Η υγεία, η εκπαίδευση και η ικανοποίηση από τη ζωή είναι οι πτυχές που έχουν μεγαλύτερη σημασία για τους πολίτες στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μελέτη για τη χρήση του Δείκτη Καλύτερης Ζωής του ΟΟΣΑ (OECD Better Life Index – BLI) βάσει απαντήσεων που έχουν δώσει οι 130.000 χρήστες του BLI, ύστερα από εμπειρική ανάλυση, καθώς το δείγμα δεν είναι βέβαιο ότι είναι αντιπροσωπευτικό (για παράδειγμα μόλις το 4% των συμμετεχόντων είναι γυναίκες ποσοστό που απέχει από την πραγματικότητα στον πληθυσμό των χωρών – μελών του ΟΟΣΑ).
Σύμφωνα με την τελευταία ανάλυση των στοιχείων του BLI, οι άνδρες δίνουν μεγαλύτερη σημασία στο εισόδημα απ’ ό,τι οι γυναίκες, οι οποίες εκτιμούν περισσότερο την ισορροπία μεταξύ της κοινωνικής και της επαγγελματικής ζωής.
Η υγεία, η ασφάλεια, η στέγαση και η συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, γίνονται πιο σημαντικές με την ηλικία, ενώ η ικανοποίηση από την ζωή, η ισορροπία μεταξύ εργασίας και ζωής, οι θέσεις εργασίας, το εισόδημα και η κοινωνικότητα είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τη νεολαία.
Υπάρχουν επίσης σαφή πρότυπα στις επιλογές των χρηστών του BLI, ανάλογα με την περιοχή διαβίωσης. Για παράδειγμα, η εκπαίδευση, η απασχόληση και η εμπλοκή των πολιτών στα κοινά, είναι ιδιαίτερα σημαντικές στη Νότια Αμερική, ενώ η προσωπική ασφάλεια και η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής έχουν μεγάλη σημασία στην Ασία και τις χώρες του Ειρηνικού.
Η ανάλυση έγινε βάσει των απαντήσεων των χρηστών στο πλήρες ερωτηματολόγιο που διατίθεται στην ιστοσελίδα του δείκτη, και διαπιστώνει ότι, για πολλές πτυχές ευημερίας (π.χ. θέσεις εργασίας, στέγαση, κοινότητα, υγεία, εκπαίδευση, εμπλοκή των πολιτών στα κοινά, προσωπική ασφάλεια, ισορροπία ζωής), υπάρχει μια ευθεία συσχέτιση μεταξύ των ατομικών προτιμήσεων και της ικανοποίησης που αναφέρουν οι χρήστες. Εντούτοις, η συσχέτιση αυτή διαφοροποιείται στις επιμέρους παραμέτρους της ευημερίας, ανάλογα με το εισόδημα και την εκπαίδευση των συμμετεχόντων.
Σύμφωνα με τα δεδομένα του Δείκτη για τη χώρα μας, το … σκορ είναι υψηλό μόνο σε ελάχιστες παραμέτρους ευημερίας σε σχέση με τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο της αυτοαναφερόμενης κατάστασης της υγείας, αλλά κάτω από το μέσο όρο σε εισόδημα και πλούτο, συμμετοχή πολιτών, στέγαση, περιβαλλοντική ποιότητα, υποκειμενική ευημερία, κοινωνικές σχέσεις, ισορροπία εργασίας και προσωπικής ζωής, προσωπική ασφάλεια, εκπαίδευση και δεξιότητες. Αυτές οι ταξινομήσεις βασίζονται στα διαθέσιμα επιλεγμένα δεδομένα.
Τα χρήματα, ενώ δεν μπορούν να αγοράσουν την ευτυχία, αποτελούν σημαντικό μέσο για την επίτευξη υψηλότερου βιοτικού επιπέδου. Στην Ελλάδα, το μέσο κατά κεφαλήν καθαρό προσαρμοσμένο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είναι 17.002 δολ. ετησίως, χαμηλότερο από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ των 30.563 δολ. ετησίως. Υπάρχει σημαντικό χάσμα μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων – το 20% του πλουσιότερου πληθυσμού έχει τουλάχιστον εξαπλάσιο εισόδημα από το φτωχότερο 20% του πληθυσμού.
Από την άποψη της απασχόλησης, περίπου το 52% των ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών στην Ελλάδα έχουν αμειβόμενη εργασία, το χαμηλότερο ποσοστό του ΟΟΣΑ, στον οποίο ο μέσος όρος απασχόλησης είναι 67%. Περίπου το 61% των ανδρών είναι μισθωτοί, έναντι 43% των γυναικών. Περίπου 7% των εργαζομένων εργάζονται πολλές ώρες, έναντι 13% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, με το 10% των ανδρών να κάνουν πολλές υπερωρίες, σε σύγκριση με το 4% των γυναικών.
Η καλή εκπαίδευση και οι δεξιότητες αποτελούν σημαντικές προϋποθέσεις για την εξεύρεση εργασίας. Στην Ελλάδα, το 72% των ενηλίκων ηλικίας 25-64 ετών έχει τελειώσει λύκειο, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 74%. Αυτό είναι πιο σύνηθες στις γυναίκες, καθώς το 70% των ανδρών έχει τελειώσει το γυμνάσιο σε σχέση με το 73% των γυναικών. Από την άποψη της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος, ο μέσος μαθητής πήρε βαθμό 458, έναντι βαθμού 486 ως μέσο όρο του ΟΟΣΑ στα μαθήματα ανάγνωσης, μαθηματικών και επιστημών στο Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA) του ΟΟΣΑ. Κατά μέσο όρο στην Ελλάδα, τα κορίτσια υπερέβησαν τα αγόρια κατά 15 μονάδες, ξεπερνώντας το μέσο όρο του ΟΟΣΑ κατά 2 μονάδες.
Όσον αφορά την υγεία, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στην Ελλάδα είναι μόλις πάνω από 81 χρόνια, ένα χρόνο υψηλότερο από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ των 80 ετών. Το προσδόκιμο ζωής για τις γυναίκες είναι 84 έτη, έναντι 79 για τους άνδρες. (Εδώ δεν έχουν καταγραφεί ακόμη οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης).
Το επίπεδο ατμοσφαιρικών σωματιδίων PM 2,5 – πρόκειται για μικροσκοπικά σωματίδια ρύπων αέρα ικανά να εισέλθουν και να προκαλέσουν βλάβη στους πνεύμονες – είναι 17,5 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο, υψηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ των 13,9 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο.
Επίσης, η Ελλάδα έχει χαμηλότερο επίπεδο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ όσον αφορά την ποιότητα των υδάτων, καθώς μόνο το 69% των κατοίκων λένε ότι είναι ικανοποιημένοι με την ποιότητα του νερού τους, ποσοστό κάτω από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 81%.
Όσον αφορά τη δημόσια σφαίρα, υπάρχει μέτρια αίσθηση της κοινωνικής συνοχής και μέτρια επίπεδα συμμετοχής των πολιτών στα κοινά στην Ελλάδα, όπου το 82% των ανθρώπων πιστεύει ότι γνωρίζουν κάποιον στον οποίο θα μπορούσαν να βασιστούν σε μια ώρα ανάγκης, ποσοστό μικρότερο από το 89% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ. Η προσέλευση των πολιτών στην ψηφοφορία, μέτρο συμμετοχής των πολιτών στην πολιτική διαδικασία, ήταν 64% κατά τις προηγούμενες εκλογές, χαμηλότερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που ήταν 69%. Η κοινωνική και οικονομική κατάσταση μπορεί να επηρεάσει τα ποσοστά ψηφοφορίας. Η συμμετοχή στις εκλογές για το 20% των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων του πληθυσμού εκτιμάται ότι είναι 67% και για το 20% των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων εκτιμάται ότι είναι 55%, χαμηλότερα από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες.
Σε γενικές γραμμές, οι Έλληνες είναι λιγότερο ικανοποιημένοι από τη ζωή τους από ό,τι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ. Όταν τους ζητήθηκε να αξιολογήσουν τη γενική τους ικανοποίηση με τη ζωή σε κλίμακα από 0 έως 10, οι Έλληνες έδωσαν μια μέση βαθμολογία 5,2, μία από τις χαμηλότερες βαθμολογίες στον ΟΟΣΑ, όπου η μέση ικανοποίηση από τη ζωή είναι 6,5.
Πηγή: healthmag.gr