Παρά το γεγονός ότι ο ασφαλιστικό κλάδος διαθέτει επάρκεια κεφαλαίων (2,64 δισ. τα διαθέσιμα έναντι 0,8 δισ. που απαιτούνται) το ασθενές μακροοικονομικό περιβάλλον σε συνδυασμό με την ακολουθούμενη από τις κεντρικές τράπεζες νομισματική πολιτική και τα πολύ χαμηλά επίπεδα πληθωρισμού, επιφέρει σημαντικές πιέσεις στα επιτόκια της ευρωζώνης και συνεπώς αύξηση του κινδύνου επιτοκίου για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Αυτό αναφέρεται σε έκθεση της ττΕ που δημοσιεύτηκε ο καλοκαίρι όπου επισημαίνεται ότι σε ένα παρατεταμένο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, οι κίνδυνοι για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι:
- Ο κίνδυνος δυσχερούς κάλυψης των εγγυημένων αποδόσεων σε ασφαλιστικά προϊόντα (συμβόλαια) στο χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών επιχειρήσεων ζωής και μεικτής δραστηριότητας τα οποία είχαν πωληθεί με υψηλά εγγυημένα τεχνικά επιτόκια, κυρίως κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990. Ο εν λόγω κίνδυνος είναι ανύπαρκτος για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών δεδομένης της φύσης των εργασιών τους (μη εγγυημένα επιτόκια).
- Ο κίνδυνος επανεπένδυσης των διαθεσίμων με χαμηλότερες των αναμενόμενων αποδόσεις, για το σύνολο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
- Η μείωση της κερδοφορίας τους λόγω των χαμηλότερων αποδόσεων των επενδύσεων. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, λόγω της έκθεσής τους στους ανωτέρω κινδύνους, υποχρεούνται βάσει του νέου εποπτικού πλαισίου Φερεγγυότητα ΙΙ (ν. 4364/2016), που είναι σε ισχύ από 1.1.2016, να διατηρούν τα απαιτούμενα από αυτό κεφάλαια προς διασφάλιση της φερεγγυότητάς τους.