Ο συγγραφέας του βιβλίου, Eric Jacquet – Lagreze, ξεκαθαρίζει ότι ο τίτλος θα μπορούσε να είναι «Η Απόφαση: τεχνικό αντικείμενο της απόφασης, γνωστική και κοινωνική διαδικασία».
Γράφει ο Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών, Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων, Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School, France
Ο στόχος του είναι να παρουσιάσει την εξέλιξη η οποία για τον ίδιο φαίνεται σημαντική, της μοντελοποίησης φαινομένων που συνδέονται με την απόφαση. Με την αυστηρότητα που επιβάλλουν και το επιχειρησιακό πεδίο που επιτρέπουν, τα μαθηματικά έχουν σταδιακά εισβάλει στο θέμα αυτό της έρευνας. Όμως, πολλοί είναι σήμερα αυτοί που νομίζουν ότι η προσέγγιση της απόφασης με την αυστηρότητα των μαθηματικών δεν έχει κάποιο νόημα, μια ψευδαίσθηση επικίνδυνη το λιγότερο άχρηστη. Ωστόσο, όταν χρησιμοποιούμε την έννοια της πιθανότητας, αυτή προέρχεται από το χώρο της απόφασης. Ο Pascal, θεμελιωτής του υπολογισμού των πιθανοτήτων, προσέγγισε με συνέπεια, τη μαθηματική εκτίμηση των τυχαίων παιχνιδιών και θεμελίωνε τις βάσεις αυτού που ονομάσθηκε αργότερα: Στατιστική Θεωρία της Απόφασης.
Ο συγγραφέας θέλει να θεμελιώσει στο κεφάλαιο αυτό μια εννοιολογική προσέγγιση και όχι ιστορική. Πρόκειται για μια εξέλιξη των επιπέδων της μοντελοποίησης.
1. Στόχος ή απόφαση «τεχνικό αντικείμενο»
Σε αυτό το επίπεδο μοντελοποίησης αποφάσεων, ο αποφασίζων και οι προτιμήσεις του δεν αναφέρονται καθόλου. Αυτό που ενδιαφέρει το σχεδιαστή, είναι η φύση των πιθανών επιλογών, είναι η μαθηματική διατύπωση ενός κανόνα απόφασης ο οποίος επιβάλλεται ως ορθολογική συμπεριφορά. Όταν οι υποθέσεις για τον αποφασίζοντα και τις προτιμήσεις του είναι άμεσες, έχουν ένα έντονο κανονιστικό χαρακτήρα.
Αυτό που ενδιαφέρει στο επίπεδο αυτό είναι ο ορισμός ενός συνόλου Α δράσεων ή πιθανών εναλλακτικών για την επιλογή του λήπτη αποφάσεων. Είναι η πρόβλεψη των πραγματικών συνεπειών αυτών των εναλλακτικών, η διατύπωσή τους με τη βοήθεια μεταβλητών, βέβαιες, γνωστές υπό πιθανότητα, δη αβέβαιες.
Είναι η εξήγηση μιας συναφούς συνάρτησης εκτίμησης με την προσθήκη των συνεπειών. Είναι τέλος η ικανότητα να κατευθύνεις μέσα στο Α όταν αυτό είναι πολύπλοκο, με στόχο την αναζήτηση της βέλτιστης εναλλακτικής.
1.1. Το παράδειγμα της οικονομικής εκτίμησης
Στο επίπεδο της οικονομικής εκτίμησης, η προσπάθεια επικεντρώνεται στην πρόβλεψη των συνεπειών και στην κατασκευή μιας συνάρτησης εκτίμησης.
- Σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις, τα μοντέλα περισσότερο ή λιγότερο περίπλοκα επιτρέπουν την εκτίμηση των συνεπειών των επενδυτικών έργων. Τα περισσότερα επιχειρησιακά μοντέλα πρόβλεψης είναι πλέον οικονομετρικού τύπου για να λάβουν υπόψη τους την υποδομή ή τη νέα μορφή λειτουργίας ως μέρος ενός συστήματος αποφάσεων και συμπεριφορών των χρηστών, μεταβαίνοντας έτσι στο τρίτο επίπεδο μοντελοποίησης.
- Σε ό,τι αφορά τη συνάρτηση εκτίμησης, είναι απρόσωπη, αντιπροσωπεύει ένα οικονομικό ορθολογισμό που αγνοεί την ειδική κατάσταση του αποφασίζοντα, εάν αυτός είναι εντός μιας επιχείρησης ή ενός οργανισμού.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζονται σε αυτό το επίπεδο μοντελοποίησης είναι, για παράδειγμα, προεξόφλησης. Αυτή μπορεί να παρουσιαστεί ως μια τεχνική που επιτρέπει τη μοντελοποίηση των προτιμήσεων ενός αποφασίζοντα μεταξύ διαθέσιμων αγαθών σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Στο επίπεδο αυτό μοντελοποίησης, προτιμάμε να εξομοιώνουμε το προεξοφλητικό επιτόκιο με το επιτόκιο σε μια χρηματοοικονομική αγορά. Η προεξόφληση είναι έτσι αντικειμενική, ο αποφασίζων δεν έχει καμιά προτίμηση ή μάλλον, οι κανονιστικές αρχές του οικονομικού υπολογισμού του επιβάλλουν ποιες είναι οι προτιμήσεις του εάν θέλει να είναι ορθολογικός.
1.2. Το παράδειγμα του μαθηματικού προγραμματισμού
Η οικονομική εκτίμηση έρχεται αντιμέτωπη με τα προβλήματα της αλληλεξάρτησης των αποφάσεων που συμβάλλουν όλες στην επίτευξη των ίδιων στόχων. Συνήθως, το αντικείμενο της επιχειρησιακής έρευνας είναι η κατασκευή ενός μαθηματικού μοντέλου που αντιπροσωπεύει τις αποφάσεις από τις μεταβλητές (Χ1, …, Χn ) και την αλληλεξάρτηση μεταξύ αυτών των αποφάσεων από τις σχέσεις μεταξύ αυτών των μεταβλητών (για παράδειγμα, περιορισμοί των διαθέσιμων πόρων). Το σύνολο Α των πιθανών επιλογών είναι το σύνολο διανυσμάτων Χ = (X1, …, Xn) που είναι αποδεκτές, δηλαδή ικανοποιούν τους περιορισμούς.
Η συνάρτηση εκτίμησης F(x) προκύπτει σε αυτό επίπεδο από εργασίες για την οικονομική εκτίμηση. Εξάλλου ονομάζεται συνήθως οικονομική συνάρτηση και πρόκειται για αναζήτηση ενός μέγιστου κέρδους, ενός ελάχιστου κόστους, μια ελάχιστη διάρκεια εργασιών (προβλήματα προγραμματισμού), κλπ., δηλαδή μια βέλτιστη λύση Χ*:
Τα προβλήματα που παρουσιάζονται σε αυτό το επίπεδο μοντελοποίησης είναι αυτά της ανάπτυξης αλγορίθμων που επιτρέπουν την κατεύθυνση μέσα στο Α με στόχο τη βελτιστοποίηση της οικονομικής συνάρτησης. Η προσέγγιση της μοντελοποίησης της απόφασης σε αυτό το επίπεδο επέτρεψε να αναπτυχθούν ένας μεγάλος αριθμός μαθηματικών αποτελεσμάτων, αλγορίθμων, πληροφοριακών προγραμμάτων και προκάλεσε ένα μεγάλο αριθμό εφαρμογών από τις οποίες μερικές είναι πολύ χρήσιμες και εκτιμητέες.
1.3. Το παράδειγμα της πρώτης γενιάς μεθόδων και εφαρμογών με πολλαπλά κριτήρια
Είναι εντυπωσιακό να σημειωθεί μια μετατόπιση επιπέδου στη σύλληψη και τη χρήση πολυκριτήριων μεθόδων. Στο ξεκίνημά τους, αυτές οι μέθοδοι εμφανίστηκαν ως επιχειρησιακές επεκτάσεις της οικονομικής εκτίμησης και του μαθηματικού προγραμματισμού.
- Η αναγκαιότητα, για την οικονομική εκτίμηση, να κατασκευαστεί σε ένα πρακτικό και επιχειρησιακό πλάνο μια εντελώς νομισματική συνάρτηση εκτίμησης εμπλέκει εκτεταμένες έρευνες σχετικά με τις νομισματικές αξίες του (διαχρονική αξία του χρήματος, κοινωνικό κόστος θορύβου, αξία ανθρώπινης ζωής). Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας δεν φαίνονταν πάντα πειστικά. Επιπλέον μια φιλοσοφική αντίληψη ενός μεγάλου αριθμού αναλυτών τους εμπόδισε να δεχτούν, τουλάχιστον στο επίπεδο μιας μελέτης, να κάνουν κατανοητά τέτοια ποσοστά υποκατάστασης. Οι απόψεις κρίθηκαν ανυπολόγιστες. Ήταν απαραίτητο να γίνει σύνθεση των κριτηρίων, αλλά τουλάχιστον έπρεπε να είμαστε προσεκτικοί σε αυτή τη σύνθεση, να την ωθήσει και να τη διατηρήσει όσο το δυνατόν περισσότερο μια συγκεκριμένη έννοια στα κριτήρια που αφορά την αρχική τους μονάδα μέτρησης, είτε αυτή αναφέρεται σε βαθμωτή ή μονότονη κλίμακα αξιολόγησης. Οι πολυκριτήριες μέθοδοι είναι στο επίπεδο αυτό ένα υποκατάστατο τεχνικό και επιχειρησιακό του κλασικού οικονομικού υπολογισμού, όταν κριθεί ότι αυτός δεν εφαρμόζεται.
- Οι ερευνητικές εργασίες που αναπτύχθηκαν στον πολυκριτήριο μαθηματικό προγραμματισμό βασίζονται στην ίδια θεμελιώδη θέση. Η απόφαση θεωρείται ακόμη τεχνικό αντικείμενο. Πράγματι, οι επαγγελματίες συνειδητοποίησαν γρήγορα τη δυσκολία δημιουργίας μιας ενιαίας οικονομικής συνάρτησης που λαμβάνει υπόψη τα πάντα και είναι αξιόπιστη. Συχνά οδηγήθηκαν να αναλύσουν αυτή την οικονομική συνάρτηση σε πολλαπλούς στόχους που θέτουν με τη μορφή περιορισμών προκειμένου να διατηρηθεί ένας με τη μορφή οικονομικής συνάρτησης που θα βελτιστοποιηθεί. Μια τέτοια πρακτική είναι άβολη. Οι περιορισμοί δεν είναι τόσο αντικειμενικοί, τόσο ευέλικτοι επειδή ανήκουν στον τομέα των αξιών, των στόχων. Ένα παράθυρο άνοιξε για τις πολυκριτήριες προσεγγίσεις: ο Προγραμματισμός Στόχων (Goal Programming, A. Charnes, W.W. Cooper, Management models and industrial applications of linear programming vol. 1, Wiley, New York, 1961). Ο προγραμματισμός στόχων, ο οποίος υπήρξε μια προφανής επιτυχία στις ΗΠΑ, καθιστά δυνατή τη μοντελοποίηση ενός προβλήματος λαμβάνοντας υπόψη πολλαπλούς στόχους ακόμα και αν η απόφαση προϋποθέτει την εξήγηση μιας ενιαίας οικονομικής συνάρτησης, όμοια με μια συνάρτηση προσθετικής χρησιμότητας (additive utility function).
- Συμπερασματικά, σε αυτό το επίπεδο «απόφαση τεχνικό αντικείμενο», ο αποφασίζων και οι προτιμήσεις του υπάρχουν, βέβαια, αλλά δεν αποτελούν το κεντρικό στοιχείο της δραστηριότητας μοντελοποίησης. Αναφερόμαστε περισσότερο για κάποιον που αιτείται μιας μελέτης παρά για έναν υπεύθυνο λήψης αποφάσεων που παραμένει «αφανής» και του οποίου οι προτιμήσεις θεωρείται ότι καθοδηγούνται αποκλειστικά από τον οικονομικό ορθολογισμό, είτε πρόκειται για ιδιωτική ή δημόσια επιχείρηση. Οριακά, η διαδικασία της μοντελοποίησης μπορεί να γίνει χωρίς καμία επαφή με τον αποφασίζοντα. Απαιτείται ένας αιτούντας για να «θέσει το πρόβλημα», απαιτούνται μελέτες για να γνωρίσουμε τους αντικειμενικούς περιορισμούς και για να μοντελοποιήσουμε την οικονομική συνάρτηση ή το τεχνικό του υποκατάστατο που είναι το πολυκριτήριο μοντέλο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, πρέπει να τεθούν ερωτήσεις για τους στόχους (goal programming) για τα βάρη (μέθοδοι προσθετικής χρησιμότητας ή ELECTRE).
2. Υποκειμενικό επίπεδο ή η απόφαση (ψυχολογικό προϊόν)
Αυτό το δεύτερο επίπεδο μοντελοποίησης χαρακτηρίζεται από την άμεση εισαγωγή της ανθρώπινης υποκειμενικότητας στη δραστηριότητα μοντελοποίησης. Αυτή είναι η νόμιμη επιστροφή του αποφασίζοντα που πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται να μοντελοποιήσουμε τις προτιμήσεις του. Είναι απαραίτητο να τεθούν τα εργαλεία της οικονομικής εκτίμησης και της επιχειρησιακής έρευνας στην υπηρεσία του αποφασίζοντα, αλλά με τη συμμετοχή του τελευταίου στην ίδια τη μοντελοποίηση του προβλήματος.
2.1. Το αρχικό παράδειγμα της θεωρίας χρησιμότητας
Οι πρώτες ερευνητικές εργασίες στη θεωρία χρησιμότητας χρονολογούνται από την εποχή του Bernoulli. Το παράδοξο του St-Petersburg φανέρωσε ότι ίσως δεν ήταν απαραίτητο να είμαστε ικανοποιημένοι με τον υπολογισμό της μαθηματικής ελπίδας των κερδών για να μπορέσουμε να συγκρίνουμε δύο λοταρίες, δηλαδή δύο εναλλακτικές με τυχαίες συνέπειες. Πρέπει να εισάγουμε μια συνάρτηση χρησιμότητας του ατόμου, συνάρτηση u(x), όπου x είναι το νόμισμα και όπου το u(x) αυξάνεται μονοτονικά αλλά όχι απαραίτητα γραμμικά. Αυτή η συνάρτηση εισάγει άμεσα την υποκειμενικότητα του αποφασίζοντα στο μοντέλο. Έχει ακόμη ενδιαφέρουσες ιδιότητες δεδομένου ότι το u(x) κυρτό εκφράζει θετικά τον κίνδυνο, ενώ το u(x) κοίλο μεταφράζει μια αποστροφή στον κίνδυνο. Επιτρέπει την έκφραση διαφορετικών προτιμήσεων στο πλαίσιο του ίδιου ορθολογισμού (αυτή του υπολογισμού της μαθηματικής ελπίδας).
Ακόμα και αν αυτές οι εργασίες είναι παλιές, μαρτυρούν μια πολύ σημαντική ρήξη. Η απόφαση δεν είναι πλέον ένα καθαρά τεχνικό αντικείμενο και η μοντελοποίησή της απαιτεί άμεση και προγραμματική συμμετοχή του αποφασίζοντα, καθώς προσπαθούμε να μοντελοποιήσουμε την υποκειμενικότητά του. Φυσικά, το μοντέλο είναι κανονιστικό στο βαθμό που ο ορθολογικός αποφασίζων πρέπει να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τον κανόνα του υπολογισμού μιας μαθηματικής ελπίδας. Αλλά μια θεμελιώδης παράμετρος (η συνάρτηση χρησιμότητας) καθιστά δυνατή την προσαρμογή του γενικού μοντέλου στην «ψυχολογική εξίσωση» του αποφασίζοντα. Για πρώτη φορά θεωρείται φυσιολογικό, στο επίπεδο μιας επιστημονικής εφαρμογής που χρησιμοποιεί τη μοντελοποίηση, δύο αποφασίζοντες μπορούν να συμπεριφέρονται διαφορετικά μπροστά στο ίδιο σύνολο επιλογών. Η απόφαση εμφανίζεται σαφώς ως προϊόν ψυχολογικής φύσης και το αποτέλεσμα συνδέεται άμεσα με την προσωπικότητα του αποφασίζοντα.
Αυτή η νέα προσέγγιση στη μοντελοποίηση αποφάσεων οδήγησε σε εξελίξεις που όλοι γνωρίζουμε. Οι Von Neumann και Morgenstern διευκρίνισαν τα αξιώματα που καθορίζουν τον ορθολογισμό που υποστηρίζεται από τον υπολογισμό της μαθηματικής ελπίδας. Ο Savage επέκτεινε αυτό το αξίωμα στην περίπτωση όπου η εκτίμηση των συνεπειών είναι υποκειμενική. Προσδιόρισε τα απαραίτητα αξιώματα για την ταυτόχρονη χρήση μιας υποκειμενικής συνάρτησης χρησιμότητας u(x) και υποκειμενικών πιθανοτήτων pα (x) σε ένα υπολογισμό μαθηματικής ελπίδας.
Οι πρόσφατες εργασίες επικεντρώθηκαν στην επέκταση της θεωρίας της αναμενόμενης χρησιμότητας σε καταστάσεις πολλαπλών περιόδων και πολλαπλών χαρακτηριστικών (βλ. εργασίες των Keeney και Raiffa, Decisions with Multiple Objectives: Preferences and Value Tradeoffs, Wiley and Sons, 1976).
2.2. Το παράδειγμα της δεύτερης γενιάς μεθόδων και εφαρμογών πολλαπλών κριτηρίων
Οι πολυκριτήριες μέθοδοι, από την ευελιξία της χρήσης τους, χρησιμοποιήθηκαν στο δεύτερο αυτό στάδιο της μοντελοποίησης. Σε εννοιολογικό επίπεδο, ο όρος αποφασίζων γινόταν όλο και πιο σημαντικός. Σε τεχνικό επίπεδο, περάσαμε στο υποκειμενικό επίπεδο. Ενδιαφέρει στο επίπεδο αυτό να κατανοήσουμε σωστά τις προτιμήσεις του λήπτη αποφάσεων. Το άρθρο του Bernard Roy με τίτλο «μοντελοποίηση των προτιμήσεων, μια κρίσιμη πτυχή της υποστήριξης αποφάσεων» είναι εντυπωσιακό από αυτή την άποψη (La modelisation des preferences: un aspect crucial de l’aide a la decision, Revue Metra vol. XIIΙ, no2, 1974). Γίνεται αναφορά πολύ περισσότερο για τον αποφασίζοντα και για τη δυσκολία να κατανοήσουμε και να μοντελοποιήσουμε τις προτιμήσεις του παρά για τα τεχνικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με το μη μετρήσιμο των κριτηρίων. Η αρκετά ενδιαφέρουσα ιδέα της σχέσης υπεροχής (outranking) που αναπτύχθηκε λόγω του μη μετρήσιμου των κριτηρίων και συνεπώς μιας μοντελοποίησης σε τεχνικό επίπεδο (βλ. συμφωνία και ασυμφωνία στις μεθόδους ELECTRE), στη συνέχεια εξάγεται από αυτές τις τεχνικές εκτιμήσεις για παρουσίαση άμεσα ως αριστούργημα στη μοντελοποίηση των προτιμήσεων ενός αποφασίζοντα σε αυτό το δεύτερο επίπεδο. Από αυτή την άποψη η «Γαλλική Σχολή Πολυκριτήριας Ανάλυσης», κάλυπτε την καθυστέρησή της σε σχέση με την Αμερικάνικη Σχολή και επιτίθετο στο τελευταίο και πιο ισχυρό σημείο: να μοντελοποιήσει σωστά τις προτιμήσεις του αποφασίζοντα. Όσον αφορά τις εφαρμογές, η έννοια του αποφασίζοντα επανάκτησε τη σπουδαιότητά της.
Σε πολλαπλά σύνολα βάρους που χρησιμοποιούνται για μια ανάλυση ευαισθησίας, αντικαταστάθηκαν από σύνολα πολλαπλών βαρών τα οποία αντιπροσωπεύουν αρχικά διαφορετικές πολιτικές, μετά τις προτιμήσεις πολλαπλών παραγόντων.
Ο συγγραφέας παρουσιάζει στη συνέχεια δύο παραδείγματα εφαρμογής.
- Η μελέτη που ζητήθηκε από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης για τη σύγκριση των παρακαμπτήριων δρόμων του περιφερειακού αυτοκινητόδρομου Α86, είναι ενδιαφέρουσα γιατί δείχνει ασάφεια ως προς τη θέση μεταξύ των δύο επιπέδων μοντελοποίησης (απόφαση, τεχνικό αντικείμενο ή απόφαση, ψυχολογικό προϊόν).
- Η μοντελοποίηση της πολυκριτήριας εκτίμησης που χρησιμοποιείται τακτικά από το 1971 για την επιλογή των έργων του διαγωνισμού (Πρόγραμμα Νέα Αρχιτεκτονική) είναι ένα τυπικό παράδειγμα περάσματος από το πρώτο επίπεδο στο δεύτερο. Η διαδικασία πριν το 1973, χρησιμοποιούσε ένα μόνο σύνολο βαρών, αυτά του οργανισμού. Από το 1973, κάθε μέλος της Επιτροπής μπορούσε να έχει τη δική του στάθμιση των κριτηρίων. Κατά τη διάρκεια της απόφασης, κάθε μέλος έχει τις δικές του πολυκριτήριες προτιμήσεις και αυτές όλων των άλλων μελών της Επιτροπής.
2.3. Το παράδειγμα της Θεωρίας Παιγνίων
Οι αποφασίζοντες (οι παίκτες) έχουν το σύνολο των τακτικών τους και μια συνάρτηση χρησιμότητας που είναι δική τους. Όμως, και αυτό είναι πολύ γνωστό, οι δράσεις ή οι τακτικές ή οι στρατηγικές των παικτών είναι αλληλοεξαρτώμενες και, όταν ένας παίκτης επιλέγει μια τακτική, η χρησιμότητά του εξαρτάται της επιλογής του άλλου ή των άλλων παικτών. Αυτός ο τύπος μοντελοποίησης ανήκει στο δεύτερο επίπεδο «απόφαση, προϊόν ψυχολογικό». Η θεωρία παιγνίων μελετά όντως το αποτέλεσμα του παιχνιδιού, δηλαδή το διαδοχικό ή ταυτόχρονο σύνολο αποφάσεων που πάρθηκαν από κάθε παίκτη σύμφωνα με την προσωπική ψυχολογία και τη σχέση που τους συνδέει.
Συμπερασματικά, σε αυτό το επίπεδο μοντελοποίησης «απόφαση, προϊόν ψυχολογικό», ο αποφασίζων και οι προτιμήσεις του έχουν μια κεντρική θέση μέσα στη δραστηριότητα μοντελοποίησης.
Εγκαταλείποντας το καθαρό και σκληρό επίπεδο της απόφασης, αντικείμενο τεχνικό, ο αναλυτής υιοθετεί μια θέση λιγότερο κανονιστική. Οι προτιμήσεις των αποφασιζόντων παίζουν ένα κεντρικό ρόλο στη μοντελοποίηση, αλλά θεωρούνται σταθερές επειδή δεν είναι άμεσες. Πρέπει να παρακολουθούμε τις προτιμήσεις που προϋπάρχουν και όλη η προσπάθεια της μοντελοποίησης προσανατολίζεται προς μια μοντελοποίηση αναλυτική (θεωρία της πολλαπλής χρησιμότητας) ή ρεαλιστική (μέθοδος υπεροχής) των προτιμήσεων ενός ή πολλών αποφασιζόντων καλά αναγνωρισμένων. Η έννοια της συμβιβαστικής εναλλακτικής εμφανίζεται, αλλά περισσότερο ως αποτέλεσμα της μοντελοποίησης των προτιμήσεων πολλών παραγόντων, με αντικρουόμενα κριτήρια παρά ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας διαπραγμάτευσης.
3. Το συστημικό επίπεδο ή η απόφαση «γνωστική και κοινωνική διαδικασία»
Στο επίπεδο αυτό επιμένουμε στην έννοια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Αυτό γίνεται γρήγορα δύσκολο να διαχωριστεί από την έννοια της διαδικασίας συμπεριφοράς ή δράσης. Από τη μια πλευρά, οι προτιμήσεις και οι στόχοι των παραγόντων δεν προϋπάρχουν απαραίτητα ή, εάν υπάρχουν, είναι πιθανόν να εξελιχθούν κατά τη διάρκεια φαινομένων εκμάθησης, ωριμάζοντας μέσω προβληματισμού ή μέσω επικοινωνίας και αυτό είναι μια πρώτη ρήξη. Από την άλλη πλευρά, ο παράγοντας είναι δίπλα ενεργός, αποφασίζει για μια εναλλακτική που θα αναληφθεί και στη συνέχεια την εφαρμίζει όπως στο προηγούμενο επίπεδο, αλλά επιπλέον, κατασκευάζει τη διαδικασία λήψης αποφάσεών του, δηλαδή συλλαμβάνει και παίρνει με τον τρόπο αυτό αποφάσεις σε αυτό το επίπεδο. Ενεργεί στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, εισάγοντας ένα είδος αρχής της αναδρομικότητας και αυτή είναι η εισαγωγή της δεύτερης ρήξης.
3.1. Το παράδειγμα των εμπειρικών ερευνών σχετικά με τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε οργανισμούς
Οι εμπειρικές έρευνες σχετικά με τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων προέρχονται από το επιστημονικό έργο του Simon. Η απόφαση θεωρείται ως μια διαδικασία και η μοντελοποίηση οδηγεί στην εξήγηση διαδοχικών φάσεων νοημοσύνης, σχεδιασμού, επιλογής, δείχνοντας έτσι τη δυνατότητα για τον αποφασίζοντα να έχει προσαρμοστική συμπεριφορά. Οι εμπειρικές εργασίες των Cyert και March τους οδήγησαν στη μοντελοποίηση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων σε οργανισμούς, επιμένοντας σε αυτή την αμοιβαία προσαρμογή δράσεων (μέσων) και στόχων (επίπεδα φιλοδοξίας). Οι Γερμανοί της Σχολής του Μονάχου καταλήγουν στο ίδιο τύπο αποτελέσματος. Η έννοια-κλειδί είναι μάλλον αυτή του «satisficing» ή της αναζήτησης μιας ικανοποιητικής λύσης.
Αλλά, στην περίπτωση την πιο γενική, ο αποφασίζων προσαρμόζεται στο περιβάλλον αλλάζοντας τα επίπεδα φιλοδοξίας, δηλαδή ενεργώντας στη δομή των προτιμήσεών του. Διαχείριση της διαδικασίας απόφασης είναι: αναζήτηση πληροφόρησης για τις εναλλακτικές, αναζήτηση νέων εναλλακτικών, τροποποίηση των επιπέδων φιλοδοξίας, προσθήκη νέων κριτηρίων (πρόκειται για πολυκριτήριες μέθοδοι αλληλεπίδρασης).
3.2. Το παράδειγμα των θεωριών συμπεριφοράς του καταναλωτή
Διάφοροι συγγραφείς του μάρκετινγκ ενδιαφέρθηκαν για τις διαδικασίες απόφασης του καταναλωτή. Τα αποτελέσματά τους είναι πολύ κοντά σε αυτά του Simon και της Σχολής του Carnegie σε ότι αφορά τις αποφάσεις μέσα στις οργανώσεις και η διατύπωση των διαδικασιών τους, τους οδήγησε να χρησιμοποιούν οργανογράμματα.
Σε αυτό το πρακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο, οι αναλυτές του μάρκετινγκ οδηγήθηκαν στη δημιουργία τυπολογιών των καταναλωτών σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους, tην εκτίμηση των συναρτήσεων προτιμήσεων (συνάρτηση χρησιμότητας, … ) και μάλιστα στη σύνδεση αυτών των συναρτήσεων με κοινωνικο-επαγγελματικές και πολιτιστικές μεταβλητές.
Απόφαση και δράση γίνονται άρρηκτα συνδεδεμένες σε αυτό το επίπεδο μοντελοποίησης και ο τόνος πέφτει στην εκμάθηση με τη διαδικασία δοκιμή-σφάλμα, θεμελιώδης διαδικασία μέσα στις αποφάσεις που έχουν ένα χαρακτήρα ρουτίνας. Η εκμάθηση αφορά είτε την εκτίμηση των συνεπειών είτε τη δομή των ίδιων των προτιμήσεων (προσθήκη νέων κριτηρίων, νέοι περιορισμοί, τροποποίηση της σχετικής σημαντικότητας των κριτηρίων, … ).
3.3 Παράδειγμα μοντελοποίησης μιας διαδικασίας συμπεριφοράς
Το παράδειγμα αυτό έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές και προέρχεται από τη διδακτορική του διατριβή (Systemes de decision et acteurs multiples – Contribution a une theorte de l’action pour les sciences des organisations, These d’Etat en Gestion, Universite de Paris Dauphine, Juin 1981). Το μοντέλο στηρίζεται σε επτά τύπους φάσεων:
Α: μοντελοποίηση/εξέλιξη των κριτηρίων,
P: αναγνώριση ενός προβλήματος,
D: ανάλυση των αποφασιστικών προτιμήσεων (σύλληψη-επιλογή μιας προβληματικής, σύλληψη, αναζήτηση, αντίληψη εναλλακτικών, εκτίμηση των εναλλακτικών, κρίσεις, προτιμήσεις),
d: απόφαση (επιλογή μιας ή περισσότερων εναλλακτικών σύμφωνα με την προβληματική),
J: δομή αιτιολόγησης και επιχειρηματολογίας,
α: δράση (εφαρμογή της απόφασης),
S: δομή της ικανοποίησης (εκτίμηση a posteriori, ορθολογικοποίηση, … ).
Κάθε φάση μπορεί στη συνέχεια να μοντελοποιηθεί με τρόπο πιο αναλυτικό χρησιμοποιώντας έννοιες πιο κλασικές που αναπτύχθηκαν σε προηγούμενα επίπεδα (πολλαπλά κριτήρια, επίπεδα φιλοδοξίας, συναρτήσεις πολυκριτήριας χρησιμότητας, …). Μια μοντελοποίηση ακόμη πιο αναλυτική μιας ή περισσότερων φάσεων μπορεί να οδηγήσει στην εκμετάλλευση της αρχής της αναδρομικότητας εγκαθιστώντας μια ιεραρχική δομή δέντρου στη μοντελοποίηση της διαδικασίας. Έτσι, στη φάση D, είναι δυνατόν να εξηγήσουμε τις φάσεις απόφασης (d) και δράσης (α) σε χαμηλότερο επίπεδο εάν θέλουμε να αναπαραστήσουμε τις συμπεριφορές τύπου «αποφασίζω για την πληροφορία», αποφασίζω για την έναρξη μιας μελέτης με στόχο να πάρω μια σχετική απόφαση για μια νέα επένδυση.
3.4 Διαδικασία απόφασης και υποστήριξη στην απόφαση
Η αναγνώριση και η αποδοχή από τους λήπτες των αποφάσεων και τους αναλυτές ότι η απόφαση εγγράφεται σε μια διαδικασία οδήγησε τους δεύτερους να επανεξετάσουν τον τρόπο επέμβασής τους. Υποθέτοντας ότι υπάρχει ένας μοναδικός αποφασίζων, η διαδικασία απόφασης επιβάλλει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μια αλληλεπίδραση μεταξύ δύο γνωστικών υπό-διαδικασιών του αποφασίζοντα και του αναλυτή. Αυτές οι δύο υπο-διαδικασίες είναι διαφορετικές, λειτουργούν με διαφορετικές λογικές (συνθετική για τον πρώτο, αναλυτική για το δεύτερο) και σε δομές πληροφοριών και γνωστικές ικανότητες διαφορετικές (ασαφείς πληροφορίες, πολλαπλές, εξελικτικές, έμμεσες, ασυνείδητες για τον πρώτο, ποσοτικές πληροφορίες, κωδικοποιημένες, συχνά «παγωμένες» για το δεύτερο).
Αυτή η λήψη συνείδησης πρέπει να επιτρέψει στον αναλυτή να ελπίζει σε μια καλύτερη εισαγωγή μέσα στις δραστηριότητες μοντελοποίησης της διαδικασίας απόφασης.
Ένα πρώτο παράδειγμα προκύπτει από την εννοιολογική προσπάθεια του Bernard Roy που τονίζει τη διαφορά μεταξύ της δραστηριότητας απόφασης και της δραστηριότητας υποστήριξης της απόφασης, διαφορά που οι αγγλοσάξονες κατανοούν πολύ λίγο.
Ένα δεύτερο παράδειγμα προκύπτει από την ανάπτυξη των αλληλεπιδραστικών συστημάτων υποστήριξης αποφάσεων. Μερικές φορές, αυτά τα μοντέλα περιορίζονται σε ένα τρόπο λειτουργίας με συνομιλία χρησιμοποιώντας μια βάση δεδομένων. Μια διαδικασία που αναπτύχθηκε πρόσφατα στο LAMSADE, Πανεπιστήμιο Paris 9 Dauphine, βασίζεται στη λογική αναλυτική-συνθετική των προτιμήσεων, χρησιμοποιώντας την εκμάθηση του αποφασίζοντα από τις προτιμήσεις του (για παράδειγμα παλιές εμπειρίες, βλ. Jaquet-Lagreze, E., De la logique d’ aggregation de criteres a une logiaque d’agregation-desagregation de preferences et de jugements, Cahiers de l’ISMEA, Tome XIII, no 4-5-6, 1979, 839-859 et Siskos, J., Comment modeliser les preferences au moyen des fonctions d’ utilite additives, RAIRO, vol. 14, no 1, 1980, 53-82). Πρόκειται να κατασκευαστεί μια εξέλιξη των προτιμήσεων του αποφασίζοντα και του αναλυτικού μοντέλου που επεξεργάζεται από τον αναλυτή, αναζητώντας μια σύγκλιση μεταξύ των προτιμήσεων ή της κρίσης του αποφασίζοντα και των αποτελεσμάτων που δίνει το αναλυτικό μοντέλο. Ως παράδειγμα, αναφέρεται η μελέτη του Γιάννη Σίσκου ο οποίος χρησιμοποίησε αυτή την προσέγγιση για να βοηθήσει το Γενικό Διευθυντή μιας μικρομεσαίας επιχείρησης να επιλέξει τα σημεία πώλησης (καταστήματα) για την εμπορικοποίηση μιας νέας γκάμας προϊόντων (έπιπλα) ανάμεσα σε ένα υπάρχον δίκτυο 660 καταστημάτων (Α = 660).
Συμπερασματικά, οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε αυτό το τρίτο επίπεδο μοντελοποίησης είναι πιο πρόσφατες και έγιναν μέσα σε κατευθύνσεις αρκετά διαφορετικές. Συνιστούν περισσότερο εμπειρικές έρευνες, εφαρμογές της επιχειρησιακής έρευνας που στοχεύουν να εισέλθουν μέσα στις διαδικασίες της απόφασης και οι πρώτες προσπάθειες σύλληψης μέσα σε ένα εκτεταμένο πλαίσιο.