Μηχανές έως 125 κ.εκ. Θα μπορούν να οδηγούν όσοι έχουν δίπλωμα Β’ κατηγορίας, δηλαδή δίπλωμα αυτοκινήτου.
Η αλλαγή σε σχέση με ότι ίσχυε μέχρι σήμερα αναφέρεται στην υπ’ αριθμόν Κοινή Υπουργική Απόφαση A3/Οικ. 56475/6635, η οποία προσαρμόζει την ελληνική νομοθεσία στις διατάξεις της οδηγίας 2020/612/ΕΕ. Στην ουσία όποιος έχει δίπλωμα αυτοκινήτου είναι σαν να έχει αυτόματα και δίπλωμα Α1. Στην εξέλιξη αυτή αντέδρασε ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εκπαιδευτών Οδήγησης, που σε ανακοίνωσή του αναφέρει:
“η συγκεκριμένη ρύθμιση, η οποία καταργεί την εκπαίδευση ενός υποψηφίου οδηγού μοτοσυκλέτας, θα απογειώσει τα τροχαία συμβάντα στην χώρα μας.
Δεν έχει θέση μια τέτοια “νομοθεσία-ντροπή” σε μια χώρα όπου μόνο το 2018 καταγράφηκαν 6.638 παθόντα πρόσωπα σε τροχαία συμβάντα με μοτοσικλέτα. Η μοτοσυκλέτα συμπεριφέρεται διαφορετικά από τα άλλα οχήματα επειδή έχει διαφορετική φιλοσοφία κατασκευής.
Είναι “όχημα μονής γραμμής”, ο οδηγός βρίσκεται επάνω και όχι μέσα στο όχημα, και για αυτό τον λόγο ο χειρισμός της είναι πολύ πιο δύσκολος από τον χειρισμό ενός αυτοκινήτου. Η μοτοσικλέτα στρίβει, φρενάρει, επιταχύνει και συμπεριφέρεται διαφορετικά από ένα αυτοκίνητο, απαιτεί καλή ισορροπία και πλήρη συντονισμό άκρων από τον αναβάτη.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη όλα τα παραπάνω, γίνεται σαφές το προφανές: όχι μόνο είναι αναγκαίο ένας οδηγός μοτοσυκλέτας να εκπαιδεύεται, αλλά χρειάζεται η εκπαίδευση αυτή να είναι εξειδικευμένη στις αυξημένες απαιτήσεις του οχήματος και της οδικής πραγματικότητας”.