Στις βασικότερες μεταβολές που έχουν επέλθει στην ασφαλιστική αγορά από την IDD και τη μεταφορά της στην ελληνική έννομη τάξη αναφέρεται η Άλκηστις Χριστοφίλου, Partner στη Rokas. Όπως επισημαίνει οι αμιγώς εθνικές επιλογές στον ελληνικό νόμο οδήγησαν σε σημαντικές αλλαγές την αγορά, με βασικότερη αυτή την απαγόρευση συνεργασίας μεσιτών και πρακτόρων.
συνέντευξη της Άλκηστις Χριστοφίλου,Partner στη Δικηγορική Εταιρεία Ρόκας
Η IDD έχει τεθεί σε εφαρμογή αρκετούς μήνες. Έχει εναρμονιστεί η ασφαλιστική αγορά με όσα ορίζονται από το εν λόγω κανονιστικό πλαίσιο;
Η ασφαλιστική αγορά βρίσκεται σε διαδικασία συμμόρφωσης με τις διατάξεις της IDD και του νόμου 4583/2018 που την ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο. Η αγορά είχε αρχίσει ήδη πριν την υιοθέτηση του ελληνικού νόμου να επιχειρεί τη σταδιακή συμμόρφωσή της με την IDD και τους εκτελεστικούς της Κανονισμούς. Ωστόσο ο νόμος 4583/2018, εκτός από την μεταφορά των διατάξεων της IDD στην ελληνική έννομη τάξη περιλαμβάνει και διατάξεις αμιγώς εθνικού δικαίου, με τις οποίες η ασφαλιστική αγορά προσπαθεί να συμμορφωθεί τους τελευταίους μήνες.
Ποια θεωρείτε ότι είναι η ουσιαστικότερη αλλαγή που η IDD έφερε στη σχέση των ασφαλιστικών εταιρειών με τα δίκτυά τους;
Αναφορικά με τα δίκτυα διανομής, η ίδια η IDD προβλέπει μια βασική διάκριση ανάλογα με το αν ο διαμεσολαβητής ενεργεί για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης ή του πελάτη.
Ο νόμος 4583/2018 κατανέμει τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές σε τρεις κατηγορίες: ασφαλιστικούς πράκτορες, συντονιστές ασφαλιστικών πρακτόρων και μεσίτες (αντ)ασφαλίσεων, καταργώντας τους ασφαλιστικούς συμβούλους ενσωματώνοντάς τους στους πράκτορες, ενώ προβλέπεται και η κατηγορία των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών δευτερεύουσας δραστηριότητας, αντίστοιχα με τη σχετική πρόβλεψη της IDD. Παράλληλα ο ελληνικός νόμος περιέχει και ορισμένες ρυθμίσεις για τη συνεργασία μεταξύ ασφαλιστικών επιχειρήσεων και διαμεσολαβητών, αλλά και μεταξύ των ίδιων των διαμεσολαβητών.
Οι αμιγώς εθνικές επιλογές του ελληνικού νόμου, και όχι οι ίδιες οι διατάξεις της IDD, είναι μάλλον αυτές που έχουν προκαλέσει τις μεγαλύτερες αλλαγές, αλλά και τα σημαντικότερα ζητήματα στα δίκτυα διανομής ασφαλιστικών προϊόντων και εν γένει στην ασφαλιστική αγορά.
Η απαγόρευση της συνεργασίας πρακτόρων/συντονιστών με μεσίτες έχει προκαλέσει σημαντική αναστάτωση στην αγορά, η οποία μέχρι σήμερα λειτουργούσε με μεικτά δίκτυα μεσιτών και πρακτόρων. Οι νέες αυτές διατάξεις έχουν προκαλέσει αναδιάρθρωση μεγάλου μέρους της αγοράς, καθώς τα δίκτυα προσπαθούν να βρουν εναλλακτικές λύσεις και μορφές λειτουργίας, ούτως ώστε να μπορούν και να συνεχίσουν ομαλά τη δραστηριότητά τους, και η λειτουργία τους να είναι σε συμμόρφωση με τη νέα νομοθεσία.
Σε ό,τι αφορά στις σχέσεις μεταξύ ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των δικτύων τους, μία από τις ουσιαστικές αλλαγές που έχουν επέλθει με τις διατάξεις του ελληνικού νόμου είναι ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις πια όχι μόνο γνωρίζουν, αλλά και οφείλουν να εγκρίνουν τους λεγόμενους «έμμεσους συνεργάτες», με τους οποίους ναι μεν δεν συμβάλλονται απευθείας, αλλά διανέμουν προϊόντα τους μέσω συνεργασίας με άλλους διαμεσολαβητές, «άμεσους» συνεργάτες των εταιρειών. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι με το νέο νόμο, ειδικά ως προς τις συνεργασίες ασφαλιστικών επιχειρήσεων με πράκτορες και συντονιστές, έχει καταργηθεί η δυνατότητα αζήμιας καταγγελίας της σύμβασης συνεργασίας εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης για σπουδαίο λόγο, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν πια να είναι πιο προσεκτικές στην επιλογή των συνεργατών τους. Οι αλλαγές του νόμου συνέπεσαν με την εφαρμογή του GDPR, πράγμα που καθιστά πιο σύνθετη τη λήψη πληροφοριών για νέους συνεργάτες εκ μέρους των εταιρειών.
Ποια είναι τα σημαντικότερα ζητήματα που αντιμετώπισαν οι ασφαλιστικές εταιρείες και οι διαμεσολαβούντες;
Απόρροια των αλλαγών είναι η αναπόφευκτη αναδιάρθρωση της αγοράς των διαμεσολαβητών. Με την κατάργηση του ασφαλιστικού συμβούλου και την «απορρόφησή» του από τον πράκτορα, αλλά και με την αναγκαστική επιλογή του κάθε διαμεσολαβητή ως προς το πώς θα δραστηριοποιείται στο μέλλον, δηλαδή ως πράκτορας ή ως μεσίτης, μεγάλος αριθμός στελεχών της αγοράς συμμετέχει στις εξετάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την πιστοποίηση των επαγγελματικών τους προσόντων. Οι συμβάσεις συνεργασίας μεταξύ ασφαλιστικών επιχειρήσεων και ασφαλιστικών διαμεσολαβητών αναπροσαρμόζονται, ενώ οι αλλαγές αυτές προστίθενται σε αυτές που πολύ πρόσφατα επέφερε η προσαρμογή στις απαιτήσεις του GDPR.
Ποια πρόστιμα και διοικητικές κυρώσεις επιβάλλονται μέσω της IDD;
Η IDD αναθέτει στον εθνικό νομοθέτη την εξουσία να ορίσει τα διοικητικά πρόστιμα και τις λοιπές κυρώσεις που θα επιβάλλονται στους διανομείς ασφαλιστικών προϊόντων στην περίπτωση παραβάσεων.
Ειδικότερα, οι διατάξεις του νόμου 4583/2018 προβλέπουν, ενδεικτικά, και ανάλογα με την εκάστοτε παράβαση, τις εξής κυρώσεις: έκδοση από την Τράπεζα της Ελλάδος διαταγής για την παύση της παράβασης και την αποφυγή επανάληψής της στο μέλλον, οριστική διαγραφή του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή από το Ειδικό Μητρώο, την αναστολή ή την οριστική παύση των καθηκόντων διοίκησης από το φυσικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη δραστηριότητα διανομής ασφαλιστικών προϊόντων, και την επιβολή διοικητικών προστίμων έως 5 εκατ. ευρώ ή έως 5% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών, ή προστίμου μέχρι το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παραβίασης.
Κατά την επιλογή του κατάλληλου μέτρου, καθώς και κατά την επιμέτρηση του τυχόν προστίμου, η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει υπόψη της τα αναφερόμενα στο νόμο κριτήρια, όπως: τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παραβίασης, το βαθμό ευθύνης του παραβάτη, τη ζημία που προκλήθηκε στον πελάτη ή σε τρίτους, το ύψος του κέρδους που αποκτήθηκε ή της ζημίας που αποφεύχθηκε, τα μέτρα που τυχόν έλαβε ο παραβάτης για την αποτροπή και τη μη επανάληψη στο μέλλον, την τυχόν κατ’ επανάληψη τέλεση παραβάσεων, κ.λπ.
Σημειωτέον ότι η Τράπεζα της Ελλάδος πλέον οφείλει να αναρτά στον ιστότοπό της τις διοικητικές κυρώσεις και τα μέτρα που επιβάλλονται, καθώς και πληροφορίες σχετικά με την παράβαση λόγω της οποίας επιβλήθηκαν οι κυρώσεις ή τα μέτρα αυτά, εκτός εάν κριθεί ότι η δημοσιοποίηση αυτή είναι δυσανάλογη σε σχέση με την παράβαση. Περαιτέρω, η Τράπεζα της Ελλάδος οφείλει να ενημερώνει και την EIOPA σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και τα μέτρα που επιβάλλονται αλλά δεν δημοσιοποιούνται.
Τελικά στην πράξη η IDD ενίσχυσε την προστασία του καταναλωτή με το βέλτιστο τρόπο ή οδήγησε σε υπερρύθμιση της ασφαλιστικής αγοράς;
Οι διατάξεις της IDD προβλέπουν αυξημένες υποχρεώσεις προσυμβατικής ενημέρωσης, με στόχο τη μεγαλύτερη διαφάνεια και την προστασία των καταναλωτών. Από την πλευρά του ο ελληνικός νόμος κατέστησε υποχρεωτική την παροχή συμβουλής, υπό την έννοια της προσωποποιημένης σύστασης, από πράκτορες και μεσίτες, μέτρο που θα ενισχύσει περαιτέρω την προστασία του καταναλωτή.
Διάφορα ερωτήματα ανακύπτουν επίσης κατά την προετοιμασία του Εγγράφου Πληροφοριών για το Ασφαλιστικό Προϊόν (Insurance Product Information Document – IPID), όπως αυτό προβλέπεται από την IDD και τον Εκτελεστικό Κανονισμό 2017/1469. Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, το IPID πρέπει να παρουσιάζεται σε δύο σελίδες Α4 και μόνο κατ’ εξαίρεση σε τρεις, και θα πρέπει να περιλαμβάνει μια σειρά πληροφοριών για το ασφαλιστικό προϊόν. Ανάλογα με το κάθε ασφαλιστικό προϊόν, ενδέχεται να μην είναι δυνατή η αναφορά όλων των απαιτούμενων πληροφοριών στο ορισμένο από τις εφαρμοστέες διατάξεις μέγεθος. Κατά συνέπεια, για παράδειγμα, σε ορισμένες περιπτώσεις τέθηκε το ζήτημα της επιλογής μεταξύ των κύριων και μη κύριων ασφαλιζόμενων κινδύνων.
Ο Κώδικας Δεοντολογίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο επηρεάζει την ασφαλιστική αγορά και σε ποιο βαθμό;
Βεβαίως, στο μέτρο που λαμβάνουν χώρα απευθείας πωλήσεις μέσω του διαδικτύου, αλλά κυρίως στην περίπτωση των διαδικτυακών ασφαλιστικών διαμεσολαβητών –online aggregators– που προβαίνουν σε σύγκριση προϊόντων διαφόρων εταιρειών και επιτρέπουν, άμεσα ή έμμεσα, τη σύναψη ασφάλισης μέσω των ιστοσελίδων τους. Ο Κώδικας Δεοντολογίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο ρυθμίζει ιδίως υποχρεώσεις προσυμβατικής ενημέρωσης σε επίπεδο ηλεκτρονικών πωλήσεων, καθιστά δε υποχρεωτική και την εκ των προτέρων ανάρτηση και διαθεσιμότητα των γενικών συμβατικών όρων στους πιθανούς πελάτες.
Παράλληλα, ο Κώδικας Δεοντολογίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο, όπως και ο Κανονισμός (ΕΕ) 524/2013, καθιστά υποχρεωτική την ανάρτηση, σε εμφανές σημείο στην ιστοσελίδα, ενός υπερσυνδέσμου προς την πλατφόρμα Ηλεκτρονικής Επίλυσης Διαφορών (Online Dispute Resolution – ODR) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σκοπός είναι να προωθηθεί η ηλεκτρονική επίλυση διαφορών ως εναλλακτική μέθοδος εξωδικαστικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών στην περίπτωση ηλεκτρονικών πωλήσεων, προς περαιτέρω όφελος των καταναλωτών.
Εκτός από τον Κώδικα Δεοντολογίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο, εφαρμόζεται παράλληλα και ο Κώδικας Καταναλωτικής Δεοντολογίας (ΠΔ 10/2017), ο οποίος προβλέπει παρόμοιες ρυθμίσεις υποχρεωτικής προσυμβατικής ενημέρωσης, κ.λπ.
Σε τι αφορά η POG και πώς έχει επηρεάσει την πολιτική των εταιρειών στο σχεδιασμό ασφαλιστικών προϊόντων;
Η έννοια του Product Oversight and Governance (POG) αφορά σε μία νέα, εκ της IDD υποχρέωση των παραγωγών ασφαλιστικών προϊόντων να θεσπίσουν και να εφαρμόζουν μια διαδικασία, μέσω της οποίας τα ασφαλιστικά προϊόντα θα σχεδιάζονται κατά τέτοιον τρόπο που να ταιριάζουν στις ασφαλιστικές ανάγκες και απαιτήσεις μιας συγκεκριμένης αγοράς-στόχου. Θα πρέπει επίσης να ελέγχονται και να αναθεωρούνται ανά τακτά διαστήματα, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι εξακολουθούν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις απαιτήσεις αυτές.
Ενδιαφέρον είναι το κατά πόσον, στην ελληνική ασφαλιστική αγορά, εκτός από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, συμμετέχουν και οι διαμεσολαβητές στη διαμόρφωση του προϊόντος, δηλαδή στις καλύψεις που περιλαμβάνει, στην τιμολόγησή τους κ.ά. Έτσι, μπορεί δίκτυα διανομής να είναι από κοινού παραγωγοί των ασφαλιστικών προϊόντων με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, υπό την έννοια του ότι συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με το ασφαλιστικό προϊόν.
Υπό την έννοια αυτή η POG είναι μια ιδιαιτέρως σημαντική για τους καταναλωτές νέα εσωτερική διαδικασία των παραγωγών ασφαλιστικών προϊόντων, καθώς αναμένεται να οδηγήσει σε πιο στοχευμένα προϊόντα. Η διαδικασία της POG συναρτάται και αλληλεπιδρά και με την αυξανόμενη χρήση των εφαρμογών του InsurTech και του Διαδικτύου των Πραγμάτων (Internet of Things – IoT) στην ασφάλιση.
Το IoT είναι μια ραγδαία αναπτυσσόμενη τεχνολογική εξέλιξη σε εφαρμογές διαδικτύου της εποχής μας. Μπορεί να οριστεί ως ένα δίκτυο από συσκευές, αισθητήρες, εξοπλισμό και ανθρώπους, που είναι συνδεδεμένοι στο Διαδίκτυο, αλλά και μεταξύ τους μέσω αυτού, ανταλλάσσουν πληροφορίες και δεδομένα και αλληλεπιδρούν. Οι εφαρμογές του IoT χρησιμοποιούνται ήδη εκτενώς σε πολυάριθμες καταναλωτικές, διαφημιστικές, βιομηχανικές και άλλες εφαρμογές και υποδομές, δημιουργώντας ταυτόχρονα ευκαιρίες και για νέα ασφαλιστικά προϊόντα και υπηρεσίες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα έχουμε στην ασφάλιση αυτοκινήτων όπου η χρήση αισθητήρων στα οχήματα επιτρέπει τον έλεγχο της οδηγικής συμπεριφοράς και αντίστοιχα την επιβράβευση με χαμηλότερα ασφάλιστρα, αλλά και στην ασφάλιση ζωής όπου η χρήση αισθητήρων σε φορητές συσκευές (λ.χ. «έξυπνα» ρολόγια χειρός) επιτρέπει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις τη συλλογή και χρήση δεδομένων για τις καθημερινές συνήθειες των ασφαλισμένων τους και την κατάλληλη αναπροσαρμογή είτε των ασφαλίστρων είτε άλλων όρων, και αντίστοιχα στα έξυπνα κτίρια και τις έξυπνες πόλεις.
Η χρήση των εφαρμογών του IoT σε συνδυασμό και για τους σκοπούς της POG μπορεί σταδιακά να οδηγήσει σε ακόμη πιο στοχευμένα ασφαλιστικά προϊόντα, που θα απευθύνονται ενδεχομένως σε ακόμη μικρότερες αγορές-στόχους. Ήδη μάλιστα γίνεται συζήτηση και για το ενδεχόμενο η αλληλεπίδραση αυτή να έχει ως αποτέλεσμα το σχεδιασμό απολύτως εξατομικευμένων ασφαλιστικών προϊόντων, προσαρμοσμένων επακριβώς στις ανάγκες και τις απαιτήσεις του εκάστοτε πελάτη, και για την αντίστοιχη μεταλλαγή της δραστηριότητας της ασφαλιστικής επιχείρησης από την κάλυψη του κινδύνου και την αποζημίωση σε περίπτωση που θα επέλθει, στην πρόληψη της επέλευσής του.
Πηγή: Ασφαλιστικό Marketing Ιούνιος 2019