Μέχρι τώρα γνωρίζαμε πως μόνο το ΔΝΤ έθετε θέμα παραπέρα ανατροπών στο Ασφαλιστικό. Από χθες έγινε σαφές πως και η Κομισιόν κάνει εμμέσως το ίδιο.
Και αυτό γιατί στην φθινοπωρινή έκθεση για τις οικονομικές προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας, οι Βρυξέλλες εκτιμούν ότι η εφαρμογή της μεταρρύθμισης στο συνταξιοδοτικό, δηλαδή ο νόμος Κατρούγκαλου που έχει τεθεί σε ισχύ από 12/5/2016, έχει «μεγάλα ρίσκα».
Και δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς, αν σκεφτεί κανείς τι πρέπει να γίνει το 2017, δηλαδή:
- Μία νέα περικοπή του ΕΚΑΣ από τους χαμηλοσυνταξιούχους μέσω νέων εισοδηματικών κριτηρίων (από 1.1.2017), πιθανόν μέσω μίας μείωσης και όχι της κατάργησης του συγκεκριμένου επιδόματος για όσους ακόμα το λαμβάνουν, όπως έγινε φέτος.
- Ο επανϋπολογισμός πάνω από 2 εκατομμυρίων ήδη καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων έως 30.9.2017 (σ.σ. αφορά όσες είχαν καταβληθεί μέχρι 12/5/2016).
- Ο υπολογισμός των εισφορών σε κοντά 1,5 εκατομμύριο ελεύθερους επαγγελματίες, αυταπασχολούμενους και αγρότες με βάση το εισόδημα τους από 1.1.2017. Αυτό το μέτρο θα κρίνει την πορεία των εσόδων των ταμείων από εισφορές. Κομβικό σημείο είναι το αν θα υπάρξει τελικά μία νέα ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των επαγγελματιών προς τον ΟΑΕΕ και το ΕΤΑΑ, παρά τις πάγιες αντιδράσεις των δανειστών.
Αναμφίβολα, όμως, το κρισιμότερο κομμάτι της ασφαλιστικής «μεταρρύθμισης» το 2017 είναι ο επανϋπολογισμός των συντάξεων, μιας και μέσω αυτού μπορούν να πιέσουν οι δανειστές για να «τρέξει» μία νέα μείωση των συντάξεων. Και αυτό γιατί ο επανϋπολογισμός των συντάξεων θα οδηγήσει στη διαμόρφωση μίας «προσωπικής διαφοράς» για όσες συντάξεις αποκτήσουν χαμηλότερο επίπεδο από εκείνο που είχαν πριν τον επανϋπολογισμό τους. Για παράδειγμα μία σύνταξη 1.500 ευρώ μπορεί να πέσει μετά τον επανϋπολογισμό της στα 1.300 ευρώ. Σε αυτή την περίπτωση, η προσωπική διαφορά θα ανέλθει στα 200 ευρώ. Αυτή η διαφορά θα κρατηθεί ως έχει και έτσι δεν θα μειωθούν οι συντάξεις μέχρι την 31.12.2018. Έπειτα, δηλαδή από 1.1.2019, η «προσωπική διαφορά» αυτή θα μειωθεί σε πραγματικούς όρους, μιας και οι συντάξεις αυτές δεν θα λάβουν την ονομαστική αύξηση που προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου λόγω ανάπτυξης. Το ΔΝΤ πιέζει για την κατάργηση αυτής της «προσωπικής διαφοράς» και έτσι της μείωσης της κρατικής χρηματοδότησης για συντάξεις. Έτσι, σύμφωνα με το σκεπτικό του ΔΝΤ, θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν τόσα τα ελλείμματα των ταμείων κύριας ασφάλισης (τα οποία θα μεταφερθούν και στον νέο Ενιαίο φορέα κοινωνικής ασφάλισης), όσο και να εξοικονομηθούν πόροι για τη χρηματοδότηση του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης.