Unit Linked εφάπαξ και περιοδικής Καταβολής
Καθηγητής Κων/νος Ζοπουνίδης, Διευθυντής του Εργαστηρίου Συστημάτων Χρηματοοικονομικής Διοίκησης του Πολυτεχνείου Κρήτης
Χρήστος Λεμονάκης, υποψήφιος διδάκτορας, μέλος του Εργαστηρίου Συστημάτων Χρηματοοικονομικής Διοίκησης του Πολυτεχνείου Κρήτης
1. Συμβόλαιο Unit Linked εφάπαξ Καταβολής είναι ένα unit linked ασφαλιστήριο συμβόλαιο, δηλαδή αυτό που συνδέει την ασφάλιση με την επένδυση σε αμοιβαίο κεφάλαιο. Πρόκειται για έναν τύπο ασφαλιστηρίου συμβολαίου το οποίο χωρίζεται σε δύο μέρη:
Α. στο ασφαλιστικό, όπου οι καλύψεις και οι παροχές είναι εγγυημένες, δηλαδή αποζημιώσεις σε περιπτώσεις θανάτου και ανικανότητας και
Β. στο επενδυτικό, το οποίο καθορίζεται κατόπιν επιλογής του ασφαλιζομένου, του οποίου οι παροχές, δηλαδή οι εξαγορές και τα δάνεια επί του ασφαλιστηρίου, δεν είναι εγγυημένες.
Αν το επιθυμεί, ο ασφαλιζόμενος είναι σε θέση να απομονώσει την ασφαλιστική κάλυψη από το συμβόλαιό του και να «τρέξει» μόνο το επενδυτικό σκέλος, γεγονός το οποίο όχι μόνο δεν κρίνεται σκόπιμο αλλά είναι και ασύμφορο, μια και θα μπορούσε κάλλιστα να απευθυνθεί σε μια ΑΕΔΑΚ και να αποφύγει την επιβάρυνση (2,4%) του χαρτοσήμου στο ασφάλιστρο αλλά και την επιβάρυνση για την είσοδο στο αμοιβαίο.
2. Η λειτουργία του unit linked προϊόντος δεν διαφέρει πολύ από την απευθείας επένδυση σε αμοιβαία κεφάλαια. Αν ο ενδιαφερόμενος αγοραστής είναι επιθετικός, επιλέγει να τοποθετήσει σε επιθετικά αμοιβαία, ενώ αν είναι περισσότερο συντηρητικός προτιμά αμοιβαία με μικρότερο κίνδυνο και οι αποδόσεις τους είναι μικρότερες αλλά περισσότερο σίγουρες. Η φιλοσοφία σχηματισμού αυτών των προϊόντων δεν επιτρέπει την ύπαρξη μαγικών συνταγών που θα δικαιολογούσαν ειδικούς χειρισμούς σε δύσκολες χρηματιστηριακά περιόδους όπως η τωρινή.
3. Μεγάλη ώθηση κατέγραψαν αρχικά, κυρίως το πρώτο τρίμηνο του έτους, τα επενδυτικά προγράμματα unit linked. Τα ασφάλιστρα αυτής της κατηγορίας παρά το αρνητικό κλίμα στις κεφαλαιαγορές αρχικά ενισχύθηκαν κατά 15% και διαμορφώθηκαν στα 149,6 εκατ. Ευρώ. Στη συνέχεια βέβαια το κλίμα ανεστράφη.
4. Το ερώτημα που τίθεται είναι τι γίνεται με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που είναι συνδεδεμένα με μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια. Πόσο αυτά επηρεάζονται από την κρίση; To ερώτημα είναι κρίσιμο και εν πολλοίς αυταπάντητο. Σαφώς και έχουν επηρεαστεί από την χρηματοοικονομική κρίση που πλήττει την παγκόσμια οικονομία και υφίσταται ήδη στη χώρα μας· είναι εμφανής άλλωστε η εικόνα που παρουσιάζεται στον επισυναπτόμενο πίνακα του excel, όπου καταγράφονται, κατά μέσο όρο, απώλειες στα σχετικά προϊόντα από την αρχή του έτους της τάξης του 20%, ενώ σε μερικές περιπτώσεις ανέρχονται και στο 50% (ALICO MULTIFUND). Δεν θα πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι όποιος επενδύει σε αμοιβαία κεφάλαια είναι διατεθειμένος να αναλάβει κάποιο ρίσκο για να είναι σε θέση να διεκδικήσει υψηλότερες αποδόσεις. Όταν όμως επιλέγει ένα ασφαλιστήριο unit linked, προφανώς θέλει να εκμεταλλευθεί και τυχόν υψηλότερες αποδόσεις, αναλαμβάνει το ρίσκο να πέσει έξω στις προβλέψεις του, αλλά προφανώς αυτό που δεν επιθυμεί είναι να επηρεάζεται αρνητικά και το ασφαλιστικό σκέλος του συμβολαίου του.
5. Στο αμιγώς καταθετικό σκέλος των προγραμμάτων αυτών τα πράγματα είναι ενθαρρυντικά. Βιώνουμε ήδη τη μάχη των χρηματοπιστωτικών ομίλων στο μέτωπο των επιτοκίων, προκειμένου να προσελκύσουν κεφάλαια. Αυξήσεις κεφαλαίου και απορροφήσεις επενδυτικών εταιριών αυξάνουν τα Εποπτικά κεφάλαια των Πιστωτικών Ιδρυμάτων (Π.Ι.).Το «πάνω χέρι» φαίνεται να έχουν πλέον οι καταθέτες έναντι των τραπεζών, καθορίζοντας, επί του παρόντος τουλάχιστον, την διατήρηση της σταθερότητας στο επίπεδο των χορηγήσεων στη λιανική τραπεζική. Το ύψος των επιτοκίων καταθέσεων είναι σήμερα εξαιρετικά υψηλό, ενώ το γεγονός της γενικότερης οικονομικής δυσπραγίας, δημιουργεί συνθήκες περιορισμένης ρευστότητας στην αγορά. Αυτό επηρεάζει αρνητικά την αγορά στη διατήρηση από μέρους των επενδυτών των προγραμμάτων Unit Linked, πολύ δε περισσότερο στην προσέλκυση νέων επενδυτών.
6. Η αξία της επένδυσης σε Αμοιβαία Κεφάλαια αυξομειώνεται και ενδέχεται να επιστραφεί στους επενδυτές ποσό μικρότερο από την αρχική τους επένδυση ως αποτέλεσμα μιας σειράς κινδύνων που εμπεριέχουν οι επενδύσεις σε Αμοιβαία Κεφάλαια σε συνάρτηση πάντα με το είδος του Αμοιβαίου Κεφαλαίου, την επενδυτική του πολιτική και την διάρκεια της επένδυσης. Οι κυριότεροι κίνδυνοι του χαρτοφυλακίου ενός Αμοιβαίου Κεφαλαίου είναι οι εξής:
α) Κίνδυνος αγοράς: ο κίνδυνος υποχώρησης του επιπέδου τιμών της αγοράς συνολικά ή ορισμένης κατηγορίας στοιχείων του ενεργητικού του Αμοιβαίου Κεφαλαίου και ο επακόλουθος επηρεασμός της τιμής των μεριδίων του Αμοιβαίου Κεφαλαίου. Ο κίνδυνος αυτός έχει άμεση σχέση με το είδος του Αμοιβαίου Κεφαλαίου και τη διάρκεια της επένδυσης.
β) Πιστωτικός κίνδυνος: ο κίνδυνος αδυναμίας εκπλήρωσης υποχρεώσεων εκ μέρους ενός εκδότη κινητών αξιών στις οποίες έχει επενδύσει το Αμοιβαίο Κεφάλαιο ή ενός αντισυμβαλλόμενου κατά τη διενέργεια συναλλαγών για λογαριασμό του Αμοιβαίου Κεφαλαίου. Η επιλογή των επενδύσεων (μετοχές, ομολογίες, διαθέσιμα κλπ) γίνεται με τη χρήση αυστηρών κριτηρίων με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο.
γ) Κίνδυνος διακανονισμού: ο κίνδυνος να μην ολοκληρωθεί ομαλά ο διακανονισμός συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων ειδικά εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν καταβάλει ή δεν παραδίδει τίτλους έγκαιρα σε εκπλήρωση της υποχρέωσής του για την εκκαθάριση των συναλλαγών. Δεδομένου ότι ο θεματοφύλακας εκτελεί τις εκκαθαρίσεις των συναλλαγών μόνο με παραλαβή τίτλων ή είσπραξη μετρητών, ο κίνδυνος αυτός ελαχιστοποιείται.
δ) Κίνδυνος ρευστότητας: ο κίνδυνος αδυναμίας ρευστοποίησης στοιχείων του ενεργητικού του Αμοιβαίου Κεφαλαίου έγκαιρα και σε εύλογη τιμή. Λόγω της μεγάλης διασποράς των επενδύσεων των Αμοιβαίων Κεφαλαίων, ο κίνδυνος αυτός είναι χαμηλός.
ε) Συναλλαγματικός κίνδυνος: ο κίνδυνος επηρεασμού αποτίμησης των στοιχείων του ενεργητικού του Αμοιβαίου Κεφαλαίου λόγω της διακύμανσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
στ) Κίνδυνος θεματοφυλακής: ο κίνδυνος απώλειας στοιχείων του ενεργητικού του Αμοιβαίου Κεφαλαίου, λόγω πράξεων ή παραλείψεων του Θεματοφύλακα ή ακόμη λόγω απάτης σε περίπτωση που ο θεματοφύλακας ή κάθε τρίτο πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η επί μέρους φύλαξη στοιχείων του ενεργητικού κεφαλαίου, καταστεί αφερέγγυος. Δεδομένου ότι ο Θεματοφύλακας και ο Υποθεματοφύλακας είναι πιστωτικά ιδρύματα, με συγκεκριμένες εσωτερικές διαδικασίες ελέγχου και υψηλή φερεγγυότητα ο κίνδυνος θεωρείται μηδενικός.
ζ) Κίνδυνος διασποράς: ο κίνδυνος που απορρέει από την περιορισμένη διασπορά των στοιχείων του ενεργητικού του Αμοιβαίου Κεφαλαίου. Η επενδυτική πολιτική της εταιρίας σε συνδυασμό με το Ν.3283/2004 συνεπάγεται μεγάλη διασπορά του χαρτοφυλακίου του Αμοιβαίου Κεφαλαίου με αποτέλεσμα την ελαχιστοποίηση του κινδύνου.
η) Κίνδυνος απόδοσης: ο κίνδυνος ο οποίος σχετίζεται με τη διακύμανση της απόδοσης των στοιχείων του ενεργητικού του Αμοιβαίου Κεφαλαίου σε συνδυασμό με την τυχόν παροχή εγγύησης επί του συνόλου ή μέρους του ενεργητικού του Αμοιβαίου Κεφαλαίου από πιστωτικό ίδρυμα.
θ) Κίνδυνος μείωσης ενεργητικού: ο κίνδυνος ο οποίος σχετίζεται με τη μείωση του ενεργητικού του Αμοιβαίου Κεφαλαίου είτε λόγω εξαγοράς ή ακύρωσης μεριδίων του είτε λόγω της διανομής μεριδίων του η αξία των οποίων είναι μεγαλύτερη από τα επιτευχθέντα κέρδη του κατά τη διάρκεια της διαχειριστικής χρήσης. Λόγω της διασποράς των μεριδίων σε πολλούς επενδυτές ο κίνδυνος θεωρείται χαμηλός.
7. Η επένδυση με εφάπαξ καταβολές δεν ενδείκνυται στις ημέρες μας, διότι όπως θα δούμε σε σχετικό παράδειγμα σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και συνακόλουθης πτώσης της τιμής του δείκτη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α.), γίνεται συμφερότερη η επένδυση με περιοδικές καταβολές έναντι των εφάπαξ καταβολών.
Τα προϊόντα περιοδικών καταβολών γενικότερα:
a. βοηθούν στην εξισορρόπηση των διακυμάνσεων που παρατηρούνται σε διαφορετικές φάσεις των χρηματαγορών (ανοδικές, πτωτικές όπως το τελευταίο διάστημα).
b. Αποτελούν την ιδανικότερη στρατηγική για την εξασφάλιση ικανοποιητικών μακροπρόθεσμων αποδόσεων σε κατηγορίες επενδύσεων που ενέχουν υψηλό επενδυτικό κίνδυνο.
c. Ενδείκνυνται για πελάτες που επιθυμούν να διασφαλίσουν την ικανοποίηση μελλοντικών προσωπικών ή οικογενειακών αναγκών τους.
d. Ενδείκνυνται για όσους δε διαθέτουν μεγάλα κεφάλαια προς επένδυση.
Παράδειγμα: Ας υποθέσουμε δυο επενδυτές με παρόμοιο επενδυτικό προφίλ που επενδύουν σε προϊόν Unit Linked, με βάση τα ακόλουθα:
- Κεφάλαιο: €10.000
- Διάρκεια: 10 Χρόνια
Ειδικότερα:
- Ο επενδυτής (Α), επιλέγει να επενδύσει στο ελληνικό χρηματιστήριο με μηνιαίες καταβολές των €83,34 (€83,34 x 120 μήνες = €10.000) ξεκινώντας στις 22/10/1997.
- Ο επενδυτής (Β), επενδύει εφάπαξ €10.000 την 22/10/1997 στο ελληνικό χρηματιστήριο (4.205 μονάδες).
Έστω ότι η επένδυση και των δύο επενδυτών έγινε μέσα από ένα Αμοιβαίο Κεφάλαιο το οποίο παρακολουθεί το Γενικό Δείκτη (Index fund) και ότι ο επενδυτικός τους ορίζοντας ήταν 10 έτη. Την 21.10.2008 προχωρούν σε ρευστοποίηση της επενδύσεώς τους (2.138 μονάδες).
Ο επενδυτής Α παρουσιάζει απώλειες κατά ((€2.138-€4.205)/ €4.205)*10.000€= – €4.915 (ή -49,15% του επενδυμένου κεφαλαίου του)
Ο επενδυτής Β θα παρουσιάσει με μέση ετήσια απόδοση κεφαλαίου 7% κέρδη ύψους €4.425 [FV(7%/12;120;83,34;0)], ή απόδοση 44,25%.
- Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχει ο υποψήφιος πελάτης ενός προϊόντος Unit Linked (κυρίως συνταξιοδοτικού προγράμματος) είναι να μην καταλάβει την ουσία του προϊόντος που του προσφέρεται. Μερικές λοιπόν παγίδες στις οποίες ενδεχομένως μπορεί να υποπέσει είναι:
- Να πιστέψει ότι με χαμηλό ύψος ετήσιων καταβολών, τελικά θα καταφέρει να απολαύσει μια υψηλή πρόσθετη σύνταξη.
- Να πιστέψει ότι το ελάχιστο ποσό που η ασφαλιστική εταιρία υπόσχεται να του καταβάλει ως μηνιαία σύνταξη (π.χ., 700 ευρώ το μήνα) θα έχει την ίδια πραγματική αξία, με όση έχουν τα 700 ευρώ σήμερα.
- Να βασίσει το ύψος της σύνταξής του σε πολύ υψηλές αποδόσεις που νομίζει ότι θα επιτύχει η ασφαλιστική εταιρία, διαχειριζόμενη τα χρήματά του.
- Να μην κατανοήσει την έννοια και το μέγεθος της δέσμευσης των κεφαλαίων του.
Για να γίνει κατανοητό το τί θα πρέπει να περιμένει ένας υποψήφιος πελάτης από ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, θα πρέπει προηγουμένως να περιγραφεί το πώς ένα τέτοιο πρόγραμμα λειτουργεί.
Στα κλασικού τύπου προγράμματα που αποτελούν και τη συνηθέστερη περίπτωση, οι εκάστοτε καταβολές του πελάτη επενδύονται σε ένα φάσμα επενδύσεων, που συνήθως περιλαμβάνει μετοχές, ομόλογα, καταθέσεις, ακίνητα, αμοιβαία κεφάλαια, repo’s, κ.λπ. Η ασφαλιστικές εταιρίες εγγυώνται κάθε χρόνο μια ελάχιστη απόδοση που συνήθως κυμαίνεται στο 3,50% και το 90% της όποιας υπεραπόδοσης ενδεχομένως προκύψει.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι αν η απόδοση του χαρτοφυλακίου τον πρώτο χρόνο είναι -2%, τότε ο πελάτης θα καρπωθεί το ελάχιστο 3,50% (όσο και το επιτόκιο προεξόφλησης, που είναι μικρότερο του τρέχοντος δείκτη τιμών καταναλωτή, που ανήλθε σε ποσοστό άνω του 4% για το μήνα Σεπτέμβριο του 2008) που του εγγυάται η ασφαλιστική εταιρία.
Αν τώρα το δεύτερο χρόνο, η απόδοση του χαρτοφυλακίου είναι 10%, τότε ο πελάτης θα πάρει το ελάχιστο 3,50% και το 90% της πλεονάζουσας απόδοσης, δηλαδή το 90% του 10%-3,50%, δηλαδή 3,50%+5,85%= 9,35%.
Στην πράξη τώρα, από τη στιγμή που οι ασφαλιστικές εταιρίες εγγυώνται μια ελάχιστη ετήσια απόδοση της τάξεως από 3,50% μέχρι 3,90%, αυτό σημαίνει ότι συνήθως (και προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους) επενδύουν σε ένα αμυντικού χαρακτήρα χαρτοφυλάκιο. Με τον τρόπο αυτό, όταν οι αγορές είναι αρνητικές (όπως συμβαίνει τώρα με την έντονη υποχώρηση μετοχών στα χρηματιστήρια), η ζημιά είναι σχετικά περιορισμένη για την εταιρία, ενώ όταν οι αγορές είναι πολύ θετικές, ο πελάτης είναι αυτός που καρπώνεται σχετικά μικρό ποσοστό ανόδου λόγω του αμυντικού χαρακτήρα του χαρτοφυλακίου, στο οποίο η ασφαλιστική εταιρία τον έχει τοποθετήσει.
Με τα σημερινά δεδομένα λοιπόν, μια ετήσια απόδοση της τάξεως του 5%-6% κρίνεται ως σαφώς ικανοποιητική και σε μια τέτοια περίπτωση η ετήσια απόδοση για τον ασφαλισμένο του συνταξιοδοτικού προγράμματος κυμαίνεται μεταξύ 4,82% και 5,72%. Και αν αφαιρέσουμε τον πληθωρισμό που κατά τα τελευταία χρόνια προσεγγίζει κατά μέσο όρο το 3,4% (ο επίσημος πληθωρισμός, γιατί υπάρχουν φόβοι ότι ο πραγματικός πληθωρισμός είναι υψηλότερος), τότε η καθαρή (αποπληθωρισμένη) ετήσια απόδοση για τον πελάτη είναι μεταξύ του 1,42% και του 2,32%. Και μάλιστα οι αποδόσεις αυτές θα αφορούν όχι σε ολόκληρο το ποσό που κατέβαλε ο πελάτης, αλλά ένα μικρότερο ποσό, γιατί θα πρέπει να αφαιρεθούν η προμήθεια που εισπράττει, κατά περίπτωση, η ασφαλιστική εταιρία και κάποια έμμεση φορολογία.
- Και ανακύπτει το ερώτημα για το πότε συμφέρει η σύναψη ενός συνταξιοδοτικού προγράμματος. Και αν συμφέρει ιδιαίτερα σήμερα, που η υφιστάμενη κρίση διαδραματίζει ρόλο ανάσχεσης στην οικονομία του τόπου μας. Η απάντηση, στις περισσότερες των περιπτώσεων, κρίνεται ανάλογα με την περίπτωση, για τους παρακάτω λόγους:
α. Η ύπαρξη ενός προγράμματος Unit Linked-συνταξιοδοτικό/αποταμιευτικό πιέζει πολλά νοικοκυριά να περιορίσουν μικροσπατάλες και ουσιαστικά να τις μετατρέψουν σε αποταμιεύσεις, οι οποίες επενδύονται για λογαριασμό τους και προς όφελος δικό τους και των συγγενικών τους προσώπων.
β. Η ελάχιστη ετήσια απόδοση της συγκεκριμένης επένδυσης είναι από 3,50%-3,90%, απόδοση παρόμοια ή και μικρότερη (ανάλογα με το ποσό) του επιτοκίου προθεσμιακής κατάθεσης που προσφέρουν σήμερα οι τράπεζες.
γ. Η συγκεκριμένη επένδυση οδηγεί σε φορολογικό όφελος, καθώς, σύμφωνα με το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο τα ποσά που καταβάλλονται για ιδιωτικές ασφαλίσεις μειώνουν ως ένα βαθμό το φορολογητέο εισόδημα του πελάτη.
Προτιμότερο, σε κάθε περίπτωση για τους επενδυτές σε προϊόντα Unit Linked συνταξιοδοτικού/αποταμιευτικού τύπου είναι:
α. Το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα να αρχίσει σε όσο το δυνατόν χαμηλότερη ηλικία και να διαρκέσει για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Π.χ., είναι προτιμότερο ο πελάτης να ξεκινήσει το πρόγραμμα από το τριακοστό έτος της ηλικίας του και να αρχίσει να εισπράττει σύνταξη από τότε που θα αποχωρήσει από την εργασία του (πχ στο 65ο ή 67ο έτος του) και άρα το πρόγραμμα να διαρκέσει 35 χρόνια και να αφορά μια συντάξιμη περίοδο είκοσι ετών (μέσος όρος ζωής τα 85 έτη), παρά το πρόγραμμα να ξεκινήσει το πρόγραμμα στο 45ο έτος της ηλικίας του, να αρχίσει να εισπράξει σύνταξη από το 60ο έτος. Γιατί τότε η διάρκεια της επένδυσης θα είναι μόλις 15 χρόνια και θα προσπαθήσει να καλύψει μια συντάξιμη περίοδο 25 ετών!
β. Στην τρέχουσα περίοδο να μην προτιμώνται προγράμματα εφ’ άπαξ καταβολών για τους λόγους είναι ευαίσθητα σε μεταβολές των βασικών χρηματο-οικονομικών μεγεθών της οικονομίας.
- Η διαχειριστική χρήση του Αμοιβαίου Κεφαλαίου ταυτίζεται με τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους. Στο τέλος κάθε χρήσης, τα καθαρά κέρδη του Αμοιβαίου Κεφαλαίου διανέμονται στους μεριδιούχους, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του Ν.3283/2004. Σε περίπτωση διανομής των κερδών, αυτή γίνεται σε όλους όσοι ήταν κάτοχοι μεριδίων κατά την τελευταία ημέρα της διαχειριστικής χρήσης που προέκυψαν τα κέρδη. Τυχόν διανομή των κερδών γίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη λήξη κάθε διαχειριστικής χρήσης, θα επανεπενδύεται σε μερίδια του Αμοιβαίου Κεφαλαίου και δημοσιεύεται σχετική ανακοίνωση στον Τύπο. Οι πρόσοδοι του Αμοιβαίου Κεφαλαίου από τόκους, μερίσματα και κέρδη από κλήρωση υπέρ το άρτιο δύνανται να διανέμονται ετησίως αφού προηγουμένως αφαιρεθεί το σύνολο των δαπανών της διαχειριστικής χρήσης που καθορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 28 του Ν. 3283/2004. Τα κέρδη από την πώληση στοιχείων του ενεργητικού του Αμοιβαίου Κεφαλαίου διανέμονται στους μεριδιούχους, κατά την κρίση της Α.Ε. Διαχείρισης, στο μέτρο που αυτά δεν εξουδετερώνονται από κεφαλαιακές ζημίες που τυχόν έλαβαν χώρα μέχρι το τέλος της χρήσης.
- Για τις ποινές προεξόφλησης πριν τη λήξη τους χρησιμοποιείται συνήθως το μέσο επιτόκιο του τελευταίου εξαμήνου των μακροπρόθεσμων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου εικοσαετούς διάρκειας, μόνο στους αναλογούντες τόκους και όχι στο κεφάλαιο.