Του Ανδρέα Ανδριανόπουλου
Η καταβύθιση του ελληνικού πολιτικού συστήματος στο αποκρουστικό τέλμα της διαφθοράς δεν είναι δυσεξήγητη. Σχεδόν από γεννησιμιού του το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα έχει τις πόρτες ανοιχτές στη συναλλαγή και στις προσωπικές εύνοιες. Για χρόνια μιλάμε για τις διαστάσεις της ρουσφετολογίας στην πολιτική μας ζωή. Ελάχιστοι όμως φρόντισαν να επισημάνουν πως το πελατειακό λεγόμενο σύστημα δεν είναι παρά ο προθάλαμος προετοιμασίας της ελληνικής κοινωνίας για διαφθορά και ηθική παρακμή.
Πού εδράζεται όμως στην Ελλάδα η πελατειακή πολιτική σκηνή και το κύκλωμα της ευρείας ρουσφετολογίας, αν όχι στο ίδιο το εκλογικό σύστημα. Είναι τυχαίο άραγε πως μοναχά στην Ελλάδα κυριαρχεί για χρόνια το σύστημα του σταυρού προτίμησης στις εκλογές κοινοβουλευτικών εκπροσώπων; Tι ακριβώς συμβολίζει ο σταυρός προτίμησης για τη γενικότερη στάση της κοινωνίας απέναντι στην ηθική διάβρωση και τη διαφθορά; Αποτελεί απλώς την προετοιμασία της κοινωνίας για την αντιμετώπιση της πολιτικής σαν συστήματος πλουτισμού, βόλεψης και τακτοποίησης προσωπικών θεμάτων και λογαριασμών.
Η λογική του «κάνε μου αυτή την εξυπηρέτηση για να σε ψηφίσω» δεν είναι παρά η ψυχολογική προετοιμασία και ο εθισμός στον απόλυτο εκμαυλισμό του «κάνε μου τη δουλειά και θα σου δώσω τόσα»! Ο ίδιος ο πολίτης απαιτεί μέσω του πελατειακού συστήματος από τον πολιτικό να δέχεται και να επικροτεί τη συναλλαγή. Άλλος απαιτεί εξυπηρετήσεις με αντάλλαγμα την ψήφο του και άλλος τα χρήματά του. Και οι δύο ενθαρρύνουν τη διαφθορά και την ηθική απαξίωση. Δίχως λοιπόν αποφάσεις για αλλαγές στο πολιτικό σύστημα είναι απατηλός στόχος ο περιορισμός της συναλλαγής στην πολιτική και η συντριβή της διαφθοράς.
Ολόκληρο όμως το κύκλωμα άσκησης πολιτικής στην Ελλάδα κινείται πάνω στα όρια της διαφθοράς. Ο συνδικαλισμός λ.χ. –κατά βάση κρατικοδίαιτος– συχνά προβάλλει αιτήματα της επιχειρηματικής τάξης σαν μετωπικές θέσεις για το συμφέρον των εργαζομένων. Π.χ., ήρθε στο φώς της δημοσιότητας η στάση των εργαζομένων στην ΕΛΒΟ (Δημόσιο και Μυτιληναίος), που επιχείρησαν συντονισμένα να εξασφαλίσουν τηνσύμφωνη γνώμη των κομμάτων για την περίφημη προμήθεια των 140 τρόλεϊ της εταιρείας ΜΑΝ. Κόντρα πάντα στην Επιτροπή Αξιολόγησης, που την είχε, για διάφορους λόγους, απορρίψει. Σύμφωνα με δημοσίευμα εφημερίδας (Ε.Τ. 11/5), οι συνδικαλιστές «εκείνη την εποχή πολιορκούσαν τα πολιτικά γραφεία της Χ. Τρικούπη, του Περισσού και της Κουμουνδούρου ζητώντας να μην περιοριστούν το έργο της εταιρείας και οι θέσεις απασχόλησης».
Ολόκληρο το σύστημα λειτουργίας της πολιτικής λοιπόν κινείται πάνω στη λογική προώθησης επιμέρους συμφερόντων και επιδιώξεων. Ανεξάρτητα βέβαια από το δημόσιο συμφέρον. Ουδείς πραγματικά νοιάζεται για τα χρήματα των φορολογουμένων. Όλοι φροντίζουν για τις στενές προσωπικές τους οικονομικές επιδιώξεις, τις οποίες συχνά ονοματίζουν «κοινό καλό». Έρχεται πρόχειρα στηνμνήμη μου η στάση τότε της ΓΣΕΕ αλλά και του συνδικαλιστικού οργάνου των εργαζομένων στον ΟΤΕ ενάντια στις καταγγελίες μου για τις χαριστικές προμήθειες τω ψηφιακών του οργανισμού στη Siemens. Είχα κατηγορηθεί σαν ανθέλληνας (λες και η Siemens και η Ericsson, που είχαν εξασφαλίσει τη σχετική προμήθεια, ήταν ελληνικές εταιρείες!), σαν ασυνείδητος νεοφιλελεύθερος και (αναπόφευκτα βέβαια) σαν πράκτορας ξένων συμφερόντων. Τώρα πλέον, που αποκαλύπτεται το βρομερό παρασκήνιο εκείνων των ημερών, το συνδικαλιστικό κίνημα έχει χάσει τη φωνή του.
Είναι ολοφάνερο πως η διαφθορά συνυπάρχει και επωάζεται στην αγκαλιά του κρατισμού. Εντούτοις, πολλοί υποστηρικτές της διαφάνειας στην πολιτική δεν εννοούν να απαγκιστρωθούν από την αναγκαιότητα χρησιμοποίησης του δημόσιου τομέα σαν μοχλού κάθε νέας πολιτικής. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμη και η πλέον πρόσφατη συγκροτημένη επίθεση εναντίον της νεοφιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς (Warwick Funnell, Robert Jupe, Jane Andrew, In Government We Trust: Market Failure and the Delusions of Privatisation. Pluto Press, 2009) πάσχει δραματικά από έλλειψη εναλλακτικών προτάσεων για το μέλλον. Με οξείς βερμπαλιστικούς αφορισμούς και σκληρές επιθέσεις, κυρίως στην πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, το βιβλίο των Καθηγητών Funnel, Jupe και Andrew δεν προσθέτει απολύτως τίποτε στη συζήτηση για μια πολιτική με μοχλό το κράτος. Η εμμονή των συγγραφέων βρίσκεται στην κατά τη γνώμη τους αποτυχία της αγοράς και στην ανάγκη «επιστροφής της πίστης στο κράτος».
Εντύπωση επίσης προκάλεσε και η θέση του γνωστού Καθηγητή του Πανεπιστημίου του Σικάγο και Δικαστή Richard Posner (A Failure of Capitalism: The Crisis of ’08 and the Descent into Depression, Harvard University Press, 2009), που καταλόγισε στις αγορές τη βασική ευθύνη για την πρόσφατη οικονομική κατάρρευση των οικονομικών συστημάτων. Αν και ο Δικαστής Posner ομολογεί τις ενοχές της παρέμβασης του Δημοσίου στα στεγαστικά θαλασσοδάνεια, επιμένει πως η βασική ευθύνη βρίσκεται στην άνευ ελέγχου λειτουργία των χρηματαγορών. Εντούτοις, κι αυτός –από χρόνια οπαδός της ελεύθερης επιλογής και της ανοιχτής οικονομίας– δε δείχνει να είναι σε θέση να παρουσιάσει συγκροτημένες εναλλακτικές λύσεις.
Η επιχειρηματολογία όμως όλων πάσχει στην ανεύρεση της λογικής βάσης πάνω στην οποία θα πρέπει να στηριχθεί αυτή η καινούργια πίστη στον –έστω περιορισμένο– κρατισμό. Γενικότητες, συναισθηματική φόρτιση (μοναχά το κράτος, λ.χ., υποστηρίζουν οι συγγραφείς του «In Government We Trust», μπορεί να φροντίζει τους αδύνατους) και σοβαρά κενά στις προτάσεις πολιτικής χαρακτηρίζει τις θέσεις των επανεμφανιζόμενων κρατιστών. Και βέβαια σε καμία περίπτωση δε φαίνεται από πουθενά η δυνατότητα καταπολέμησης της διαφθοράς μέσα στο πλαίσιο ενός μεγάλου δημόσιου τομέα. Το κράτος δυστυχώς εκτρέφει, ενθαρρύνει και συντηρεί τις κάτω από το τραπέζι ανήθικες συναλλαγές.