημάτων. Άλλωστε, σε κάθε οικονομία, οι τρέχουσας αποφάσεις εξαρτώνται αποφασιστικά από τις προσδοκίες για το μελλοντικό σημείο ισορροπίας. Η οικονομική πολιτική πρέπει να έχει ως προτεραιότητα την ευθυγράμμιση και ενδυνάμωση αυτών των προσδοκιών προς μια σαφή αναπτυξιακή κατεύθυνση και την αποφυγή διαχείρισης των επιμέρους εκάστοτε ζητημάτων με τρόπο που να δημιουργούν αμφιβολίες για τον τελικό στόχο.
Συνολικά στη χώρα μας, η ανάπτυξη μέσω της προσέλευσης επενδύσεων, η αποφασιστική στροφή πόρων προς εξωστρεφείς παραγωγικές δραστηριότητες και η άμβλυνση των εμποδίων που κρατούν την οικονομία υπερβολικά κλειστή, αποτελούν τόσο επείγοντα ζητούμενα σήμερα όσο ήδη ήταν και στην έναρξη της κρίσης.
Διαφαίνεται βέβαια ότι, μέσα από τις δραματικές εξελίξεις της περασμένης χρονιάς, επέρχεται μια σταδιακή αλλά καίριας σημασίας συνειδητοποίηση, από ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας, ότι η αύξηση των εισοδημάτων διέρχεται υποχρεωτικά από την ουσιαστική σύγκλιση της παραγωγικής δομής της οικονομίας με τις περισσότερο προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες.