Το δικαίωμα αποζημίωσης του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή λόγω λύσης ή λήξης της σύμβασης ασφαλιστικής διαμεσολάβησης ρυθμίζεται από την ελληνική νομοθεσία με σειρά διατάξεων, που καθορίζουν τους όρους και τις προϋποθέσεις γέννησης, αλλά και απώλειας, του συγκεκριμένου δικαιώματος προμήθειας και της αντίστοιχης υποχρέωσης της εκάστοτε ασφαλιστικής επιχείρησης.
του Περικλή Πολυχρονίδη, Νομικού Συμβούλου ΕΑΕΕ και ΠΟΑΔ
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 1569/1985, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 36 του Ν. 2496/1997 «Αν για οποιονδήποτε λόγο λυθεί ή λήξει η πρακτορειακή σύμβαση, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλει στον πράκτορα προμήθεια τριών ετών που αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί, γι’ αυτό το διάστημα, να παραμένει στην επιχείρηση στο μέτρο που θα την εδικαιούτο αν δεν είχε λυθεί ή λήξει η σύμβαση.
Δεν οφείλεται προμήθεια, αν η σύμβαση λύθηκε με καταγγελία εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης που οφείλεται σε βαρύ παράπτωμα του πράκτορα, που συνεπάγεται ποινική ή αστική ευθύνη του ή αν λύθηκε με πρωτοβουλία του πράκτορα
Η ίδια ακριβώς ρύθμιση υπάρχει και για τους συντονιστές ασφαλιστικούς συμβούλους (αρ. 20 παρ. 3 του Ν. 1569/1985, που προστέθηκε με το αρ. 36 παρ. 28 του Ν. 2496/1997). Η ρύθμιση εξάλλου για τους ασφαλιστικούς πράκτορες εφαρμόζεται αναλόγως και για τους ασφαλιστικούς συμβούλους.
Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις ο νομοθέτης προβλέπει ρητώς ότι η ασφαλιστική επιχείρηση δεν οφείλει να καταβάλει την ως άνω προμήθεια των τριών (3) ετών, υπό τις παρακάτω ρητώς και σαφώς διατυπούμενες προϋποθέσεις:
1. αν η ασφαλιστική επιχείρηση καταγγείλει τη σύμβαση
2. η καταγγελία να οφείλεται σε βαρύ παράπτωμα του διαμεσολαβητή και
3. το βαρύ παράπτωμα να συνεπάγεται ποινική ή αστική ευθύνη του διαμεσολαβητή.
Επίσης στην περίπτωση που η σύμβαση λύθηκε με πρωτοβουλία του διαμεσολαβητή.
Οι εν λόγω διατάξεις έχουν ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα, καθώς αντικατέστησαν ή κατάργησαν προϋφιστάμενες διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες:
«Αν η ασφαλιστική επιχείρηση καταγγείλει τη σύμβασή της με τον ασφαλιστικό πράκτορα χωρίς σπουδαίο λόγο, καταβάλλει σ’ αυτόν για χρονικό διάστημα μέχρι τρία έτη από την καταγγελία την προμήθεια που αναλογεί στην παραγωγή του η οποία εξακολουθεί γι’ αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση» (αρ. 4 παρ. 4 Ν. 1569/1985, που αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 8 του άρθρου 36 του Ν. 2496/1997)
«Σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση καταγγείλει τη σύμβαση χωρίς σπουδαίο λόγο, υποχρεούται να καταβάλει την προμήθεια του άρθρου 4 παρ. 4 του Ν. 1569/1985» (αρ.5 παρ. 2 ΠΔ 298/1986, το οποίο καταργήθηκε με το άρθρο 11 της υπ’αριθμ. 31/30.9.2013 Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΤτΕ.)
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ο νομοθέτης με τη νεώτερη νομοθεσία του επέλεξε την κατάργηση του σπουδαίου λόγου, ως προϋπόθεση της καταγγελίας εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης, που συνεπάγεται τον αποκλεισμό του δικαιώματος του διαμεσολαβητή στην προμήθεια των τριών (3) χρόνων. Αντίθετα ο νομοθέτης επέλεξε αντί της έννοιας του «σπουδαίου λόγου» τη θέσπιση της έννοιας του «βαρέως παραπτώματος, που συνεπάγεται αστικές ή ποινικές ευθύνες»
Δεδομένου ότι η έννοια του «σπουδαίου λόγου» είναι σαφώς ευρύτερη της έννοιας του «βαρέως παραπτώματος», που συνεπάγεται μάλιστα αστικές ή ποινικές ευθύνες, είναι προφανές τόσο από το γράμμα όσο και από το πνεύμα του νόμου ότι ο νομοθέτης επεδίωξε να καταστήσει δυσχερέστερη για την ασφαλιστική επιχείρηση την καταγγελία της σύμβασής του διαμεσολαβητή, που θα είχε ως συνέπεια την απώλεια του δικαιώματός προμήθειας.
Πολλώ δε μάλλον έχει διατυπωθεί από τη νομική θεωρία και η άποψη ότι με τον όρο «βαρύ παράπτωμα» αποκλείεται η αδικοπραξία, που οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια, για να μη δικαιούται δε ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής την προμήθεια επί 3ετίας, θα πρέπει το παράπτωμά του να διαπράχθηκε από δόλο ή βαριά αμέλεια (Β.Κιάντου «Ο Ασφαλιστικός Πράκτορας», 2002, σελ. 652 επ.).
Παρά ταύτα, οι εν λόγω διατάξεις έχουν αποτελέσει και εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο ιδιαίτερης ερμηνείας από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Συγκεκριμένα, η πρόσφατη νομολογία των δικαστηρίων (ΑΠ 105/2012, ΑΠ 1976/2014) κατατείνει στη δικανική κρίση ότι η ασφαλιστική επιχείρηση δεν υποχρεούται στην καταβολή της προβλεπομένης προμήθειας των τριών (3) ετών, εάν καταγγείλει τη σύμβαση διαμεσολάβησης και η καταγγελία οφείλεται σε βαρύ παράπτωμα του διαμεσολαβητή, που συνεπάγεται αστική ή ποινική ευθύνη του, δηλαδή έγινε για σπουδαίο λόγο, λόγω αθέτησης εκ μέρους του διαμεσολαβητή τόσο ουσιωδών συμβατικών του υποχρεώσεων, που κατέστησαν για την ασφαλιστική επιχείρηση μη ανεκτή σύμφωνα με τους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών τη συνέχιση της συνεργασίας.
Παρόμοια είναι η κρίση της ΑΠ 12/2009, σύμφωνα με την οποία δεν οφείλεται προμήθεια στον διαμεσολαβητή εάν η καταγγελία οφείλεται σε βαρύ παράπτωμα του διαμεσολαβητή, που συνεπάγεται αστική ή ποινική ευθύνη του, έγινε δε για σπουδαίο λόγο, όπου σπουδαίος λόγος η παραβίαση της επαγγελματικής δεοντολογίας, η υπονόμευση των συμφερόντων της ασφαλιστικής εταιρείας, η υφαρπαγή πελατών, που είχαν ως αποτέλεσμα να μην είναι πλέον ανεκτή η συνέχιση της συνεργασίας.
Επιχειρείται δηλαδή μία ταύτιση των εννοιών «βαρύ παράπτωμα» και «σπουδαίος λόγος», ενώ στην πραγματικότητα οι δύο αυτές έννοιες ουδόλως ταυτίζονται και είναι αρκετά διαφορετικές
Εν κατακλείδι, εκτιμώ ότι όταν αποδεικνύεται ότι η καταγγελία εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης γίνεται για σπουδαίο λόγο, που πράγματι συνιστά βαρύ παράπτωμα του διαμεσολαβητή, που συνεπάγεται αστική ή ποινική ευθύνη του, δεν υφίσταται τόσο ζήτημα εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου.
Τα προβλήματα ανακύπτουν όταν η καταγγελία εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης γίνεται για σπουδαίο λόγο, ο οποίος αφενός δεν συνιστά βαρύ παράπτωμα του διαμεσολαβητή, που συνεπάγεται αστική ή ποινική ευθύνη του, αφετέρου δε μπορεί απλά να έχει αναγορευτεί ως σπουδαίος από την ίδια τη σύμβαση διαμεσολάβησης.
Η συνήθης πρακτική των ασφαλιστικών εταιρειών, που θέτουν στις συμβάσεις διαμεσολάβησης ρήτρες, σύμφωνα με τις οποίες όλοι οι όροι της σύμβασης αναγορεύονται ως ουσιώδεις και η παραβίασή τους ως σπουδαίος λόγος καταγγελίας τυγχάνει μη νόμιμη και καταχρηστική, αντιβαίνουσα τόσο το γράμμα όσο και το πνεύμα του Ν. 1569/1985.
Εξάλλου, θεωρώ ότι οι επίμαχες διατάξεις του Ν. 1569/1985 είναι αναγκαστικού δικαίου, ως εκ τούτου δε δεν είναι δυνατόν ο διαμεσολαβητής συμβατικά να απεμπολεί το δικαίωμά του στις προμήθειες μετά από τη λύση της σύμβασής του, παρέχοντας στην ασφαλιστική επιχείρηση το δικαίωμα να του καταγγείλει τη σύμβαση μη καταβάλλοντάς του τις προμήθειες των 3 ετών, χωρίς να υφίσταται βαρύ παράπτωμά του, που επισύρει αστικές και ποινικές ευθύνες.
Πηγή: ΔΙΑΣΦΑΛΙΖΩ τεύχος Ιουλίου – Αυγούστου
Το μόνιμο πρόβλημα μας!
Όταν το άκουγε ο Ψωμιάδης και ο Κοντομηνάς έβγαζαν αφρούς αμφότεροι……..