Στο πλαίσιο παρουσίασης της κλαδικής μελέτης της ICAP για λογαριασμό του ΕΕΑ ο Μιχάλης Τζωρτζωρής, Πρόεδρος του ΣΕΜΑ έκανε την ακόλουθη δήλωση:
Το Επιμελητήριο έχει κάνει μια εξαιρετική δουλειά. Η μελέτη είναι εξαιρετική, είναι διαφορετική από ό,τι έχουμε δει μέχρι σήμερα, όπως για παράδειγμα η μελέτη του ΙΟΒΕ. Ωστόσο τώρα έχουμε μια διαφορετική αποτύπωση των καταστάσεων. Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν κάποιες διαχρονικές αλήθειες στην αγορά μας, γνωρίζουμε ότι ως λαός είμαστε υπασφαλισμένοι, ότι σε σχέση με το μέσο όρο υστερούμε σημαντικά. Μάλλον έχουμε μια από τις χειρότερες θέσεις στο κομμάτι της ασφαλιστικής συνείδησης στην Ευρώπη. Γνωρίζουμε επίσης ότι το μέγεθος της οικονομίας μας αντιστοιχεί σε 370 ευρώ ανά κεφαλή, την ώρα που ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός όρος είναι στα 2.000 ευρώ. Για κάθε ένα ευρώ προστιθέμενης αξίας του κλάδου ιδιωτικής ασφάλισης η ελληνική οικονομία κερδίζει 3,6 ευρώ, ή να το πω διαφορετικά… για κάθε ένα ευρώ που δεν κερδίζουμε προστιθέμενη αξία στον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλισης, η ελληνική οικονομία δεν κερδίζει 3,6 ευρώ. Επομένως οι μελέτες έρχονται να αναδείξουν μια πραγματικότητα που πολλοί την γνωρίζουν. Το ζητούμενο είναι πώς μπορούμε να εκμεταλλευτούμε αυτό το επιστημονικό έργο. Tι πρέπει να κάνουν οι τέσσερις εμπλεκόμενοι σε όλη τη διαδικασία, δηλαδή οι καταναλωτές, η πολιτεία, οι ασφαλιστικές εταιρείες και εμείς οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές. Αφήνω για λίγο στην άκρη το κοινό και αναφέρομαι στους υπόλοιπους 3 παράγοντες.
Διαβάστε επίσης: Σκιαγραφώντας τον Έλληνα Ασφαλιστικό Διαμεσολαβητή (Στοιχεία ICAP)
Η πολιτεία θα πρέπει να παρέχει κίνητρα. Είναι σαφές. Και θα πρέπει ενδεχομένως να εισαγάγει και σχήματα υποχρεωτικών ασφαλίσεων. Δεν είναι δυνατόν να ζούμε φυσικές καταστροφές, να βλέπουμε κόσμο να καταστρέφεται και να περιμένουμε από την πολιτεία να τους σώσει. Θα μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι πολύ απλά να είναι ασφαλισμένοι με ένα πολύ χαμηλό κόστος και να αποζημιώνονται από τις καταστροφές που έχουν πάθει.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες οφείλουν να απλοποιήσουν τις διαδικασίες τους, και οφείλουν να βελτιώσουν περαιτέρω τους χρόνους αποζημίωσης αλλά και να αυξήσουν τη διαφάνειά τους. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να αυξήσουν την αξιοπιστία τους.
Και το κυριότερο, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, έχουμε ένα ειδικό βάρος, κάτι που το δείχνει και η συγκεκριμένη μελέτη. Θα πρέπει να προσεγγίσουμε το επάγγελμα με επιστημονικούς όρους, να εγκαταλείψουμε την ευκαιριακή πώληση, να μη στηριζόμαστε στη λογική της χαμηλής τιμής. Δεν μπορεις να παράγεις ασφαλιστική συνείδηση όταν μιλάς για χαμηλό κόστος και δεν προβάλλεις την πραγματική αξία.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης είναι το γεγονός ότι δεν έχουμε κάποιο μεσο-μακροπρόθεσμο σχέδιο για να υλοποιούμε τις σκέψεις και τις αποφάσεις μας. Νομίζω αυτή η κλαδική μελέτη θα μπορούσε να είναι μια αρχή, ένα εργαλείο, το πρώτο μεγάλο βήμα για να καθορίζουμε όλοι εμείς οι διαμεσολαβητές – ξεκινάω από τον εαυτό μου – καλύτερα τους στόχους μας, να οργανωθούμε και να προσδιορίζουμε τις ανάγκες μας.
Ο στόχος είναι κοινός για όλους μας. Θέλουμε να βελτιώσουμε τις συνθήκες της ζωής μας. Αυτός ο στόχος πρέπει να καταλάβουμε ότι συμπορεύεται με την υποχρέωσή μας να βελτιώσουμε την αγορά μας συνολικά. Μια κοινή προσπάθεια που όλοι μαζί πρέπει να κάνουμε.