O Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, αναλύει το βιβλίο του Γ.Β. Δερτιλή, Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις από τις Εκδόσεις Πόλις.
Ο συγγραφέας στα προλεγόμενα του βιβλίου του προσπαθεί να αναλύσει, να εξηγήσει τα γεγονότα μιας ιστορίας δύο αιώνων και να αναζητήσει τα βαθύτερα αίτια της κρίσης μέσα από επτά πολέμους, τέσσερις εμφυλίους και επτά πτωχεύσεις. Τα αίτια αυτά επαναλαμβάνονται στις επτά πτωχεύσεις που βίωσαν οι Έλληνες από το 1824 έως σήμερα. Τo δίδαγμα που καταλήγει είναι ότι αν οι Έλληνες γνώριζαν τα σφάλματα που οδήγησαν στις έξι πρώτες πτωχεύσεις της ιστορίας θα είχαν αποφύγει την έβδομη. Ακόμη, αν οι Έλληνες πολιτικοί γνώριζαν τα σφάλματα που οδήγησαν στους εμφύλιους πολέμους, θα είχαν αποκηρύξει τις εμφυλιοπολεμικές τους δημαγωγίες οι οποίες οδηγούν σε δικτατορία και ψευδοκοινοβουλευτισμό.
Στην αρχική του τοποθέτηση πιστεύει ότι οι αλλεπάλληλοι πόλεμοι και οι υψηλές πολεμικές δαπάνες είχαν βαρύτατες οικονομικές συνέπειες και αυτό θα αποδειχθεί στα επόμενα κεφάλαια. Από το 1833 και για τα επόμενα 160 χρόνια, οι στρατιωτικές δαπάνες έφθαναν τουλάχιστον το 17% των συνολικών δημοσίων δαπανών και στα 54 από αυτά ξεπέρασαν το 30%. Η χώρα συγκαταλέγεται μεταξύ των τεσσάρων πρώτων θέσεων στον κόσμο με βάση το δείκτη: στρατιωτικές δαπάνες/ΑΕΠ. Μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο κατείχε συνεχώς με την Τουρκία μια από τις δύο πρώτες θέσεις.
Ο συγγραφέας ανακαλύπτει σε όλους τους πολέμους και τις πτωχεύσεις να επαναλαμβάνεται μια αλληλουχία αιτιών και αιτιατών, για παράδειγμα: πόλεμοι αυξάνουν τις στρατιωτικές δαπάνες, ανεπαρκή φορολογικά έσοδα και φοροδιαφυγή αυξάνουν τα δημόσια ελλείμματα τα οποία οδηγούν σε υπερχρέωση του κράτους, υπάρχει δυσκολία δανεισμού, αύξηση επιτοκίων, σε υποτιμήσεις, σε παύση πληρωμών (πτώχευση), σε πιστωτικό αποκλεισμό και σε … ύφεση.
Πέντε περίοδοι πτωχεύσεων και πολέμων
Προτείνονται πέντε περίοδοι πτωχεύσεων και πολέμων.
1η: 1821 – 1879
2η: 1880 – 1898
3η – 4η: 1899 – 1939
5η: 1940 – 2012
Η κάθε περίοδος περιλαμβάνει περιληπτικά τα ακόλουθα χαρακτηριστικά.
Πρώτη περίοδος 1821 – 1879
Στην ιστορία του δημόσιου χρέους, η πρώτη φάση πολέμων – πτωχεύσεων, έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι επηρέασε σημαντικά όχι μόνο την οικονομία του 19ου αιώνα αλλά και την εξέλιξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έως το 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Η υπερχρέωση άρχισε με τα δάνεια του 1824-25 που συνομολόγησε η επαναστατική κυβέρνηση. Σύντομα όμως η επανάσταση εξελίχθηκε στον εμφύλιο πόλεμο του 1824-26. Ο συγγραφέας αναφέρει τέσσερις εμφύλιους πολέμους αντί για δύο που αναφέρονται στα περισσότερα ιστορικά βιβλία. Ο πρώτος λαμβάνει χώρα στη διάρκεια της Επανάστασης, ο δεύτερος το 1832, ο τρίτος είναι αυτός που οδήγησε στο «διχασμό» και ο τέταρτος ο πιο πρόσφατος της περιόδου 1944-1950 (γνωστός και ως συμμοριτοπόλεμος). Το ποσοστό των στρατιωτικών δαπανών προς το ΑΕΠ είναι και πάλι πολύ υψηλό, 16,9% (1833-37). Κατά το συγγραφέα η πολιτική των μεγάλων στρατιωτικών δαπανών εγείρει τρία σημαντικά ερωτήματα: α) πώς το κράτος κάλυπτε τέτοιες δαπάνες επί δύο σχεδόν αιώνες; β) γιατί το κράτος ακολούθησε αυτή την εξοντωτική πολιτική στρατιωτικών δαπανών; και γ) γιατί οι Έλληνες ουδέποτε αντέδρασαν σοβαρά στο κόστος των πολέμων και στους φόρους που κατέβαλαν, εκτός από το βαρύτατο φόρο αίματος;
Ο συγγραφέας δίνει άκρως επεξηγηματικές απαντήσεις και καταλήγει στο συμπέρασμα του «απηυδισμένου πολίτη»: στην υπόθεση ότι τα δύο τρίτα του πληθυσμού της κοινωνίας πάσχουν από αμάθεια και/ή από ακρισία, αυτό το πλήθος είναι για τους δημαγωγούς η μεγαλύτερη δεξαμενή εκλογέων.
Έως το 2020 μπορούμε να έχουμε ανακόψει τη φαύλη σπείρα της κρίσης
Δεύτερη περίοδος 1880 – 1898
Την περίοδο αυτή και ύστερα από 50 χρόνια αποκλεισμού από τις διεθνείς αγορές, το 1878 η χώρα απέκτησε ξαφνικά τη δυνατότητα δανεισμού με ποσά πρωτοφανή. Δυστυχώς, πάλι ορισμένοι από τους κυβερνώντες αγνόησαν τις συνθήκες αγοράς και δανείζονταν για να χρηματοδοτούν απαιτήσεις των ψηφοφόρων τους (συντεχνίες). Επιπλέον, τα εξοπλιστικά προγράμματα έπαιρναν και αυτά σημαντική χρηματοδότηση. Κατά συνέπεια προέκυπτε υπερχρέωση. Το χρέος έως το 1887 είχε τετραπλασιαστεί και πριν την πτώχευση του 1893 είχε σχεδόν επταπλασιαστεί (πάνω από το 175% του ΑΕΠ). Ο συγγραφέας τονίζει ότι οι στρατιωτικές δαπάνες ήταν όπως πάντα το κύριο αίτιο της υπερχρέωσης (την περίοδο εκείνη ο Θ. Δηλιγιάννης τις είχε ωθήσει στα ύψη είτε ως πρωθυπουργός είτε ως αρχηγός της αντιπολίτευσης).
Τα λάθη της κυβέρνησης Δηλιγιάννη οδήγησαν σε μεγάλα προβλήματα γεωπολιτικής και οικονομικής πολιτικής. Η επέμβαση των έξι Δυνάμεων σώζει την Αθήνα από την επέλαση των οθωμανικών στρατευμάτων και η διευθέτηση του δημόσιου χρέους έγινε από τη μετέπειτα κυβέρνηση Ζαΐμη-Ράλλη. Ο Ζαΐμης, μολονότι είχε στα χέρια του μια χώρα σε πόλεμο και μια οικονομία υπανάπτυκτη, αντιμετώπισε το χρέος που ήταν 170% του ΑΕΠ και έγινε βιώσιμο χάρη στις μεταρρυθμίσεις. Το 2013 το χρέος ήταν σχεδόν στο ίδιο επίπεδο αλλά δεν έγινε βιώσιμο. Οι μεταρρυθμίσεις είναι αυτές που η σημερινή Ελλάδα προσπαθεί να αποφύγει από το 2009 ή τις εφαρμόζει λειψές όταν είναι πλέον αργά. Ο παραλληλισμός των δύο περιόδων που απέχουν μεταξύ τους έναν και πλέον αιώνα ανέδειξε το μέγιστο πρόβλημα της χώρας: την αναξιοπιστία της.
Τρίτη και Τέταρτη περίοδος 1899 – 1939
Στις δύο περιόδους αυτές περιέχονται οι πιο ταραχώδεις φάσεις της ελληνικής ιστορίας, από το 1897 ως το 1922. Ο συγγραφέας αναφέρεται στο τεράστιο κόστος που είχαν οι πόλεμοι αυτοί και την ήττα της Ελλάδας το 1922.
Ως προς τις στρατιωτικές δαπάνες, αυτές είχαν μειωθεί στο χαμηλότερο επίπεδο από την εποχή της Επανάστασης του 1821. Αντίθετα, μεταξύ του 1909 και του 1917 τα ποσοστά διπλασιάστηκαν και μεταξύ 1918 και 1922 έφθασαν στο μέγιστο ποσοστό όλων των εποχών: 18% του ΑΕΠ. Ακόμη το 1919 η ευρωστία της οικονομίας είχε μειωθεί στο 78% του δείκτη χρέος/ΑΕΠ. Μετά το 1929 οι στρατιωτικές δαπάνες μειώθηκαν αισθητά, αλλά ήταν ακόμη υπερβολικές για περίοδο πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, εσωτερικής και παγκόσμιας. Μαζί με τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της πολεμικής δεκαετίας συνέβαλαν και αυτές στην αμέσως επόμενη πτώχευση, το 1932/1935. Τις αλλεπάλληλες πτωχεύσεις του Μεσοπολέμου ακολούθησαν αλλεπάλληλες και συντριπτικές υποτιμήσεις (η δραχμή είχε χάσει το 90% της αξίας της μέχρι το 1935). Τέλος, το 1941 ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος και η κατοχή θα διαλύσουν το ήδη υποτιμημένο νόμισμα και θα καταστρέψουν την οικονομία της χώρας.
Πέμπτη περίοδος 1940 – 2012
Η έκτη πτώχευση της νεοελληνικής Ιστορίας άρχισε το 1940. Ήταν η μόνη για την οποία η Έλληνες δεν είχαν καμιά απολύτως ευθύνη. Ο εξάμηνος πόλεμος εναντίων των δυνάμεων του άξονα, η Αντίσταση και ο λιμός άφησαν 200.000 νεκρούς και οι Ναζί εξόντωσαν 45.000 Έλληνες Εβραίους. Από το 1945 και έως το 2016, όλες οι κυβερνήσεις συνέχισαν την πολιτική των μεγάλων στρατιωτικών δαπανών. Στα 22 χρόνια πριν από την κρίση του 2009 η Ελλάδα κατείχε την πρώτη θέση στον κόσμο, ακολουθούμενη από την Τουρκία. Μετά το 2002, με το ευρώ και το φθηνό χρήμα η ελληνική οικονομία είχε μια τελευταία ευκαιρία να γίνει παραγωγικότερη και ανταγωνιστική – και την έχασε.
Το 2012 έγινε η έβδομη πτώχευση της ιστορίας της Ελλάδας βασισμένη σε ένα συνδυασμό «οργίου» παροχών, φοροδιαφυγής και συνεχόμενων αγορών εξοπλισμών.
Στην Ελλάδα, ο όρος «Μνημόνιο» απέκτησε σύντομα αρνητική χροιά και αποτυχία. Η αποτυχία δεν οφείλεται μόνο στους υφεσιογόνους όρους του, αλλά επιπλέον και κυρίως στην ανικανότητα των ελληνικών πολιτικών κομμάτων (είτε βρίσκονταν στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση), να αντιμετωπίσουν υπεύθυνα και ορθολογικά τις διαπραγματεύσεις και τη μετέπειτα διαχείριση των συμφωνιών που υπέγραψαν. Στην κυβέρνηση παραβίαζαν, ή δεν εφάρμοζαν ή καθυστερούσαν τις μεταρρυθμίσεις που επέβαλαν οι συμφωνίες. Στην αντιπολίτευση, απέρριπταν τα πάντα. Οι μεταρρυθμίσεις ήταν όμως οι αναγκαίες προϋποθέσεις για ένα διπλό στόχο: (1) είσπραξη δανειακών κεφαλαίων για να βγει η οικονομία από τον υφεσιακό φαύλο κύκλο και (2) προσέλκυση νέων ξένων επενδύσεων και διαφυγόντων κεφαλαίων για εισέλθει η οικονομία σε ένα νέο, «αγαθό κύκλο».
Σενάρια για το μέλλον της Ευρώπης – Ελλάδας
Ο συγγραφέας προτείνει επιγραμματικά τρία σενάρια.
Το πρώτο πιθανό σενάριο για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι ότι δεν θα αυτοκαταστραφεί. Θα μεταλλαχθεί με αργούς ρυθμούς σε μια πολιτική ένωση με νέους θεσμούς που θα βασίζονται σε: (1) στον ανθρωπιστικό της πολιτισμό, (2) στις αρχές του κράτους δικαίου και (3) σε ένα μετρημένο και ορθολογικό κράτος πρόνοιας.
Το δεύτερο σενάριο που δεν αποκλείει το πρώτο θα προτείνει μια Ε.Ε. που δεν θα περιλαμβάνει τις χώρες που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να εφαρμόσουν τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Δύο ακραία χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η Βρετανία (Brexit) και ίσως η Ελλάδα (Grexit).
Το τρίτο σενάριο, αντίθετο του πρώτου, προβλέπει μια Ε.Ε. παραδομένη στην πλουτοκρατία και το νεοφιλελευθερισμό της ακραίας ανισότητας. Η Ε.Ε. αυτή δεν προχωρεί στην πολιτική ένωση αλλά στην πολυδιάσπαση. Το «Γερμανικό μοντέλο» δε θα μπορέσει τότε να σώσει ούτε την συρρικνωμένη Ε.Ε. ούτε, βεβαίως, τη Γερμανία από την οικονομική βουλιμία των υπερδυνάμεων του παρόντος και του μέλλοντος.
Για την Ελλάδα ο συγγραφέας προτείνει ένα πρόγραμμα – ορίζοντα τριετίας. Αρχικά πιστεύει ότι δεν υπάρχει «χρυσούς κανών» που να δείχνει αν ένα χρέος είναι βιώσιμο ή όχι. Είναι προτιμότερο για την Ελλάδα να βελτιώσει πρώτα τις προσδοκίες για την οικονομία της και μόνο έπειτα να ζητήσει αναδιάρθρωση του χρέους. Ακόμη και ένα χρέος πάνω από το 200% του ΑΕΠ μπορεί μετά από λίγα χρόνια να είναι πιθανολογικά βιώσιμο, αρκεί να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις που όλες οι κυβερνήσεις μετά το 1990 θεωρούσαν απαραίτητες αλλά τρέπονταν σε φυγή μόλις έβλεπαν τα συνδικάτα στο δρόμο (πολιτικό κόστος).
Τελικά, καταλήγει να προτείνει τις προϋποθέσεις που θα βελτίωναν το ελληνικό χρέος ως έχει σήμερα, άρα και τη βιωσιμότητά του.
- Ορίζοντας ενός εξαμήνου
- Βελτίωση της προοπτικής ενός ασφαλιστικού διορθωμένου επί το ειλικρινέστερον.
- Φορολογικές μεταρρυθμίσεις, όπως αναδιάρθρωση του φοροελεγκτικού μηχανισμού και μείωση της παράνομης ιδιοποίησης του ΦΠΑ και της μεγάλης φοροδιαφυγής.
- Ορίζοντας ενός χρόνου
- Υγεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με τον «επαναπατρισμό» των φυγαδευμένων και των αποθησαυρισμένων κεφαλαίων. Πρόσθετη προϋπόθεση, όμως είναι οι τράπεζες να διοχετεύσουν αμέσως τη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία και κυρίως σε επιχειρήσεις.
- Ορίζοντας δύο έως τριών ετών
- Αναδιοργάνωση της δικαιοσύνης και περιορισμός της πολυνομίας με στόχο τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, ενίσχυση της απόδοσης των φόρων,
- Προσέλκυση ξένων επενδύσεων
- Αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, αυξάνοντας τη μελλοντική αγοραία αξία της.
Ο συγγραφέας κλείνει με μια σημαντική παράγραφο: «Έως το 2020 μπορούμε να έχουμε ανακόψει τη φαύλη σπείρα της κρίσης και να είμαστε ωριμότεροι και ικανότεροι να αναθεσμίσουμε τη Δημοκρατία μας. Όνειρο θερινής νυκτός; Ίσως. Τα όνειρα, όμως, μας οδηγούν καμιά φορά στην αναζήτηση της αλήθειας- ή έστω, της αυτογνωσίας».