συνέντευξη του Γιάννη Κυριόπουλου, Προέδρου Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας
Η ένταξη των ιδιωτικών δαπανών των νοικοκυριών στην υγεία σε ένα σχήμα «προπληρωμένης φροντίδας» δια μέσου της συμπληρωματικής ασφάλισης υγείας αποτελεί κύρια παράμετρο της μεταρρύθμισης που πρέπει να υπάρξει στο δημόσιο σύστημα υγείας σύμφωνα με τον Γ. Κυριόπουλο, πρόεδρο του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας. Όπως εξηγεί το 40% της δαπάνης υγείας πληρώνεται από τις τσέπες των Ελλήνων πολιτών, που διαθέτουν το 7,7% του εισοδήματός τους για ιατρικές υπηρεσίες, ενώ περίπου το 5% των ελληνικών νοικοκυριών ζει σε κατάσταση φτώχειας λόγω των χρημάτων που καταβάλλει σε πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες υπηρεσίες υγείας. Από το 40% των συνολικών δαπανών που πληρώνουν οι πολίτες μόλις το 4% αφορά την ιδιωτική ασφάλιση. Σημεία που επισημαίνει ο κ. Κυριόπουλος είναι τα εξής:
- στην υγεία εφαρμόζεται «υβριδικό» σχήμα στην υγεία. Το 30% είναι δαπάνες που αφορούν τον ΕΟΠΥΥ, το 30% το κράτος και το 40% προέρχεται από τα έσοδα των πολιτών
- στα χρόνια της κρίσης η πρωτοβάθμια φροντίδα αντί να αποτελέσει το «αντίβαρο» για την υποκατάσταση δαπανηρής νοσοκομειακής περίθαλψης, λανθασμένα συρρικνώθηκε
- η ύπαρξη εκτεταμένων ανταλλαγών ανάμεσα στους πολίτες και τις υπηρεσίες υγείας διαμέσου ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών αναδεικνύει την αναγκαιότητα ανάπτυξης σχημάτων συμπληρωματικής (και ιδιωτικής) ασφάλισης
- Η εξέλιξη αυτή μπορεί να βελτιώσει τις επιλογές αλλά και την ανταποκρισιμότητα στις προτιμήσεις των χρηστών, να εισάγει νέα και κατάλληλα ασφαλιστικά «προϊόντα», να ενισχύσει τα οικονομικά του δημόσιου τομέα της υγείας και να αποτρέψει τις καταστροφικές δαπάνες των νοικοκυριών.
Στο συνέδριο του Healthworld είχατε συντονίσει την θεματική ενότητα “Το στοίχημα της βιωσιμότητας του υγειονομικού τομέα”. Ποιες είναι οι βασικές μεταρρυθμίσεις που πιστεύετε ότι πρέπει να υλοποιηθούν στο δημόσιο σύστημα υγείας από τη νέα κυβέρνηση; Μπορεί να καταστεί βιώσιμο το μοντέλο υγείας στην Ελλάδα και πώς;
Το σύστημα υγείας στη χώρα αποτελεί ένα «υβριδικό» σχήμα που εμπεριέχει τρία διακριτά αλλά τεμνόμενα υποσύνολα: το πρώτο τύπου «Μπίσμαρκ» αφορά στον ΕΟΠΥΥ και συνεισφέρει 30% στη συνολική δαπάνη υγείας, το δεύτερο τύπου «Μπέβεριτζ» αφορά στο κράτος και προσφέρει επίσης 30% και το τρίτο υποστηρίζεται απευθείας από τα νοικοκυριά με πρόσβαση στον ιδιωτικό τομέα και συμμετοχή 40% περίπου επί της συνολικής δαπάνης υγείας.
Τα σχήμα αυτό παραμένει σταθερό -στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών- και δεν μεταβάλλεται από τις πολιτικές και οικονομικές αλλαγές που έχουν συμβεί στη χώρα.
Κατά συνέπεια -στη διάρκεια αυτής της μακράς περιόδου- οι ρητορικές διακηρύξεις ή ακόμη και ο πολιτικός βολονταρισμός δεν απετέλεσαν την ικανή συνθήκη για την μεταβολή αυτού του σχήματος. Με την επιλογή ενός «καθαρού» σχήματος τύπου «Μπέβεριτζ» (κρατικό σύστημα υγείας) όπως υπήρξε η απόπειρα εγκαθίδρυσης του ΕΣΥ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και η οποία απεδείχθη ατελέσφορη. Αλλά ούτε και η συγκρότηση ενός «καθαρού» σχήματος «Μπίσμαρκ» κατέστη εφικτή στην ίδια περίοδο.
Η συμβολή των νοικοκυριών διαμέσου των ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών συνιστά το κυρίαρχο και αμετάβλητο χαρακτηριστικό του υγειονομικού τομέα στη χώρα μας. Συνεπώς ιστορικά «προηγούμενα», δομικά «αποτυπώματα» και «προτιμήσεις» των καταναλωτών και των προμηθευτών έχουν επιβάλλει αυτό το «υβριδικό» σχήμα (σε αναλογία 30-30-40) που «λειτουργεί» αδιατάρακτα πλέον του ημίσεος του αιώνα,
Υπό την έννοια αυτή η βιωσιμότητα του συστήματος υγείας σχετίζεται κυρίως με τις ιδιωτικές πληρωμές και παραπληρωμές δια των οποίων «διασφαλίζεται» αφενός η πρόσβαση αλλά αφετέρου «παράγονται» οι ανισότητες και οι καταστροφικές δαπάνες για μεγάλο μέρος των νοικοκυριών.
Τούτων δοθέντων η βασική μεταρρυθμιστική συνιστώσα είναι ότι: η ιδιωτική δαπάνη των νοικοκυριών πρέπει να εισαχθεί σε ένα σχήμα «προπληρωμένης φροντίδας» δια μέσου της συμπληρωματικής ασφάλισης υγείας.
Η παρέμβαση αυτή θα αποκαταστήσει τη διαφάνεια στις ανταλλαγές και θα στηρίξει τη χρηματοδοτική βάση του συστήματος υγείας που ούτως ή άλλως χρειάζεται διεύρυνση από τις δημόσιες πηγές του οι οποίες «στέρεψαν» εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και των ατελέσφορων «μνημονιακών» προγραμμάτων.
Η διεύρυνση της χρηματοδοτικής βάσης του υγειονομικού τομέα και ο έλεγχος των μονοπωλιακών τάσεων συναποτελούν την αναγκαία και ικανή συνθήκη βιωσιμότητάς του.
Επί της παραδοχής αυτής είναι αναγκαίο ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών με εστίαση: (α) στην καθολική κάλυψη του πληθυσμού, (β) στην ανάπτυξη υπηρεσιών για την πρωτοβάθμια φροντίδα και τη χρόνια νοσηρότητα, (γ) στην αναδιοργάνωση των μηχανισμών δημόσιας υγείας και προληψης και (δ) στην συγκρότηση των αναγκαίων «εργαλείων» για την αποτροπή των δαπανών που είναι καταστροφικές και ωθούν σε πτώχευση τα νοικοκυριά.
Εν κατακλείδι η βιωσιμότητα του υγειονομικού τομέα είναι συνάρτηση των διαρθρωτικών αλλαγών που χρειάζεται να γίνουν με ταχύτητα και τεκμηρίωση.
Θεωρείτε ότι η ιδιωτική ασφάλιση πρέπει να διαδραματίσει πιο ενεργό ρόλο μέσα από συμπράξεις του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα; Και σε ποιά βάση θα μπορούσαν να είναι οι εν λόγω συμπράξεις;
Η ύπαρξη εκτεταμένων ανταλλαγών ανάμεσα στους πολίτες και τις υπηρεσίες υγείας διαμέσου ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών αναδεικνύει την αναγκαιότητα ανάπτυξης σχημάτων συμπληρωματικής (και ιδιωτικής) ασφάλισης για την μετατροπή τους σε «προπληρωμένη φροντίδα».
Οι ανταλλαγές αυτές αποτελούν διαχρονικά μια σημαντική συνιστώσα του υγειονομικού τομέα και εμφανίζεται σταθερά ανεξαρτήτως των πολιτικών μεταβολών και των οικονομικών διακυμάνσεων.
Εξαιτίας ακριβώς αυτών των χαρακτηριστικών συνιστά βασική προϋπόθεση για την πρόσβαση των πολιτών στις υπηρεσίες υγείας.
Ως εκ τούτου, αποτελεί μια «πύλη εισόδου» που ελαχιστοποιεί το κόστος του χρόνου, αυξάνει τη δυνατότητα επιλογών και συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας της υγειονομικής φροντίδας.
Στο πλαίσιο αυτό λειτουργεί ως «διορθωτής» τιμών και εισοδημάτων αλλά διευρύνει ταυτόχρονα τις ανισότητες, αυξάνει τις καταστροφικές δαπάνες για τα νοικοκυριά και προκαλεί απαξία στις σχέσεις των γιατρών με τους ασθενείς.
Υπό το πρίσμα αυτό, η «ένταξη» των ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών στις «χρηματοδοτικές ροές» του συστήματος υγείας αποτελεί το «θεμέλιο» των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών.
Προφανώς ο φορέας αυτών των αλλαγών μπορεί να είναι η συμπληρωματική ασφάλιση που οφείλει να επωμιστεί τη μεταφορά από το καθεστώς των ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών στο πεδίο της «προπληρωμένης φροντίδας».
Η μετάβαση προαπαιτεί τη συνεργασία της συμπληρωματικής ασφάλισης με το δημόσιο τομέα της υγείας για: (α) την κάλυψη των πληρωμών συνασφάλισης και συμμετοχής στο κόστος, (β) την πρόσβαση με εναλλακτικές επιλογές και (γ) τη διάθεση τμήματος των «κλινοημερών», σε κλινικές υψηλής ειδίκευσης ή σε δομές υψηλής βιοϊατρικής τεχνολογίας σε δικαιούχους πρόσθετης ασφάλισης.
Η εξέλιξη αυτή μπορεί να βελτιώσει τις επιλογές αλλά και την ανταποκρισιμότητα στις προτιμήσεις των χρηστών, να εισάγει νέα και κατάλληλα ασφαλιστικά «προϊόντα», να ενισχύσει τα οικονομικά του δημόσιου τομέα της υγείας και να αποτρέψει τις καταστροφικές δαπάνες των νοικοκυριών.
Η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι επιθυμητή αλλά δυσχερής δεδομένου ότι προϋποθέτει δύο βασικές προυποθέσεις: την κατάλληλη «κουλτούρα» συνεργασίας και τεκμηριωμένα προγράμματα επενδύσεων.
Παρά τις δυσχέρειες η συζήτηση πρέπει να αρχίσει. Είναι καιρός να «αλλάξουν» αμφότερες οι πλευρές στη διαδικασία ανεύρεσης κοινού τόπου.
Η βαρύνουσα σημασία της ιδιωτικής ασφάλισης συνδέεται με την εμπλοκή και τη συμβολή της στην μετατροπή των άτυπων πληρωμών και παραπληρωμών σε «προπληρωμένη φροντίδα υγείας».…
Πώς έχουν εξελιχθεί στα χρόνια της οικονομικής κρίσης οι ιδιωτικές δαπάνες στην υγεία; Έχουν αλλάξει οι ισορροπίες όσον αφορά τις δαπάνες στην πρωτοβάθμια υγεία και την πρόληψη;
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά της περιόδου 2009-2018 που σηματοδοτείται από την οικονομική κρίση και επικαλύπτεται από τα «μνημονιακά προγράμματα» που αποδείχθησαν αφενός ατελέσφορα στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης και αφετέρου ακύρωσαν τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές υπήρξε η δραματική μείωση της συνολικής δαπάνης για την υγεία.
Ειδικότερα, η σωρευτική μείωση του ΑΕΠ κατά 26.0% περίπου, είχε σημαντική επίπτωση στην εθνική δαπάνη για την υγεία που μειώθηκε κατά 32.4% περίπου, ενώ η δημόσια δαπάνη μειώθηκε κατά 42.5% ώστε από 15.4 δις € κατήλθε σε 8.5 δις €. Πράγμα που σημαίνει ότι μεγάλο βάρος των περιοριστικών μέτρων των «μνημονίων» μεταφέρθηκε στον υγειονομικό τομέα αλλά και ευρύτερα στις κοινωνικές υπηρεσίες.
Εν άλλοις, η συνολική δαπάνη υγείας από 22.5 δις € το 2009 προσεγγίζει τα 14.6 δις € το 2017 εκ των οποίων 8.5 δις € περίπου αποτελεί τη δημόσια δαπάνη που προέρχεται από τη γενική φορολογία και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και αποτελεί το 61.1% της συνολικής δαπανης, ενώ 5.8 δις € προέρχονται από τις ιδιωτικές πληρωμές και παραπληρωμές των νοικοκυριών και καταλαμβάνουν το 38.9% αντιστοίχως.
Το ζήτημα είναι ότι στη κρίσιμη περίοδο 2010-2017 ο ρυθμός μείωσης της δαπάνης για την υγεία ήταν 8.5% σε ετήσια βάση ώστε η συνολική δαπάνη από 9.6% του ΑΕΠ (των 233.2 δις € το 2008) μειώθηκε στο 8.4% του ΑΕΠ (των 187.1δις€ το 2017), ώστε ο τομέας της υγείας να απωλέσει 10 δις € περίπου.
Τα φαινόμενα αυτά επέδρασαν αρνητικά στην επάρκεια και τη ποιότητα της φροντίδας δεδομένου ότι ο «μνημονιακός» στόχος να συγκρατηθεί η δημόσια δαπάνη υγείας στο 6.0% του ΑΕΠ έναντι 7.5 % του αντίστοιχου μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ, τελικως κινήθηκε μεταξύ 4.8% και 5.1. % και προκάλεσε την δραματική κατάρρευση του υγειονομικού τομέα.
Παρά τη μεγάλη συμβολή των νοικοκυριών η ισορροπία στην κατανομή των πόρων οι στρεβλώσεις δεν απεφεύχθησαν με αποτέλεσμα οι πόροι να συγκεντρωθούν στη χρηματοδότηση των νοσοκομείων και τη φαρμακευτική περίθαλψη, ενώ η πρόληψη και η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας υπέστησαν σοβαρά πλήγματα.
Στο πλαίσιο αυτό και λόγω των περιοριστικών «μνημονιακών» μέτρων, η πρωτοβάθμια φροντίδα αντί να αποτελέσει το «αντίβαρο» για την υποκατάσταση δαπανηρής νοσοκομειακής περίθαλψης, λανθασμένα συρρικνώθηκε από τις πολιτικές «αντίστροφης υποκατάστασης» που ακολουθήθηκαν και επέτειναν τη διόγκωση του νοσοκομειακού τομέα.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι το γεγονός ότι τα νοσοκομεία απορροφούν το 42% των δαπανών έναντι 30% του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ ενώ η φαρμακευτική περίθαλψη και βιοϊατρική τεχνολογία το 30% έναντι 20%, η πρωτοβάθμια φροντίδα 20% έναντι 30% και μακροχρόνια περίθαλψη 2% έναντι 9% αντιστοίχως.
Επιγραμματικά, στην πρόσφατη περίοδο η δημόσια δαπάνη συρρικνώθηκε ενώ ταυτόχρονα διογκώθηκε αναλογικά η δαπάνη για τη νοσοκομειακή περίθαλψη και τα φάρμακα σε βάρος της πρωτοβάθμιας φροντίδας και της πρόληψης.
Όμως η βιωσιμότητα του υγειονομικού τομέα και κυρίως η αποδοτική χρήση των πόρων και η επίτευξη θετικών αποτελεσμάτων σε φυσικούς όρους υγείας σχετίζεται με την ύπαρξη ισχυρού πυλώνα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Τι ποσοστό του εισοδήματός τους δαπανούν οι Έλληνες στην ιδιωτική υγεία, τι ποσοστό των δαπανών καλύπτεται από ασφαλιστήρια και το δημόσιο;
Ιστορικά, η ιδιωτική δαπάνη για την υγεία υπήρξε πάντοτε υψηλή – μεταξύ των υψηλότερων στις χώρες του ΟΟΣΑ. Παρά το γεγονός ότι στις τελευταίες δεκαετίες διάφορα κυβερνητικά σχήματα άλλοτε άλλης πολιτικής και ιδεολογικής κατεύθυνσης υποστήριξαν διαφορετικούς προγραμματικούς άξονες στην υγεία, εντούτοις η ιδιωτική δαπάνη παρέμεινε αμετάβλητα υψηλή.
Το φαινόμενο αυτό και ειδικότερα η διαχρονική σταθερότητά του εκφράζει αφενός την ανεπάρκεια του δημόσιου τομέα της υγείας και αφετέρου τις ισχυρές προτιμήσεις των νοικοκυριών για πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη με μικρό κόστος χρόνου, έγκαιρη προσοχή και ελεύθερη επιλογή γιατρών και νοσηλευτικών ιδρυμάτων από μέρους των χρηστών των υπηρεσιών υγείας.
Στο πλαίσιο αυτό τα ελληνικά νοικοκυριά διαθέτουν ένα μεγάλο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματός τους (7.7%) μέσω των ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών για την αγορά υπηρεσιών ιατρικής περίθαλψης.
Οι πληρωμές αυτές αποτελούν το 38-40% της συνολικης δαπάνης υγείας αλλά μόνον το 4% αναφέρεται στην ιδιωτική συμπληρωματική ασφάλιση από την οποία καλύπτεται μερικώς τμήμα του πληθυσμού που προσεγγίζει το 10%.
Συμπερασματικά, το μεγάλο μέγεθος των «ακάλυπτων» ανταλλαγών μη «προπληρωμένης φροντίδας» και η απουσία ανταπόκρισης από την συμπληρωματική ασφάλιση συνιστούν ένα από τα κύρια σημεία των διαρθρωτικών αλλαγών που απαιτούνται για τη βιωσιμότητα του υγειονομικού τομέα.
Η αναφορά αυτή βασίζεται στη διαπίστωση ότι υπό τις παρούσες συνθήκες η πρόσβαση στον υγειονομικό τομέα συναρτάται με τις ιδιωτικές πληρωμές και παραπληρωμές.
Πόσοι Έλληνες ζουν σε κατάσταση φτώχειας λόγω των δαπανών υγείας;
Το υψηλό επίπεδο ιδιωτικής δαπάνης δεν εκφράζει μόνον τις διαχρονικά σταθερές προτιμήσεις των χρηστών αλλά και τις δυσκολίες πρόσβασης σε τμήματα του τομέα της υγείας με υψηλή μονοπωλιακή ισχύ, όπως οι μονάδες υψηλής βιοϊατρικής τεχνολογίας και ιατρικής εξειδίκευσης.
Εξαιτίας αυτών των φαινομένων σημαντικό μέρος των νοικοκυριών υφίσταται καταστροφικές δαπάνες (>20% του διαθέσιμου εισοδήματος). Συχνά λόγω μείζονος, χρόνιου ή αιφνίδιου προβλήματος υγείας (συνήθως στα νεοπλάσματα, τα καρδιαγγειακά νοσήματα αλλά και άλλα χρόνια νοσήματα).
Οι καταστροφικές δαπάνες των νοικοκυριών καταμαρτυρούν την πλημμελή λειτουργία και κάλυψη της ασφάλισης και την ύπαρξη μεγάλου όγκου ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών σε συνδυασμό με τη μικρή εμβέλεια του δημόσιου συστήματος υγείας.
Στο πλαίσιο αυτό, στη πρόσφατη περίοδο έχει δειχθεί ότι λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και της κρίσης του υγειονομικού τομέα οι καταστροφικές δαπάνες έπληξαν το 3.2% των νοικοκυριών το 2010 αλλά πρόσφατα ανήλθαν σε 5.5% , ενώ το ποσοστό αυτών που οδηγούνται σε πτώχευση από ιδιωτικές πληρωμές και παραπληρωμές μη «προπληρωμένης φροντίδας» προσεγγίζουν το 4.7% των νοικοκυριών. Τα μεγέθη αυτά διαφοροποιούνται ανάλογα με την ηλικία, την κοινωνική τάξη, την πολυνοσηρότητα αλλά και το είδος της περίθαλψης.
Επιγραμμματικά, το σύστημα ιατρικής περίθαλψης στη χώρα «παράγει» φτώχεια και ανισότητες και χαρακτηρίζεται από έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης.
Μια συμπληρωματική ασφαλιστική «ομπρέλα» μπορεί να συμβάλλει στην άμβλυνση αυτών των φαινομένων.
Το 42% της συνολικής δαπάνης υγείας πηγαίνει στη νοσοκομειακή περίθαλψη. Γιατί παρόλα αυτά οι πολίτες δεν έχουν πρόσβαση σε αναγκαίες θεραπείες;
Το υγειονομικό σύστημα στη χώρα όσον αφορά στη κατανομή των πόρων εμφανίζει μείζονες διαφοροποιήσεις σε σχέση με την αντίστοιχη κατανομή στις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Στη χώρα μας διαπιστώνεται υποχρηματοδότηση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, της δημόσιας υγείας και της μακροχρόνιας περίθαλψης των χρονίως πασχόντων. Αντίθετα ο κύριος όγκος των υγειονομικών πόρων κατευθύνεται στη νοσοκομειακή περίθαλψη και την υψηλή τεχνολογία.
Παρά ταύτα, ο νοσοκομειακός τομέας εμφανίζει στρεβλώσεις και αδυναμία ανταπόκρισης στη ζήτηση επειδή λόγω της ελεύθερης επιλογής η ζήτηση κατευθύνεται στα νοσοκομεία υψηλής «ελκυστικότητας».
Έτσι τα φαινόμενα του «λαιμού της φιάλης» προκαλούν εμπόδια στη πρόσβαση και παρακινούν σε πρακτικές που προάγουν τις ιδιωτικές πληρωμές και παραπληρωμές.
Η «στενότητα» της πρόσβασης στη νοσοκομειακή περίθαλψη οφείλεται επίσης στη μικρή «διαθεσιμότητα» και στις χαμηλές επιδόσεις των δευτεροβάθμιων νοσοκομείων και την πλημμελή λειτουργία της πρωτοβάθμιας φροντίδας και της μακροχρόνιας περίθαλψης.
Αλλά και τα τριτοβάθμια νοσοκομεία έχουν προβλήματα μάνατζμεντ και πλήρους λειτουργίας ώστε να διευρυνθεί η πλευρά της προσφοράς για να ανταποκριθεί στην «υπερχειλίζουσα» ζήτηση.
Πλην των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών στη νομική προσωπικότητα (νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου) και το μάνατζμεντ των νοσοκομείων (επαγγελματική διοίκηση) χρειάζονται οι επιλεγμένες και τεκμηριωμένες παρεμβάσεις για τη σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Αυτές οι πρακτικές είναι ένα ζήτημα μάνατζμεντ και αποδοτικότητας. Δεν αποτελούν πολιτικό και ιδεολογικό θέμα.
Πηγή: Ασφαλιστικό Marketing Σεπτεμβρίου 2019