Στις προκλήσεις που έχει μπροστά της η ασφαλιστική αγορά, αλλά και στις ευκαιρίες ανάπτυξης που ανοίγονται σε όσους με λελογισμένες και καλά σχεδιασμένες κινήσεις αντιμετωπίζουν το μέλλον τους, αναφέρθηκε, χθες, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Ευρώπη Ασφαλιστική, κ. Νικόλαος Μακρόπουλος, στο πλαίσιο εκδήλωσης για την παρουσίαση της στρατηγικής της εταιρείας, που πραγματοποιήθηκε στο νέο εκπαιδευτικό της κέντρο.
Του Πλάτωνα Τσούλου
Ειδικότερα, όπως τόνισε, η ασφαλιστική αγορά τα τελευταία δύο χρόνια εφαρμόζει νέο εποπτικό πλαίσιο, το Solvency II, το οποίο από τη μία ανεβάζει το επίπεδο του κλάδου, από την άλλη όμως επιβαρύνει τις εταιρείες με αυξημένα λειτουργικά κόστη, καθιστώντας, ως έναν βαθμό, λιγότερο ανταγωνιστικά τα προϊόντα τους.
Παράλληλα, όπως είπε ο κ. Μακρόπουλος, ο κλάδος καλείται να προσαρμοστεί στον κοινοτικό κανονισμό περί διασφάλισης των προσωπικών δεδομένων, τον GDPR, όπως και στην κοινοτική οδηγία IDDπερί ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, που θα τεθεί σε ισχύ από το Φθινόπωρο. Το φορτίο που παίρνει πάνω της η αγορά είναι μεγάλο, επεσήμανε ο κ. Μακρόπουλος, για να προσθέσει ότι, εκτός των άλλων, ο κλάδος καλείται να ενσωματώσει στις λειτουργίες του τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις, που ναι μεν ανοίγουν καινούργια πεδία ανάπτυξης, απαιτούν όμως υψηλού κόστους επενδύσεις, που αποτελούν μονόδρομο για όσους θέλουν να παραμείνουν στις επάλξεις και τις επόμενες δεκαετίες.
Ιδιαίτερη ήταν η αναφορά του κ. Μακρόπουλου και στο ζήτημα της πολιτικής τιμολόγησης που ακολουθεί η αγορά. Όπως ανέφερε, από την αρχή της κρίσης τα ασφάλιστρα μειώθηκαν κατά περίπου 40 με 45% λόγω και της εντονότερης δραστηριοποίησης των ΕΠΥ τις οποίες, όπως είπε, ανταγωνίστηκαν μέχρι και πολυεθνικοί όμιλοι, ενώ δεν παρέλειψε να συνδέσει τα χαμηλά ασφάλιστρα με τις εκκρεμείς ζημιές στις οποίες επιμένουν ορισμένες εταιρείες, υπογραμμίζοντας τα υψηλά επιτοκιακά κόστη που αναλαμβάνουν και τις επιπτώσεις που αυτά έχουν στην κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Τέλος, δεν παρέλειψε να σχολιάσει τον ανταγωνισμό μεταξύ ασφαλιστικών εταιρειών και τραπεζών, όπως και την υψηλή φορολογία που επιβαρύνει το σύνολο της επιχειρηματικής κοινότητας, τονίζοντας ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να αναθεωρήσει την πολιτική της ώστε να καταστήσει τη χώρα περισσότερο ελκυστική στους επενδυτές, Έλληνες και ξένους.