Άρθρο του Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών & ιδιοκτήτη της μεσιτικής εταιρείας Mega Brokers, κ. Γιάννη Χατζηθεοδοσίου.
Προσφάτως, επισκέφθηκα την Ιταλία, προσκεκλημένος, ως πρόεδρος του Ε.Ε.Α., από τη Συνεταιριστική Ασφαλιστική, τον φίλο κ. Δημήτρη Ζορμπά και τη μεγάλη ασφαλιστική εταιρεία UNIPOL.
Η επαφή μου με τη γειτονική ασφαλιστική αγορά και οι συνομιλίες με στελέχη της εταιρείας (UNIPOL) μου έδωσαν την ευκαιρία να ενημερωθώ για τα ισχύοντα στην Ιταλία, τα οποία καταρρίπτουν «μύθους» που καλλιεργούνται στην ελληνική αγορά για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση και σχετίζονται κυρίαρχα με τις «προμήθειες» και ακολούθως με το bancassurance και με το μέλλον του κλάδου.
Τις διαπιστώσεις μου θα τις αναλύσω παρακάτω αφού πρώτα προσδιορίσω ότι η UNIPOL ανήκει στον τομέα των κοινωνικών επιχειρήσεων και έχει «λαϊκή βάση» ανήκοντας στην ευρύτερη κατηγορία των Συνεταιριστικών επιχειρήσεων. Η εταιρεία, διαθέτει περίπου 15 εκατομμύρια ασφαλισμένους, επενδύσεις που ανέρχονται στα 61 δισεκατομμύρια, δικά της ξενοδοχεία, λιανεμπορικές μονάδες, τράπεζες και ανθρώπινο δυναμικό που ανέρχεται στα 15 χιλιάδες άτομα. Ο όγκος της τεράστιος αλλά η συμπεριφορά της –στην ασφαλιστική της δράση- άκρως «κομψή» και «ευγενική» ενταγμένη σε ένα πλαίσιο αξιοζήλευτης λειτουργίας της ασφαλιστικής αγοράς.
Επί των προμηθειών συγκεκριμένα, ενημερώθηκα ότι η «μέση προμήθεια» της διαμεσολάβησης στην Ιταλία διαμορφώνεται στο 18% στο σύνολο του ασφαλίστρου και όχι επί του καθαρού. Η αντιστοιχία της στα ελληνικά δεδομένα θα διαμόρφωνε μια προμήθεια της τάξης περίπου του 25%.
Το στοιχείο αυτό αναδεικνύει ότι όλα όσα σήμερα λέγονται περί υψηλών προμηθειών αποτελούν «εργαλεία» υπονόμευσης του κλάδου της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης και δεν έχουν σχέση με την παγκόσμια πραγματικότητα.
Μια 2η διαπίστωση αφορά τη λειτουργία του Bancassurance. Η UNIPOL έχει τις δικές της τράπεζες οι οποίες έχουν και ασφαλιστική δραστηριότητα. Όμως, υπάρχει «ρητός» σεβασμός στο δίκτυο ασφαλιστών. Το μείζον μερίδιο των τραπεζοασφαλιστικών εργασιών αφορά στα συνταξιοδοτικά και τις γενικές ασφάλειες ή τα νοσοκομειακά.
Μάλιστα, η «εικόνα» αυτή της Ιταλίας περί της δράσης του Bancassurance αντιπροσωπεύει και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως μου μεταφέρθηκε αρμοδίως, κάνοντας σαφές ότι και στην ελληνική αγορά θα πρέπει να αποκατασταθεί η ομαλότητα με ένα τρόπο: να σταματήσουν οι επιθετικές τακτικές προσπορισμού εργασιών οι οποίες βλάπτουν τον κλάδο της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης και προσβάλλουν και το ίδιο το τραπεζικό σύστημα.
Μύθος, που επίσης καταρρίπτεται βλέποντας τι ισχύει στις άλλες χώρες και μάλιστα τις γειτονικές είναι αυτός που αφορά δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης. Σε μια χώρα όπως η Ιταλία, βλέπεις ότι η ασφαλιστική διαμεσολάβηση έχει το μερίδιο που της ανήκει. Δεν υπονομεύεται, δεν θίγεται, δεν προσβάλλεται από συμπεριφορές και πρακτικές. Όμως υπάρχει σεβασμός μεταξύ των δικτύων, τηρούνται οι γραπτοί και οι άγραφοι νόμοι προς όφελος της αγοράς, της οικονομίας και των πολιτών. Έτσι προάγεται κάθε κοινωνία και κάθε οικονομία.
Συνοψίζοντας θεωρώ ότι στην δική μας ελληνική πραγματικότητα οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές είναι και θα παραμείνουν ένας ισχυρός κρίκος σύνδεσης μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών και των πολιτών. Στόχος μας είναι να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς με συνέπεια, αρχές, και ισότιμους κανόνες που δε θα προστατεύει αλλά θα αφήνει δημοκρατικά περιθώρια ανάπτυξης στον κλάδο της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης.